
του Στέλιου Κούκου
Μπορούμε ανήμερα της Αναλήψεως να θρηνούμε για την άλωση της Πόλης; Αυτό με απασχολεί, ενώ την ίδια ώρα σκέφτομαι πως κάποιοι στα κάστρα της Κωνσταντίνου Πόλης αγωνίζονται, ώστε να μην επικρατήσει η βαρβαρότητα, να μην πέσει η βασιλεύουσα. Ναι, η πόλη θα πέσει και σήμερα…
Μια πόλη που ίσως δεν της έμενε τίποτε άλλο από έναν μαρτυρικό θάνατο για να περάσει από τον ένδοξο βίο στην αθανασία. Έχουν αθανασία οι πόλεις, έστω οι μαρτυρικές; Ή απλά καταφέρνουν να γίνουν μόνον θρύλος και σύμβολο;
Δεν ξεχνούμε, βεβαίως, και το ουκ «έχομεν ώδε μένουσαν πόλη».
Πάντως και οι πόλεις έχουν τους δικούς προστάτες και πολιούχους οι οποίοι αγωνίζονται για την σωτηρία των πόλεων τους. Όπως για παράδειγμα ο φιλόπολις Άγιος Δημήτριος της Θεσσαλονίκης. Παρ’ όλα αυτά και παρ’ όλες τις άλλες προηγούμενες σωτήριες παρεμβάσεις του Αγίου, η Σαλονίκη έπεσε 23 χρόνια πριν από την άλωση της Παναγίας, το 1430.
Αυτήν την φορά οι πολιορκητές της δεν είδαν τον Άγιο Δημήτριο να τους πολεμά και να την υπερασπίζεται. Έτσι δεν αλλοιώθηκαν καλώς, όπως σε άλλες περιπτώσεις, αναφέρομαι στην περίπτωση των Σλάβων, ώστε να προσκυνήσουν την χάρη του και να υιοθετήσουν στην συνέχεια ότι αυτός αντιπροσώπευε. Την πίστη του.
Αλλά ας γυρίσουμε στην Πόλη, μένουν λίγες ώρες πριν την σημερινή της πτώση, αφού εμείς σήμερα το γνωρίζουμε σαφώς και μπορούμε να ψάλλουμε το «Σήμερα κρεμμάται επί ξύλου» ή άλλους παρόμοιους θρηνώδεις ύμνους, άσματα και μοιρολόγια.
Οι στιγμές, λοιπόν, είναι πολύ κρίσιμες στην υπό άλωση Βασιλεύουσα.
Βασιλεύουν οι πόλεις, βασιλεύουν οι βασιλεύουσες; Και αν δεν βασιλεύουν πώς κερδίζουν την αθανασία τους ή έστω γίνονται θρύλοι και σύμβολα;
Όπως και να το κάνουμε δεν είναι ώρα για τέτοιες σκέψεις αφού οι Τούρκοι, μετά χιλιάδων αλλοφύλων χριστιανών, ακόμη και Ρωμηών, αλλοιωμένοι κακώς, δηλαδή αλλοτριωμένοι πλήρως, από την πολεμική προσπάθειά τους και κυρίως γιατί επίκειται γιουρούσι, λεηλασία, κακοποίηση, αμάχων πασών των φύλων και των ηλικιών, φονικά και πλήρης επικράτηση της βαρβαρότητας. Κωνσταντινούπολη ή βαρβαρότητα, γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις;
Σήμερα γνωρίζουμε τι θα επακολουθήσει στις 29 Μαίου 1453, όπως και τι επικράτησε 200 χρόνια περίπου πριν, το 1204, όταν αντίστοιχα χριστιανοί, το ίδιο αλλοτριωμένοι, κακώς, άλωσαν την Βασιλεύουσα και διέπράξαν ανάλογες βιαιότητες και ωμότητες ακόμη και μέσα στις εκκλησίες. Οι ίδιοι οι οποίοι εν ονόματι του Σταυρού και σταυρο-φορούντες κίνησαν, τάχα, για να απελευθερώσουν τους Αγίους Τόπους!
Και να που μετέτρεψαν αυτοί πρώτοι την «Πόλη των πόλεων» μαρτυρίου τόπο. Και, ίσως, αυτοί να την διέσυραν ανεπανόρθωτα, αποδεικνύοντας πως ήταν ευάλωτη. Η Κερκόπορτα, δηλαδή είχε ανοίξει από τότε για τους οθωμανούς τους οποίους οι ίδιοι δήθεν πολεμούσαν.
Η αγωνία μας για την σημερινή πτώση της Πόλης φτάνει στο αποκορύφωμά της, ενώ όπως είπαμε στην αρχή γιορτάζουμε την Ανάληψη του Κυρίου. Την θριαμβευτική έξοδό του, ως θεατρική αποθέωση, στον ουρανό, χωρίς χειροκροτήματα, βεβαίως, αλλά με δέος και θάμβος στις καρδιές της Υπεραγίας Θεοτόκου και των Μαθητών Του, όπως τους βλέπουμε στην εικόνα της γιορτής.
Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Απόστολος Ανδρέας ο οποίος κήρυξε τον Χριστό στο Βυζάντιο, εξ ου και η ανάλογη τιμή από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η θρονική εορτή στις 30 Νοεμβρίου.
Με αυτό δεν θέλουμε να γυρέψουμε ευθύνες από τον Πρωτόκλητο Απόστολο για τον εξανδραποδισμό της Κωνσταντινούπολης του άλλοτε καλούμενου Βυζαντίου. Άλλωστε η Κωσταντίνου Πόλη, η Νέα Ρώμη αφιερώθηκε από τον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο στην Θεοτόκο. Αυτή ήταν η πολιούχος της Βασιλεύουσας, η προστάτιδά της και την είχε κραταιά για πολλούς αιώνες…
Της Αναλήψεως σήμερα και ενώ το μαράζι της Πόλης δεν μας αφήνει να την γιορτάσουμε, όπως πρέπει θυμόμαστε τι έγινε στην Κωνσταντινούπολη λίγες μέρες πριν από το μαρτύριο της και προπαντός των υπερασπιστών της και των κατοίκων της.
Των «Μαρτύρων της αλώσεως» όπως ψέλνει ή καλύτερα θρηνωδεί ο Σίμων Καρράς που δεν έπαψε μέχρι την κοίμησή του την μέρα αυτή να θρηνεί τον χαμό. Πόλεως και μαρτυρών. Θρηνούμε, όμως τους μάρτυρες ή τους τιμούμε και καλύτερα τους μακαρίζουμε;
Πάμε, όμως, σε έναν αυτόπτη μάρτυρα της άλωσης τον Γεώργιο Φραντζή ή Σφραντζή ο οποίος ήταν μεγάλος λογοθέτης της αυτοκρατορικής αυλής του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Γράφει ο λοιπόν ο Φραντζής για τις ημέρες εκείνες:
«Έπειτα έβλεπαν και ένα άλλο σημάδι: ένα αστραφτερό φως κατέβαινε από τους ουρανούς και καθ’ όλη την νύχτα βρισκόταν πάνω από την Πόλη και την σκέπαζε. Μόλις είδαν αυτό το φως, αρχικά είπαν [οι Τούρκοι] ότι ο Θεός οργίστηκε με τους χριστιανούς και ήθελε να τους κατακάψει και να τους παραδώσει δούλους στους αντιπάλους.
Έπειτα, όμως, όταν είδαν ότι πάντοτε με ντροπή κατακρημνίζονταν από τα τείχη και από τις κλίμακες και ότι, ενώ κατασκεύασαν τόσες μηχανές, καθόλου δεν υπερίσχυσαν, καθώς και όταν άκουσαν την ψεύτικη φήμη για τον στόλο της Ιταλίας και τον Ίαγκο, πάλι μιλούσαν για εκείνο το φως λέγοντας ότι ο Θεός πολεμά υπέρ των χριστιανών και τους σκεπάζει και τους προστατεύει, οπότε εκείνοι, χωρίς το θέλημα του Θεού, δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτε.
Γι’ αυτούς τους λόγους, λοιπόν, ήταν λυπημένος και απογοητευμένος όλος ο στρατός του – όπως είπαμε – καθώς και ο ίδιος ο αμηράς που ήθελε να σηκωθεί την επόμενη μέρα και να λύσει την πολιορκία.
Το ίδιο, όμως, απόγευμα, κατά το οποίο σχεδίαζαν την πρωινή αναχώρησή τους, είδαν και πάλι -ως συνήθως- το φως που κατέβαινε από τους ουρανούς. Τότε, ωστόσο, δεν εξαπλώθηκε, όπως συνήθιζε πρωτύτερα και δεν στάθηκε πάνω από την Πόλη καθ’ όλη την νύχτα, αλλά μόνον φάνηκε από μακριά και ευθύς διασκορπίστηκε κ’ εξαφανίστηκε.
Μόλις, λοιπόν, είδαν αυτό το πράγμα, ο αμηράς και όλοι οι δικοί του γέμισαν από χαρά και έλεγαν: ‘τώρα ο Θεός τούς εγκατέλειψε’. Αυτό έκριναν και οι σοφοί και οι γραμματείς της βρομερής και ασεβούς θρησκείας και πλάνης τους: ότι το φως υποδήλωνε ότι θα κερδίσουν την Πόλη.
Έτσι, λοιπόν, απέκτησαν όλοι καλές ελπίδες και τις πέτυχαν εξαιτίας των αμαρτιών μας’».
Να λοιπόν που ένας φως σκέπαζε την Πόλη. Ένα φως που τρομοκρατούσε τους εχθρούς της και σε συνδυασμό με τις απώλειές τους δεν πίστευαν πως η πολιορκία τους θα έφερνε την πολυπόθητη άλωση και ουσιαστικά και την καταστροφή της Ρωμιοσύνης. (Σήμερα βεβαίως έχουμε την απάντηση σ’ αυτό μέσω του ποιητή της «9ης Ιουλίου εν Λευκωσία της Κύπρου», του μεγάλου ποιητή της Κύπρου, Βασίλη Μιχαηλίδη: «Η Ρωμιοσύνη εν να χαθεί όντας ο κόσμος λείψει». Και μεις θα μπορούσαμε να πούμε μόνον: τελεία)!
Η ανάληψη, όμως, του φωτός από την Κωνσταντινούπολη έδωσε ιδιαίτερο θάρρος σ’ αυτούς που την επιβουλεύονταν, σ’ αυτούς που ήθελαν να την ρημάξουν. Η πληρωμή του πολυεθνικού εσμού, των πολιορκητών θα ήταν ότι αρπάξουν σε ένα τριήμερο.
Για τρεις μέρες(;), λοιπόν, επικράτησε ο βαρβαρισμός των ατάκτων μέσα στην Πόλη. Μετά τον ανέλαβαν επίσημα οι επίσημοι εκπρόσωποι του, οι σουλτάνοι μέχρι που παρέλαβαν την σκυτάλη οι Νεότουρκοι!
Η μεγάλη τραγωδία για τον ελληνισμό δεν ξεκίνησε εκείνες τις μέρες, αλλά από καιρό. Είχαν ήδη καταληφθεί πολλές περιοχές και είχαν ήδη αρχίσει από χρόνια πολλοί χριστιανοί να αυτομολούν στο αντίπαλο στρατόπεδο. Και, όπως, αναφέραμε πιο πάνω έφτασαν και ως πολιορκητές της Βασιλεύουσας, ακόμη και μέσα στο επιτελείο του Πολιορκητή!
Και μάλιστα ένας εξ αυτών, όπως αναφέρει ο Φραντζής, εξήγησε σ’ αυτόν τι σήμαινε το φως και η τελευταία ανάληψη του από την Κωνσταντινούπολη και τους Ρωμηούς.
Πράγματι το Φως της Βασιλεύουσας έσβησε; Φαινομενικά! Γιατί το πραγματικό Φως ήταν μέσα στις καρδιές και τις ψυχές των κληρονόμων όλης της αυτοκρατορίας. Σε όσους παρέμεναν Χριστιανοί και δεν τούρκευαν.
Και μάλιστα όταν τους έσφαζαν δημοσίως ως Νεομάρτυρες, όλοι έβλεπαν σε πολλούς ένας Φως να κατέρχεται πάνω και γύρω από τα ιερά τους λείψανα! Αυτό το έβλεπαν και οι Τούρκοι!
Και τότε να δείτε χαρά που έκαναν οι «γκιαούρηδες ραγιάδες» Ρωμηοί!
Ένιωθαν αμέσως πως η Πόλη και η Σαλονίκη και κάθε πόλη τους ουκ εάλω. Ζούσαν ξανά ελεύθεροι και προικισμένοι με εκείνο το άκτιστο φως που θερμαίνει και φωτίζει τις ψυχές και στα πιο πυκνά σκοτάδια.
Αυτό το Φως που τους κράτησε ζωντανούς και Χριστιανούς μέσα σε εκείνα τα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς και της βαρβαρότητας και δεν εξώμοσαν.
Όσο για το το φως που εμφανιζόταν εκείνες τις μέρες πάνω από την μαρτυρική Πόλη και αναλήφθηκε λίγο πριν την άλωση της κάποιοι σήμερα το θεωρούν ως φυσικό φαινόμενο. Πάντως ο Φραντζής δεν αναφέρει τίποτε για προηγούμενες ή μετέπειτα εμφανίσεις του…
Όπως και να έχει το σίγουρο είναι πως ένα άλλο Φως κράτησε τους Ρωμηούς Χριστιανούς, ακόμη και όταν τους έριχναν και τους ίδιους μέσα στην φωτιά και οι φλόγες τους ανάλωναν τις σάρκες! Μέσα τους όμως ένιωθαν και ελεύθεροι και ευτυχείς.
Έτσι, μ’ αυτές τις μαρτυρικές ελπίδες αναστήθηκε το γένος παρ’ όλες και τις λοιπές τραγωδίες που πέρασε και περνά (Πόντο, Σμύρνη, Κύπρο, Βόρειο Ήπειρο).
Όσο για την χαρμολύπη που μας διακατέχει σήμερα για την σύμπτωση της γιορτής της Αναλήψεως και της επετείου της πτώσης της Βασιλεύουσας καλό θα είναι να υπερισχύει η χαρά. Εκτός αν κάτι μας ανησυχεί για την σημερινή μας πορεία…
Το σίγουρο πάντως είναι να αναζητούμε εκείνο το Φως που δεν καίει, αλλά δροσίζει τις ψυχές μας και τη ζωή μας!
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.
Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ
