Μνήμη Γιώργου Ιωάννου: Πολλαπλά σπαράγματα ψυχών!

Γράφει ο Στέλιος Κούκος


Ο Γιώργος Ιωάννου είναι ο μέγας σπαρακτικός της Θεσσαλονίκης! (Γιατί όχι και της ελληνικής λογοτεχνίας)! Με τον ίδιο σπαραγμό θρήνησε εντέχνως και διά γραπτού λόγου τον οικογενειακό, συγγενικό και λοιπό ξεριζωμένο κόσμο της Ανατολικής Θράκης, όπως και αυτόν της Ιωνίας του 1922 και της ανταλλαγής των πληθυσμών που ακολούθησε.

Το ίδιο σπαρακτικός, όμως, και θρηνητικός, και μάλιστα όσο κανένας άλλος, ήταν και για τους συμπατριώτες του Θεσσαλονικιούς Εβραίους. Άλλωστε, τον άδικο χαμό τους τον έζησε ως αυτόπτης μάρτυρας!

Ξεχωριστά κεφάλαια αποτελούν και οι σπαρακτικές αναφορές του σε επεισόδια κατά την βαριά και οδυνηρή ατμόσφαιρα των χρόνων της γερμανικής κατοχής. Και, σίγουρα, δεν θα μπορούσαν να λείπουν από τις αναφορές του και αντίστοιχα επεισόδια από γεγονότα του εμφυλίου και της μετεμφυλιακής περιόδου.

Και να που μπροστά μας να ξετυλίγεται μέσα από τις σελίδες του η τραγική Θεσσαλονίκη και η ίδια η Ελλάδα που υποφέρει, υπομένει, αντιστέκεται, αγωνίζεται, αλληλοσπαράζεται!

Όλο, λοιπόν, το έργο του αποτελείται από σπαράγματα (εδώ με την αρχαιολογική σημασία) ανθρώπινων σπαραγμών, θρηνητικών, αλλά και αποκαλυπτικών για την ανθρώπινη φύση καταστάσεων, ενίοτε μάλιστα και Αποκαλυπτικών διαστάσεων. Και σίγουρα, χωρίς να γίνεται μονομανής. Εξάλλου, το βαθύτερο ερωτικό στοιχείο του είναι αυτό το οποίο διέπει, συνδέει, συγκροτεί και ενοποιεί τον ευρύτερο λογοτεχνικό του κόσμο.

Αλλά εκείνο το οποίο δεν σε αφήνει να «ησυχάσεις» και να «απολαύσεις» χωρίς οδύνη και απόγνωση την γραφή του είναι ο ξεριζωμός, ο καημός της προσφυγιάς, οι αναφορές στους βαναυσοχαμένους Εβραίους -δυο κόσμοι συγγενικοί, τελικά, λόγω του μαρτυρίου και του ολοκαυτώματος που έζησαν. (Μήπως, όμως, η τέχνη της γραφής του είναι αυτή η οποία μας εισάγει είτε ανεπαισθήτως είτε σκοπίμως σ’ αυτήν την βαρύθυμη, αποκαρδιωτική μέχρι απογνώσεως ατμόσφαιρα η οποία δένει και με το ομιχλώδες τοπίο της πόλης, -την Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου);

Αξιοσημείωτη είναι και η δυνατότητα, η ευχέρεια του να προσωποποιεί και να συνομιλεί με το τοπίο, την ίδια την πόλη, τις πλατείες ή τα κτίριά της αποδίδοντας σε μας την ιστορία τους και κυρίως την εσωτερική τους διάσταση και ζωή. Την ίδιά τους την ζωή. Μεγαλειώδη, αλλά και ταραχώδη και σπαραχτική.

Φαίνεται πως ο Ιωάννου δεν φοβάται να αναμετρηθεί με τον πόνο, γιατί τον κουβαλά μέσα του. Μέσα από τις διηγήσεις των ξεριζωμένων συγγενών του, από αυτά που είδε οφθαλμοφανώς ή ψηλάφισε, παραδίδει σε μας ως μάρτυρας και ενδιάμεσος  τα σπαρακτικά πεζογράφηματά του. Μάρτυρας και ο ίδιος (εδώ με την έννοια αυτού που βίωσε στο πετσί του το μαρτύριο), αλλά  ίσως και εξ «αντανακλάσεως» και μετοχής στον πόνο και τον κόπο των άλλων, λόγω της ιδιαίτερης ευαισθησίας του. Όπως και να έχει αποτελεί ο ίδιος έναν αψευδή μάρτυρα των μαρτυρίων που οίδε, που γνώρισε!

Ο Θεσσαλονικιός συγγραφέας δεν φοβήθηκε να γίνει και ο ίδιος ολοκαύτωμα για να μαρτυρήσει ό,τι πραγματικά είδε και οίδε στον καιρό του. Την ίδια ώρα, μάλιστα, που κάποιος άλλος συνάδελφος του λογοτέχνης είχε πει, πως «σιγά μην κάψω τα τζιέρια μου» -για να γράψει σημαντικό έργο. Και δυστυχώς δεν έγραψε!

Έτσι, και όταν, ο Ιωάννου, γράφει ή μιλά για τον ευρύτερο κόσμο της πόλης δεν διστάζει να προτάξει ή να έχει ως άξονα και έρμα, και όλα τα πάθια που σημάδεψαν μέχρι του μυελού των οστών των ανθρώπων της Θεσσαλονίκης, αλλά ακόμη και του μυελού των… χωμάτων της γενέτειρας πόλης. Και δεν αναφέρομαι τυχαία στα χώματα της, αφού και γι’ αυτά έγραψε, σε σχέση μάλιστα και με τα κοιμητήρια τα οποία θα αποδέχονταν κάποια μέρα το σώμα του. Πράγμα που συνέβη, αναπάντεχα, σαν σήμερα στις 16 Φεβρουαρίου του 1985. Την ίδια χρονιά που η Θεσσαλονίκη γιόρταζε τα 2.300 χρόνια από την ίδρυσή της.

Και το τελευταίο του βιβλίο, η «Πρωτεύουσα των προσφύγων» που κυκλοφόρησε σχετικά κοντά με την κοίμησή του έμοιαζε να αποτελεί μία ακόμη δυνατή και σπαρακτική μαρτυρία!

Οι αναφορές του στον σπαρακτικό κόσμο της «Πρωτεύουσας των προσφύγων», της «Πρωτεύουσας του ολοκαυτώματος των Ελλήνων Εβραίων» παρεισφρέουν στα πεζά και τις ομιλίες του χωρίς να εξωραΐζει τις καταστάσεις και να αποδιώχνει ή να εξοβελίζει ως διά μαγείας τον ανθρώπινο πόνο μέσα από το συλλογικό γίγνεσθαι. Ακόμη, και αν πρόκειται για πολύ σκληρές μαρτυρίες, όπως το μαρτύριο των μητέρων που θυσίασαν τα βρέφη τους για να διαβούν οι υπόλοιποι άνθρωποι απαρατήρητοι μέσα από του λύκου και του χάρου τα δόντια, του τουρκικού γενοκτονικού απανθρωπισμού.

Μια διαχείριση ενός κρίσιμου υλικού από τον συγγραφέα που μοιάζει να είναι το συνεχές, ανεξάντλητο και απαραίτητο έρμα το οποίο κρατά το καράβι επί πτερύγων θαλάσσης που βεβαίως, θα πρέπει να αυξομειώνεται για να πετύχει του σκοπού του εν μέσω των ποικίλων κλυδωνισμών. Έτσι, δημιουργεί ο Ιωάννου την κιβωτό της μνήμης όλων των ξεριζωμένων, των Εβραίων, των λοιπών διωγμένων και ταλαιπωρημένων. Μια κιβωτό που ορισμένες φορές μετατρέπεται σε κιβούρι, φέρετρο, αλλά δεν φαίνεται να τον τρομάζει, αφού πρέπει να πει, να αποδώσει και να διασώσει την σπαρακτική μνήμη.

***

Δι’ ελέου και φόβου, λοιπόν, πρέπει να πορευτεί ο συγγραφέας με το απαραίτητο πάντα έρμα που ως γνωστό είναι ιδιαίτερα χρήσιμο και για τα αερόστατα. Το ίδιο υλικό χρησιμοποιεί ο Ιωάννου για να απογειώσει την Θεσσαλονίκη με την οποία ταυτίστηκε. Μια αποθέωση που δεν κρύβει ή φοβάται τον πραγματικό, ιστορικό κόσμο. Ή αλλιώς γράφει την δική του ιστορία με τα πιο πρόχειρα, αλλά και πιο σημαντικά υλικά που είναι ο ίδιος ο πόνος των ανθρώπων που υφίστανται την ιστορία και τις συνέπειές της.

Ελαύνει, λοιπόν και περπατά τόσο στην γενέτειρα του όσο και στην Αθήνα που έζησε αρκετά χρόνια όσο και σε κάθε σημείο που τον «έφερε» η ζωή -ακόμη και στην Αφρική ως καθηγητή- με το έρμα που συνέλεξε και όχι ανερμάτιστος! Ζυγιάζοντας, έτσι, τα βήματά του, την ζωή των λοιπών ανθρώπων, της πόλης και της πατρίδας του.

Η νοσταλγία της αλησμόνητης πατρίδας, ο καημός της προσφυγιάς και η αγωνία των ξεριζωμένων να ρίξουν βαθιές ρίζες στα νέα χώματα της ελεύθερης πατρίδας δεν θυσιάζεται από τον γόνο των ξεριζωμένων και παιδί της Θεσσαλονίκης για να εμφανιστεί ως ένας βέρος Θεσσαλονικιός.

Κι ας ζει ανάλογα στην πόλη και στον κόσμο με περισσή ευθύνη απέναντί της, πράγμα που δεν είχαν ή και δεν έχουν βέροι ντόπιοι, χωρίς καμιά προσφορά και ουσιαστική αγωνία για τον τόπο τους, τα ιστορικά χώματα της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας. Και έτσι από το πολύτιμο αποθησαύρισμα του χρόνου, δηλαδή το πολύτιμο έρμα, προτιμούν την σαβούρα την άλλη ονομασία του έρματος η οποία, όμως, χρησιμοποιείται και με αρνητική και εντελώς απαξιωτική έννοια.

Διά της γραφής και το λόγου του Γιώργου Ιωάννου επισκεπτόμαστε την ταραχώδη Θεσσαλονίκη του καιρού του, ενώ δεν αγνοεί και δεν παραλείπει να μιλήσει και για την αρχαία, την βυζαντινή, την τουρκοκρατούμενη, όπως και τον Μακεδονικό αγώνα.

Ο ίδιος και το έργο του αποτελούν ένα ιδιαίτερα πολύτιμο κρατήρα δυνατού οίνου στον οποίο η λογοτεχνία είναι αναμεμιγμένη με την ιστορία και την παράδοση των ξεριζωμένων και του τόπου. Και ιδιαίτερα με τις πιο ζωντανές εκδοχές τους που είναι οι ζωντανές και σπαρακτικές μαρτυρίες των ανθρώπων.


Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ

Προηγούμενο άρθροWOW WOMEN OF THE WORLD – Ένα φεστιβάλ για γυναίκες, θηλυκότητες και non-binary άτομα 1-3 Απριλίου 2023 στο ΚΠΙΣΝ
Επόμενο άρθροΑνακοινώθηκαν το «Καλάθι της Σαρακοστής» και τα επιπλέον προϊόντα για το «Καλάθι του Νοικοκυριού»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ