Μέθοδος και Πρόταση

Του Βασίλη Κ. Φούσκα*


 

Το πλαίσιο ανάλυσης: δομή και συγκυρία

Το ισοζύγιο (στρατιωτικής) ισχύος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, καθώς και οι προεκτάσεις αυτής της δυναμικής για τη Κύπρο σε καιρό ειρήνης είναι θέματα τα οποία δεν μπορούν να εξεταστούν αφηρημένα, δηλ. είτε με «παρέλαση» και «εφαρμογή» ρεαλιστικών και άλλων θεωριών των διεθνών σχέσεων, είτε και/με στρατηγική ανάλυση των οπλικών και τεχνικών συστημάτων και μέσων που η κάθε χώρα διαθέτει σε στεριά, αέρα και θάλασσα. Οι οπτικές αυτές – και πιθανά άλλες, όπως ο παράγοντας «γεωγραφία» – είναι επικουρικές της θεμελιώδους πραγματολογικής θέσης της Ελλάδας ως χώρας εξαρτημένης και δυναστευόμενης μέσα στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ/Ευρωζώνη, καθώς και της θέσης της Τουρκίας ως περιφερειακής ιμπεριαλιστικής δύναμης μέσα στο παγκόσμιο σύστημα διανομής ισχύος.1

Αυτή η τοποθέτηση μας οδηγεί σε μια δεύτερη διατύπωση, η οποία αφορά την πρωτοκαθεδρία που κατέχει η Τουρκία μέσα στο ΝΑΤΟ σε σύγκριση με την Ελλάδα, αλλά και τη μεγάλη σημασία που έχει για την ΕΕ έστω και ως μημέλος λόγω, κυρίως, μεγέθους  κεφαλαιακής αγοράς, εμπορικών σχέσεων και παγκόσμιων αλυσίδων τροφοδοσίας. Έτσι, έχει πολύ μεγαλύτερη από την Ελλάδα αυτοτέλεια και ελευθερία τόσο στη διεθνή της συμπεριφορά όσο και στα εσωτερικά της θέματα, από το Κουρδικό μέχρι το καθορισμό της οικονομικής και νομισματικής της πολιτικής. Οι μεγάλοι συνασπισμοί κομμάτων και δυνάμεων που συγκρούονται μέσα στον κρατικό μηχανισμό και την κοινωνία συνεργάζονται με σύμπνοια μέσα στον πυρήνα της κρατικής εξουσίας χωρίς να υπάρχει ουδεμία απόκλιση απ’ τους μακρόπνοους στρατηγικούς-εθνικούς στόχους. Στη περίπτωση της Ελλάδας η σύγκλιση μέσα στο πυρήνα της κρατικής εξουσίας είναι αποτέλεσμα ετεροκαθορισμού από το
ΝΑΤΟ και το κανονιστικό-ορντοφιλελεύθερο πλαίσιο της ΕΕ-Ευρωζώνης: αυτό που συμφέρει στις ΗΠΑ, στο ΝΑΤΟ και στη Γερμανία, αυτό πρέπει αναγκαστικά να συμφέρει και στην Ελλάδα. Στα παραπάνω να προστεθεί η καχεξία της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, 400 δις Ευρώ δημόσιο χρέος και υποθήκευση της ελληνικής δημόσιας περιουσίας στο Υπερταμείο.

Η κουλτούρα της καθημερινότητας που απορρέει απ’ αυτή τη κατάσταση στην Ελλάδα είναι κατ’ απόλυτο τρόπο παρακμιακή, αδιάφορη και επικεντρωμένη στην ιδιώτευση που υπαγορεύει η ζούγκλα της νεο-φιλελεύθερης αγοράς, όπου στα υποκείμενα (πολίτες) διοχετεύονται σωρηδόν άυλα δικαιώματα και υλικές υποχρεώσεις. Απ’ τα πρώτα απορρέει η μικροαστική δικαιομανία των δικαιωματικών φιλελεύθερων, δεξιών και αριστερών – πάνω από 350.000 αγωγές εκκρεμούν αυτή τη στιγμή στα πρωτοδικεία και εφετεία της Ελλάδας –
και απ’ τα δεύτερα – για να αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα – οι πλειστηριασμοί
κατοικιών των φτωχών ανθρώπων.

Στη σημερινή συγκυρία της ουκρανικής κρίσης, οι ευρω-ατλαντικές δυνάμεις κάνουν τα πάντα προκειμένου να προσεταιριστούν τη Τουρκία ώστε να μην υπεισέλθει στη ζώνη επιρροής της Ρωσίας και της Κίνας. Οι πάγιες διεκδικήσεις της Τουρκίας σε Θράκη, Αιγαίο και Κυπριακή Δημοκρατία βρίσκουν πρόσφορο έδαφος και ενδέχεται να ικανοποιηθούν σε μεγάλο βαθμό, ειδικά όταν η ελληνική κοινωνία ιδιοποιηθεί το αφήγημα μιας κεμαλικής, δημοκρατικής και ευρωπαϊκής Τουρκίας. Μία συμφωνία-πακέτο μεταξύ τουρκικών και ελληνικών πολιτικών ελίτ «εφ’ όλης της ύλης» για όλα τα θέματα που θέτει η Τουρκία σε
Θράκη και Αιγαίο δεν θα πρέπει να αποκλείεται.

Το δόγμα του μη-πολέμου και η δυσμενής θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας

Μια από τις πιο σημαντικές διαχρονικές πτυχές των ελληνο-τουρκικών σχέσεων από το 1952 μέχρι σήμερα είναι ότι οι δύο χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, δεν πρέπει ποτέ να καταλήξουν σε ανοιχτή πολεμική σύγκρουση. Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε ρωγμές στη συμμαχία και, πιθανά, θα τη διέλυε. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό το «δόγμα του μη-πολέμου» μεταξύ των δύο χωρών, έχουν δημιουργηθεί αρκετές ασφαλιστικές δικλείδες ενσωμάτωσης/ενοποίησης των δύο κρατών σε θεσμικο-τεχνικό, διπλωματικό και αμυντικό επίπεδο καθώς και σε επίπεδο στρατιωτικών προμηθειών. Αυτή είναι άλλη μία πραγματική κατάσταση που δεν μας επιτρέπει μεθοδολογικά να εξασκούμαστε σε θεωρητικές ακροβασίες περί «ισοζυγίου στρατιωτικής ισχύος» μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Ειδικά σε διπλωματικό επίπεδο, οι ΗΠΑ
έχουν καταφέρει να επιβάλλουν στις ελληνικές ελίτ ότι το κυπριακό ζήτημα πρέπει να αποσυνδεθεί από τις ελληνο-τουρκικές διαφορές και να μην αναφέρεται ούτε καν ως ζήτημα «εισβολής και κατοχής» παρά ως ένα θέμα που αφορά «δύο πολιτικά ισότιμες εθνο- κοινότητες». Οι ελληνικές μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις προσαρμόστηκαν στην απαίτηση των ΗΠΑ διότι διείδαν ότι κάτι τέτοιο θα απέβαινε σε ίδιον κομματικό-εκλογικό όφελος
εφόσον θα μπορούσαν να διαπραγματευτούν μεγαλύτερες απολαβές από την Τουρκία σε Θράκη και Αιγαίο από τη στιγμή που γίνεται αυτή η μεγάλη παραχώρηση στο κυπριακό ζήτημα. Έτσι, μια νέα θυσία της Κύπρου θα φέρει τόσο την πολυπόθητη ειρήνη στο ΝΑΤΟ στην υπηρεσία του «δόγματος του μηπολέμου» ενώ ταυτόχρονα θα βγάζει το κομματικό σύστημα απ΄ την πολιτική δυσκολία να πείσει τον ελληνικό λαό να δεχτεί το αποτέλεσμα μιας διαπραγμάτευσης «εφ’ όλης της ύλης». Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε η Κυπριακή Δημοκρατία είναι σε πολύ δυσμενή θέση και αυτό χωρίς να ληφθεί καν υπόψη η μειονεκτική θέση ισχύος και γεωγραφίας της Εθνοφρουράς και των ελλαδικών δυνάμεων στις ελεύθερες περιοχές.

Η πρόταση: μια «πολιτική των ορίων»

Αν αυτή είναι η κατάσταση, ποια μπορεί να είναι η ρεαλιστική πρότασηεξισορόπισης του ισοζυγίου (στρατιωτικής) ισχύος μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας ώστε να μην ηττηθεί ο ελληνικός λαός στις ιστορικές του γεωγραφίες (Θράκη, Αιγαίο, Ανατολική Μεσόγειος); Μια ολιστική απάντηση σ’ αυτό το ζήτημα θα απαιτούσε οικονομική, χρηματιστηριακή, δημογραφική, διεθνοπολιτική και πολιτιστική ανάλυση, κάτι το οποίο εκπίπτει των στόχων
αυτού του σύντομου κειμένου.2 Έτσι, περιορίζομαι εδώ μόνο στον τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα μπορεί να ωφεληθεί διπλωματικά και στρατιωτικά μέσα στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ-Ευρωζώνη προκειμένου να ενισχύσει τις θέσεις της απέναντι στο τουρκικό περιφερειακό ιμπεριαλισμό.

Ένα πρώτο θέμα είναι αυτό των quid pro quo που πρέπει να απαιτεί η χώρα κάθε φορά που αποδέχεται – καλώς ή κακώς αυτό δεν μπορεί να εξεταστεί εδώ – συμμετοχή της σε στρατιωτικές αποστολές του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, καθώς και παραχωρήσεις για εγκατάσταση ΝΑΤΟϊκών βάσεων και άλλων διευκολύνσεων, οι οποίες δεσμεύουν περιοχές της εθνικής κυριαρχίας σε γη, θάλασσα και αέρα. Οι απαιτήσεις αυτές μπορεί να προβληθούν στο βαθμό που οι ιθύνουσες ελίτ, παρά τα τεράστια οικονομικά προβλήματα, τις αδυναμίες και τις εξαρτήσεις της χώρας που περιγράψαμε προηγουμένως, δεν διστάζουν ν’ ασκήσουν μία πολιτική των ορίων. Η πολιτική αυτή, η οποία ασκήθηκε από λίγους Έλληνες πολιτικούς στο παρελθόν κατά διαστήματα δίνοντας απτά ωφέλη, θα πρέπει σχοινοβατήσει στο «δόγμα του μη-πολέμου», εφόσον μόνο διαμέσου της πολιτικής χρησιμοποίησης αυτού του δόγματος η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία μπορούν να ωφεληθούν στην ιστορική τους γεωγραφία
με τη συνδρομή των ιμπεριαλιστικών τους συμμάχων χωρίς οι ίδιες να είναι ή να γίνονται ιμπεριαλιστικές.3

Το δεύτερο – και ίσως το σημαντικότερο και τρομερά δισεπίλυτο – θέμα είναι το ποιες είναι, δυνητικά, ή από πού θα προκύψουν αυτές οι ιθύνουσες ελίτ οι οποίες, όντως αναγκασμένες να δράσουν μέσα στο δυσμενές πλαίσιο δεδομένων που περιγράψαμε παραπάνω, θα είναι σε θέση να προβάλλουν μια «πολιτική των ορίων». Δυστυχώς, δεν βλέπω καμία απ’ τις κυρίαρχες ελίτ που κυβερνούν ή έχουν κυβερνήσει Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία να μπορεί ή να θέλει να φέρει σε πέρας κάτι τέτοιο. Ωστόσο, τείνω να πιστεύω ότι η ανάδυση μιας νέας ηγετικής πολιτικής ηγεσίας είναι δυνατή και θα έλθει ως αποτέλεσμα όσμωσης ενός πανελλήνιου-παγκόσμιου διαλόγου, θέτοντας ως πρώτο πρακτικό αίτημα την συγκεκριμένη αναδιοργάνωση των θεσμών της Ελλάδας και τη συγκρότηση Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας. Καμία αλλαγή πολιτικής δεν πρόκειται να συμβεί μέσα στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο της διαπλοκής, της διαφθοράς και της εξάρτησης. Από τη στιγμή που αλλάξει αυτό, τότε θα μπορούν να τεθούν με επάρκεια θέματα όπως η οικονομική παραγωγική ανασυγκρότηση της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας αντιστρέφοντας τη δημογραφική κρίση και επενδύοντας με ειδικά δημόσια προγράμματα παραγωγικής και εκπαιδευτικής ενίσχυσης στην περιφέρεια, πάνω απ’ όλα τη Θράκη και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Η ηγετική ομάδα που θα προκύψει μ’ αυτό το τρόπο θα προτάξει τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών ενώ η εκκίνηση διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδας και Κυπριακής Δημοκρατίας για κοινή χάραξη ΑΟΖ θα αποτελεί άλλο ένα άμεσο βήμα ισχυροποίησής τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Στην ίδια γραμμή εφαρμογής μιας ρεαλιστικής «πολιτικής των ορίων» κινείται και η άμεση εκμετάλλευση των κοιτασμάτων υδρογοναρθράκων που έχουν εντοπιστεί στην ελληνική και κυπριακή ΑΟΖ, καθώς και η εκπόνηση προγράμματος για εξόρυξη «σπάνιων γαιών» χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει προοπτική μετάβασης στη λεγόμενη «πράσινη» ανάπτυξη.

*Καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου και ιδρυτής της ακαδημαϊκής επιθεώρησης Journal of Balkan and Near Eastern Studies

Πηγή: Newsletter “In Depth” – Volume 20 Issue 2

Cyprus Center for European and International Affairs

University of Nicosia

 


  1. Βασίλης Κ. Φούσκας, Τουρκικός ιμπεριαλισμός και αποτροπή, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2022. Ο όρος που έχει επικρατήσει στη διεθνή βιβλιογραφία για περιπτώσεις όπως της Τουρκίας είναι sub-imperialism
  2. Τέτοιες αναλύσεις υπάρχουν στο Τουρκικός ιμπεριαλισμός και αποτροπή και σε άλλα μικρότερης έκτασης κείμενα που δημοσιεύτηκαν στις ιστοσελίδες των SL Press και The Press Project.
  3. Την έννοια της «πολιτικής των ορίων» την επεξεργάστηκα στο κείμενο «Ο σοσιαλισμός ως “πολιτική των ορίων”», στο Χρύσανθος Τάσσης (επιμ.), Σοσιαλισμός και πολιτική εξουσία σήμερα, Διόνικος, Αθήνα 2022. Παραδείγματα Ελλήνων ηγετών που άσκησαν μια τέτοια«πολιτική των ορίων» ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και ο Ανδρέας Γ. Παπανδρέου.
Προηγούμενο άρθροN. Ανδρουλάκης: Προτεραιότητα του ΠΑΣΟΚ είναι η αναγέννηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας
Επόμενο άρθροΚυρ. Μητσοτάκης: Ισχυρή αυτοδυναμία και σταθερή κυβέρνηση για τις μεγάλες αλλαγές

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ