Σ. Φάμελλος: Η κυβέρνηση έχει χάσει το έλεγχο στην ενεργειακή αγορά και δεν παρεμβαίνει στην ακρίβεια και στα υπερκέρδη

«Σήμερα με τις καταστροφικές επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη οι τιμές λιανικής ρεύματος περιλαμβάνουν δύο και τρεις φορές την καταχρηστική ρήτρα αναπροσαρμογής, που έλεγε η κυβέρνηση ότι θα καταργήσει», υπογράμμισε ο Τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας και βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης, Σ.Φάμελλος, σε συνέντευξή του στο ραδιοφωνικό σταθμό «Ράδιο Θεσσαλονίκη» και τους δημοσιογράφους Σ.Μόσχη και Δ. Διαμαντίδη, σχολιάζοντας τις ιδιαίτερα αυξημένες τιμές ρεύματος που ανακοίνωσαν οι πάροχοι για το μήνα Σεπτέμβρη.

Ο Σ.Φάμελλος επεσήμανε ότι είναι πλέον σαφές ότι η κυβέρνηση έχει χάσει κάθε έλεγχο, και ότι το μοντέλο των επιδοτήσεων των καταναλωτών πρακτικά συντηρεί την αισχροκέρδεια στην αγορά ενέργειας και τα κέρδη των παραγωγών. «Οι επιδοτήσεις είναι χρήματα που προέρχονται από τους λογαριασμούς ρεύματος που πληρώνουν οι πολίτες και από τα κρατικά ταμεία, δηλαδή σε κάθε περίπτωση οι δυσβάσταχτοι λογαριασμοί ρεύματος πληρώνονται από χρήματα των πολιτών. Όμως το μοντέλο των επιδοτήσεων παράλληλα συντηρεί και στην πραγματικότητα επιδοτεί την ακρίβεια, αφού δεν γίνονται παρεμβάσεις για να κατέβουν οι τιμές. Αυτή η πολιτική είναι αδιέξοδη και οφείλεται στο ότι η κυβέρνηση απλά δεν θέλει να υπάρχει έλεγχος της Πολιτείας στον ενεργειακό τομέα», τόνισε. 

Στη συνέχεια της τοποθέτησής του ο Σ.Φάμελλος σημείωσε ότι η πολιτική επιδότησης της ακρίβειας συνιστά επιδότηση της κερδοφορίας των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, όταν οι υπόλοιποι, μη καθετοποιημένοι πάροχοι πλέον αντιμετωπίζουν σημαντικό πρόβλημα λόγω των διογκούμενων απλήρωτων λογαριασμών. Τόνισε επίσης ότι ακόμη και από τη μελέτη της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας για την κερδοφορία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας για την περίοδο Οκτώβριος 2021-Μάρτιος 2022 προκύπτει ότι το μεγαλύτερο ποσό των υπερκερδών, περίπου 730 εκατ. ευρώ αφορά τη ΔΕΗ. «Δεν μπορεί η (όχι πλέον) Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, η οποία ελέγχεται ακόμη από την Πολιτεία να λειτουργεί καθαρά κερδοσκοπικά και να έχει τέτοια υπερκέρδη σε καιρό κρίσης. Μια ΔΕΗ υπό πραγματικό δημόσιο έλεγχο θα είχε κοινωνικό και αναπτυξιακό ρόλο, και θα μπορούσε ακόμα και σήμερα να προσφέρει τιμές λιανικής με βάση το κόστος παραγωγής και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους, της τάξης του 5%», υπογράμμισε.

Ο Σ.Φάμελλος στη συνέχεια στάθηκε ιδιαίτερα στα υπερκέρδη παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, επισημαίνοντας ότι σύμφωνα με τη σχετική μελέτη του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, τα υπερκέρδη για το 12-μηνο Ιούλιος 2021 – Ιούνιος 2022 ανέρχονται σε 2,2 δισ. ευρώ, υπολογιζόμενα με βάση το πλήρες κόστος παραγωγής και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους. Ωστόσο, ο κ. Μητσοτάκης αν και παραδέχθηκε το Μάρτιο, ύστερα από την αντιπολιτευτική πίεση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ότι όντως υπάρχουν υπερκέρδη, δεν μας έχει πει ακόμη πόσα είναι, δεν τα έχει φορολογήσει, και δεν τα έχει επιστρέψει ακόμη στους καταναλωτές».

Εκτός όμως από την καταπολέμηση της αισχροκέρδειας, απαραίτητη είναι και η μείωση τιμών στη χονδρεμπορική αγορά, με αποσύνδεση της τιμής ρεύματος από την τιμή φυσικού αερίου. «Πρόκειται για λύση που οι χώρες της Ιβηρικής, που πλέον έχουν από τις χαμηλότερες τιμές ρεύματος στη χονδρεμπορική πανευρωπαϊκά, έχουν πετύχει αυτή την εξαίρεση από τη Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου, όταν η Ελλάδα με επιλογή Μητσοτάκη δεν διεκδίκησε δική της εξαίρεση», υπογράμμισε ο Σ.Φάμελλος.

Σχολιάζοντας τέλος το θέμα της ενεργειακής ασφάλειας, ο Σ.Φάμελλος σημείωσε ότι για τις σημερινές υψηλές τιμές ευθύνεται η μεγάλη εξάρτηση της χώρας από το φυσικό αέριο, το οποίο έχει ποσοστό συμμετοχής στην ηλεκτροπαραγωγή άνω του 40%. «Το πρόβλημα ξεκίνησε με τη χωρίς σχεδιασμό, επικοινωνιακή εξαγγελία της απολιγνιτοποίησης από τον κ. Μητσοτάκη το 2019. Η συμμετοχή του λιγνίτη στο ενεργειακό μίγμα το 2020-2021 μειώθηκε μέχρι και στο 5%, ενώ ο ενεργειακός σχεδιασμός του 2018 προέβλεπε διατήρηση της συμμετοχής του λιγνίτη στο ενεργειακό μίγμα στο 20%, συμμετοχή απόλυτα συμβατή με την απεξάρτηση από τον άνθρακα και περιβαλλοντικούς περιορισμούς. Παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες ότι η συμμετοχή του λιγνίτη έχει επανακάμψει στο 20%, την εβδομάδα του Δεκαπενταύγουστου η συμμετοχή του λιγνίτη ήταν μόλις 10-12% και αυτό γιατί τα λιγνιτωρυχεία έχουν απαξιωθεί, οι εργαζόμενοι έχουν φύγει, μηχανήματα δεν υπάρχουν και δεν μπορεί να εξασφαλιστεί τροφοδοσία του λιγνίτη στις αυλές των εργοστασίων», εξήγησε ο Σ.Φάμελλος, εφόσον τα γαλάζια παιδιά της ΔΕΗ αντί να προχωρήσουν στις απαραίτητες επενδύσεις και προσλήψεις, ασχολούνται μόνο με την κερδοσκοπία στο χρηματιστήριο για να εξασφαλίζουν υψηλά bonus.

Κλείνοντας την τοποθέτησή του, ο Σ.Φάμελλος επεσήμανε ότι η κυβέρνηση δεν έχει προετοιμάσει επαρκώς την κοινωνία και την οικονομία για τη διαρκώς εντεινόμενη ενεργειακή κρίση. «Τα πράγματα θα είναι ακόμη πιο δύσκολα εφόσον υπάρξει διακοπή στην παροχή ρωσικού φυσικού αερίου, γιατί θα οδηγηθούμε σε ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια και μάλιστα ενώ ήδη έχουμε φτάσει στα 800 ευρώ/MWh. Βλέπουμε την καθυστέρηση σε όλα τα προγράμματα εξοικονόμησης, ιδίως στον δημόσιο τομέα, την επικοινωνιακή διαχείριση με το πρόγραμμα «Θερμοστάτης» και δεν έχουμε καμιά εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση ότι μπορεί να προετοιμάσει οργανωτικά και θεσμικά την κοινωνία και την οικονομία για τις δύσκολες μέρες που έρχονται», σχολίασε.

Προηγούμενο άρθροΣυνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου – Τα θέματα στην ατζέντα
Επόμενο άρθροΟ Ραούλ Κανέδα διάδοχος του Μπούργος στον Άρη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ