«Δεν φύτεψα εγώ τη σφαίρα! Αδέσποτη ήταν!»

Της Καρίνας Ιωαννίδου


– Μια ιστορία για την ευθύνη, την σιωπή και για μια επίμονη καρδιά που «άνθισε», σε «άνυδρη» εποχή-.

Σε μια συνηθισμένη γειτονιά επιβάλλονταν ασυνήθιστες απαγορεύσεις. Απαγορεύονταν οι κήποι κι οι φωλιές των πουλιών. Η αιτιολογία ήταν πως οι καρδιές των ανθρώπων μαλακώνουν από τα κελαηδίσματα και πως η φροντίδα των κήπων, τους κάνει ευαίσθητους, ονειροπόλους και, τελικά, ευάλωτους. Ήταν μια δυστοπική πραγματικότητα για το συναίσθημα. Το «σ’ αγαπώ» απαγορεύονταν με Νόμο. Η «ομορφιά» ήταν υπό δίωξη. Η ζωή εκεί κυλούσε σε λευκό εκράν σαν ταινία βωβού κινηματογράφου: χωρίς ήχο, χωρίς χρώμα, χωρίς καν υπότιτλους. Αν εξαιρέσει, ωστόσο, κανείς την καταστολή των συναισθημάτων, η ζωή κατά τα άλλα ήταν αδιατάρακτη και υπήρχε περίσσεια υλικών αγαθών.

Κάθε καρδιά εκπαιδεύονταν να είναι σκληρή. «Η καρδιά είναι για σφυγμό, όχι για χάδια», «Η καρδιά είναι τοποθετημένη στο στήθος για να δίνει παλμό κι όχι για να «χρησιμοποιείται» αλόγιστα και καταχρηστικά. Όσο πιο σκληρή η καρδιά, τόσο μεγαλύτερη η επιβίωση. Στη ζωή οι συναισθηματικές παρεκκλίσεις δημιουργούν αρρυθμίες. Κι αυτό δεν το θέλουμε! Να μην κοιτάτε, λοιπόν, πέρα απ’ το φράχτη της αυλής σας· τα «εκτός» θα σβήνονται αυτομάτως από τη μνήμη και από κάθε συνομιλία.».

Οι πολίτες εκπαιδευμένοι στην πειθαρχία ζούσαν προγραμματισμένοι και στοχοπροσηλωμένοι στην αποφυγή παθών και λαθών.

Τελικά, όλα είναι θέμα εκπαίδευσης…

Κανέναν δεν απασχολούσε αν οι ορίζοντές του έφταναν μέχρι την άκρη της μύτης του. Ούτε αν η καρδιά του χτυπούσε αυστηρά και προγραμματισμένα. Τους αρκούσε ότι είχαν εγγυήσεις προστασίας από έξωθεν κινδύνους και απειλές. Δεν ήθελαν καν να γνωρίζουν τι συνέβαινε απέναντι, στην ανατολική πλευρά της γειτονιάς τους.

Η γνώση είναι επικίνδυνο πράμα…

Αυτά δυτικά αλλά και ανατολικά τα πράγματα ήταν ασυνήθιστα περίεργα. Οι πολίτες εκεί εκπαιδεύονταν στην κουλτούρα της υποταγής, ζούσανε μέσα σε άκρα μυστικότητα και σιωπή… με διακοπή μόνον για προσευχή. Η προσευχή ξεκινούσε χαράματα κι επαναλαμβάνονταν δύο έως τρεις φορές την ημέρα. Τελευταία, όμως, η συχνότητα αυτή είχε αυξηθεί.

Φήμες κυκλοφορούσαν πως εκεί ζούσαν, μόνον άντρες και παιδιά, μαζί με αλλόκοτες φιγούρες που εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν, καλυμμένες με μακριά μαύρα πέπλα. Κανένας δεν είχε δει το πρόσωπό τους για να πει με σιγουριά αν όντως είχαν «πρόσωπο». Εκεί οι άνθρωποι ήταν, λέγανε, πιο σκούροι εξωτερικά και εσωτερικά επειδή οι μέρες τους ήταν μαύρες. Το μαύρο προκαλούσε αυθόρμητο φόβο καθώς για πολλούς θεωρούνταν συμφυές του δυσοίωνου, του άγνωστου, του επικίνδυνου. Ήταν μια γειτονιά γεμάτη «φωλιές» κακοποιών, λέγανε. Καθώς, ωστόσο, δεν υπήρχε καμία επικοινωνία μεταξύ δυτικής και ανατολικής πλευράς, οι πληροφορίες που έφταναν ήταν συγκεχυμένες και δεν επιβεβαιώνονταν.

Το βέβαιο ήταν πως τα δύο καθεστώτα δυτικά και ανατολικά, αν και κινούνταν σε παράλληλα σύμπαντα, «συμφωνούσανε» στο ότι ο «εχθρός» πρέπει να κατασταλεί πρώτα εντός της επικράτειάς τους και μετά να αντιμετωπιστεί ο έξωθεν κίνδυνος. Γιατί σε διαφορετική περίπτωση οι ίδιοι θα πέφτανε από το τεντωμένο σκοινί που ήδη ακροβατούσανε στο κενό. Κανένας δεν τολμούσε να τους φέρει αντίσταση παρά μόνον η Ελπίδα που επιχειρούσε που και που να «φτερουγίσει» αλλά πάντα ο Νόμος την προσγείωνε.

ΕΛΠΙΔΑ: Πολύ ησυχία επικρατεί…σαν να μην ανασαίνει τίποτα εδώ γύρω.

ΝΟΜΟΣ: Μη μου «ενοχλείς την ησυχία». Είναι ευαίσθητη. Και αναγκαία.

ΕΛΠΙΔΑ: Μα, τόση ησυχία είναι ανησυχητική. Χασμουριέμαι… Εσύ;

ΝΟΜΟΣ: Εγώ, δεν έχω «στόμα» για χασμουρητό. Ούτε ανάγκη.
Είμαι πλήρης έτσι.

ΕΛΠΙΔΑ: Πλήρης ή Νεκρός- σαν το γράμμα του Νόμου; Δεν αντέχω να στέκομαι ακίνητη. Να μην λαχταρώ, να μην πετώ…

ΝΟΜΟΣ: Σιωπή… Χωρίς σκαμπανεβάσματα, χωρίς όνειρα που γκρεμίζονται.

ΕΛΠΙΔΑ: Η σιωπή σου με παγώνει! Θα ανάψω μια σπίθα, μια σπίθα μόνον να «ζεσταθώ»…

ΝΟΜΟΣ: Μην τολμήσεις! Η σπίθα γίνεται φωτιά. Μπουρλότο θα γίνουμε. Η φωτιά φέρνει χάος. Το χάος… σαρώνει ό,τι με κόπο χτίστηκε. Η Ησυχία είναι Ειρήνη.

ΕΛΠΙΔΑ: Ειρήνη; Ή απλώς απουσία ζωής;

ΝΟΜΟΣ: Σκάσε, μη μας ταράζεις την ησυχία.

ΕΛΠΙΔΑ: Είσαι αναίσθητος. Δεν έχεις καμιά ελπίδα.

ΝΟΜΟΣ: Εσύ δεν έχεις καμιά ελπίδα εδώ στην επικράτεια του νόμου και της τάξης. Εδώ, εμείς, τις συναισθηματικές ανοησίες τις πνίγουμε…

ΕΛΠΙΔΑ: Άει πνίξου εσύ, Νόμε…

Την ώρα που ο Νόμος διαπληκτιζόταν με την Ελπίδα, έρχονταν στον κόσμο χωρίς φωνές, χωρίς χαρές, βουβά, ένα αγόρι. Καθώς τα χρόνια περνούσαν και το αγόρι μεγάλωνε σιωπηλά και αθόρυβα, την ησυχία στο σπίτι του διαδέχτηκε η αναστάτωση, η ταραχή, η σύγχυση. Το αγόρι είχε σταδιακά εμφανίσει ένα ελάττωμα -την αδυναμία να ενστερνιστεί το περιβάλλον του. Όση προσπάθεια κι αν κατέβαλαν οι γονείς του, εκείνο μεγαλώνοντας πλημμύριζε συναισθήματα και το πιο ακραίο ήταν ότι ένιωθε πάντα την ανάγκη να τα φανερώνει. Ήταν «απροσάρμοστο». Οι δικοί του, για να το προστατεύσουν, το κρατούσαν μακριά από τα μάτια και τα «στόματα» των άλλων. Το είχαν περιορίσει στη σοφίτα του σπιτιού. Μόνον ένας φεγγίτης φώτιζε το μικρό του δωμάτιο. Όμως, ο επαναστάτης αυτός νέος, κάτω από το φεγγίτη, έφτιαξε ένα ξύλινο παρτέρι από ένα χαλασμένο παιδικό παιχνίδι και, με ό,τι σπόρους έφερνε ο αέρας σύντομα δημιούργησε έναν κήπο. Κάθε μέρα άνοιγε το φεγγίτη να μπει φως και οξυγόνο ώσπου μια μέρα μπήκε στη σοφίτα του ένα αηδόνι κι έκτισε στον κήπο τη φωλιά του. Ήταν νέο και αθώο· αδιαφορούσε αν αυτές του οι πράξεις επέσυραν ποινή θανάτου.

Το παιδί και το αηδόνι, αψηφώντας το Νόμο, έγιναν φίλοι. Το αηδόνι κελαηδούσε σιγανά, μα τόσο μελωδικά που το παιδί μαγεύονταν από τον ήχο. Δεν είχε ποτέ ξανακούσει μελωδία. Το αηδόνι, όσο περνούσαν οι μέρες, κελαηδούσε όλο και περισσότερο και το παιδί σιγάσιγά έβρισκε λόγια που ταίριαζαν στη μουσική αυτή — λόγια που περιείχαν όλα τα «απαγορευμένα». Μικρές εξεγέρσεις — λέξεις, νότες, μικρές παραβάσεις, ήταν πια όλος του ο κόσμος.

Μια μέρα απ’ τον φεγγίτη, μαζί με αδέσποτους σπόρους, άρχισαν να φθάνουνε και τούφες από στιλπνά σκούρα μαλλιά. Το αγόρι παραξενεύτηκε. Δεν ήξερε πώς και γιατί, αλλά του άρεσαν· και τα κράτησε για να ζεσταίνουν τη φωλιά του αηδονιού τα παγωμένα χειμωνιάτικα βράδια. Συχνά, ρωτούσε το αηδόνι, που τα βράδια τριγυρνούσε ελεύθερο— αθέατο λόγω του μεγέθους του — κι άκουγε και έβλεπε, τι συνέβαινε στον «έξω» κόσμο. Εκείνο, μια μέρα του είπε πως στην απέναντι πλευρά τα μαύρα φαντάσματα «πέταξαν» τα πέπλα. Του είπε πως πίσω από τα πέπλα ζούσαν γυναίκες που είχαν πρόσωπο, ψυχή, καρδιά, όνομα· όντα απελπισμένα που τραβούσαν τα μαλλιά τους από τις ρίζες, τα ξερίζωναν κι όμως αυτό δεν τους πονούσε τόσο, επειδή άλλος πόνος ήταν αυτός που τις «σκότωνε». Άφηναν να «πετάξουν» ελεύθερα τα μαλλιά τους στον αέρα. Το ονόμαζαν «κραυγή», «εξέγερση» ενάντια σε ένα σύστημα απρόσωπο, κυνικό, εχθρικό προς τον άνθρωπο. Οι τούφες που έφταναν ως εκείνον σίγουρα ήταν κοριτσιού — στιλπνές, μεταξένιες, γεμάτες χάρη, στο χρώμα του κάστανου. Η καστανιά έχει φλούδα παχιά και ζουμερή· Λένε πως τα δέντρα κεντρίζονται και ημερώνονται — αλλά αυτές οι τούφες ήταν ηλεκτρισμένες κι ατίθασες. Ναι, ανήκαν σε νέα γυναίκα, σε κορίτσι. Ένιωσε μαζί με τον ακανόνιστο κτύπο της καρδιάς του να εισβάλλει μέσα του μια απέραντη τρυφερότητα…

Θαύμασε αυτό το γενναίο κορίτσι, μάζεψε στις παλάμες του τις τούφες του, τις φίλησε και με τα χείλη του, χωρίς φωνή, σχημάτισε τις λέξεις «σ’ αγαπώ». Πόσο ήθελε να δει το πρόσωπό της, να χαϊδέψει τα μαλλιά της, να γείρει και να αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της. Ήταν τόσο πονεμένη κι αυτή όσο κι αυτός; Ή μήπως πολύ περισσότερο;

Πόσο θα ζούσε, όμως, για να το δει αυτό να συμβαίνει; Είχε κήπο, φωλιά, όνειρα, μουσικές και τώρα «ξένη» αγαπημένη. Το ήξερε πως ήταν «μελλοθάνατος». Αλλά τα συναισθήματα που τον πλημμύριζαν φούντωναν πια σαν άγριο ποτάμι· τον κατέκλυζαν και δεν θα τα αντάλλαζε ούτε με τη ζωή του.

Ο χρόνος περνούσε όταν μια μέρα το αηδόνι του είπε πως αυτή την «εξέγερση» την κατέπνιξαν με «αντεπανάσταση» «φύλακες» της ηθικής, της τάξης και της πειθαρχίας· και πως τώρα, απέναντι, πάλι εμφανίστηκαν στους δρόμους μαύρες φιγούρες, φαντάσματα με μωρά στην αγκαλιά, που ψάχνουν στο σκοτάδι φως και ελπίδα. Έκλαψε εκείνη την ημέρα. Δεν υπάρχει ελπίδα ούτε από εδώ ούτε από εκεί, σκέφτηκε· αλλά μετά πάλι πίστεψε πως η αρχή είχε γίνει και πως κάποια μέρα τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Γι’ αυτό άλλωστε υπάρχει το αύριο…

Μετά άρχισε να σιγομουρμουρίζει το τραγούδι που σχεδίαζε στο μυαλό του εδώ και καιρό και έβαλε στόχο να περάσει το «φράκτη». Οι σκέψεις του έπαιρναν μορφή, οι στίχοι του πετούσαν ψηλά και πρόβαλαν σαν βέλη. Η ζωή του γέμιζε εικόνες ενός κόσμου όπου η καρδιά θα ήταν ελεύθερη· τόλμησε ένα όνειρο: να περάσει απέναντι, να βρει το κορίτσι, να δει το πρόσωπό του, να το αγγίξει.. μαζί να φύγουνε μακριά… να κτίσουνε «φωλιά» σε φιλόξενη γη…

Όμως, κάτι πολύ παράξενο άρχισε να συμβαίνει γιατί ξαφνικά άρχισε να ακούει χαμηλόφωνες φωνές να επαναλαμβάνουν, να ψιθυρίζουν το τραγούδι του. Η «επανάσταση» του άρχισε να μεταδίδεται; Ήταν ιδέα του ή είχε αρχίσει να τρελαίνεται; Οι φωνές, ωστόσο, μέρα με τη μέρα δυνάμωναν — από λυγμικές στην αρχή έγιναν πια κρυστάλλινες· οι στίχοι ακούγονταν πια στακάτοι, κοφτοί σαν δοξαριές βιρτουόζου βιολιστή…

Θα πετάξω μακριά να σε προφτάσω, ζωή,
δεν μου ξεφεύγεις…
Θα σε χουφτώσω να γευτώ το νέκταρ σου.
Θα πετάξω μακριά πάνω από δρόμους, Νόμους
Θα γκρεμίσω τοίχους χορταριασμένους με μίσος
και κάγκελα φτιαγμένα από εργολάβους…

Αυτές οι «αλήτικες» σκέψεις τον κρατούσαν ζεστό τις νύχτες. Σιωπηλός κοιτούσε το σκοτάδι να έρχεται καταπάνω του, λες για να τον καταπιεί — αλλά δεν φοβόταν πια· αντιστεκόταν. Μόλις ξαφνικά είδε ένα αστέρι να πέφτει, φώναξε: «Κάνω μια ευχή! Να περάσω απέναντι να συναντήσω το κορίτσι» είπε και αφού φίλησε τις κρυμμένες στις παλάμες του τούφες από τα μαλλιά της άνοιξε τον φεγγίτη και γλίστρησε έξω μαλακά -μην ακουστεί. Το αηδόνι, πέταξε ψηλά. Τον οδήγησε σε έναν μυστικό δρόμο που περνούσε κάτω από πυλώνες φωτισμού δρόμου. Οι λαμπτήρες τους ρίχνανε ένα υποκίτρινο στο χρώμα της ώχρας φως· θα διασχίζαν περάσματα όπου οι σκιές γίνονται θολές, αδιόρατες. Τη στιγμή που επιχειρούσε να περάσει τον «φράκτη» δεν κρατήθηκε και κραύγασε με όση δύναμη έκρυβε μέσα του «Ποιος φοβάται την ομορφ…»

Ένας ήχος σαν σφύριγμα ξέσκισε την απόκοσμη σιγή· μια λάμψη — και ένα τράνταγμα… Μια σφαίρα ήρθε και θρυμμάτισε την τελευταία του λέξη πριν αυτή ολοκληρωθεί. Μια σφαίρα «σταμάτησε» την αιφνίδια κι επικίνδυνη αυτή «εισβολή» αθωότητας. «Ομορφιά» ήταν μακράν η πιο απαγορευμένη λέξη από όλες!

Κανένας δεν πλησίασε. Μόνο το αηδόνι ήρθε, κάθισε στο μέτωπό του και κελάηδησε: «Κάθε κήπος, μια πράξη ευγενική. Κάθε τραγούδι, ένας σπόρος ελευθερίας». Ανατολικοί και δυτικοί άνεμοι σιώπησαν και δάκρυσαν κρυφά. Τα δάκρυα τους έφεραν βροχή, όμως, δεν ξέπλυναν την ντροπή.

Όταν μετά ερωτήθηκαν όλοι, από ανατολικά και από δυτικά, ποιος έκανε την αρχή με αυτή την πολεμική πράξη, έπεσε βαριά σιωπή. Και όταν η ερώτηση έγινε πιο προσωπική — «Ποιος έριξε τη σφαίρα;» — η απάντηση που ήρθε από όλους ήταν πανομοιότυπη: «Δεν φύτεψα εγώ τη σφαίρα! Αδέσποτη ήταν!»

Η φράση αυτή κυλούσε από στόμα σε στόμα ως αποποίηση της ντροπής. Η Ντροπή ντροπιασμένη έτρεξε να κρυφτεί. Πίσω της έτρεξε κι η Ελπίδα να την προφτάσει:

ΕΛΠΙΔΑ: Μη φεύγεις. Πού πας;…

ΝΤΡΟΠΗ: Θα κρυφτώ στη σκιά. Κάποτε ήμουν η συνείδηση, μα τώρα είμαι το βάρος της. Όταν ο κόσμος σωπαίνει, εγώ ουρλιάζω από μέσα. Δεν με ακούει κανείς… Ήμουν φωνή. Τώρα είμαι ψίθυρος.

ΕΛΠΙΔΑ: Κι όμως, σε ακούω. Μπορεί να είσαι ψίθυρος μα κι ο ψίθυρος αρχή φωνής είναι. Ακόμη και η πιο μικρή ρωγμή στη σιωπή, δείχνει πως κάτι ζει, κάτι ακόμα μπορεί να σωθεί…

ΝΤΡΟΠΗ: Και τι απομένει να σωθεί; Οι αθώοι δεν έχουν ζωή σε αυτές τις γειτονιές του κόσμου…

ΕΛΠΙΔΑ: Μην απελπίζεσαι… Ακόμα και μέσα σε έναν σπασμένο καθρέφτη, μπορείς ακόμη να δεις το φως ν΄ αντανακλά.

Ω, πόση ομορφιά χαρίζει ακόμη και μια ακτίδα φως…


Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ