Τα τελευταία χρόνια ο Ρ.Τ. Έρντογαν έχει επιδοθεί σε έναν αδυσώπητο αγώνα για την επικράτηση στην εσωτερική πολιτική σκηνή της Τουρκίας. Στόχος του είναι η αποδόμηση του κεμαλικού κράτους, το οποίο αντικαθίσταται σταδιακά με ένα νέο, ισλαμικών και οθωμανικών προτύπων. Ο εν λόγω στόχος υλοποιείται με ολοένα και πιο αυταρχικές πρακτικές και μεθόδους που παραβλέπουν τις βασικές αρχές και αξίες της δημοκρατίας και τις σχέσεις καλής γειτονίας.
Η διατήρηση στην εξουσία με προσφυγή σε αντιδημοκρατικές μεθόδους για τον έλεγχο της πολιτικής και κοινωνικής δράσης του Τούρκου πολίτη-υπηκόου απαιτεί την κινητοποίηση τεράστιων δυνάμεων και πόρων. Η δυσαρέσκεια για την καταναγκαστική αναμόρφωσης του τουρκικού πολιτικού συστήματος και τις καταπιεστικές πολιτικές του Έρντογαν, έχει εκφραστεί έμπρακτα τόσο από το κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (ΔΚΛ/HDP), το οποίο δεν φείδεται θυσιών προκειμένου να πετύχει τον εκδημοκρατισμό του πολιτικοκοινωνικού συστήματος -στόχος που αν ποτέ μπορούσε να επιτευχθεί θα παρείχε στην εν λόγω μειονότητα πολιτικές και πολιτισμικές ελευθερίες-, όσο και από μερίδα της τουρκικής κοινωνίας που πρόσκειται στον κεμαλικό-εθνικιστικό χώρο και η οποία καταψήφισε τον υποψήφιο του κυβερνώντος κόμματος «Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη» (ΚΔΑ/ΑΚΡ) για τον μητροπολιτικό Δήμο Κωνσταντινουπόλεως ακόμη και στις επαναληπτικές δημοτικές εκλογές του 2019.
Η ισλαμική διακυβέρνηση κινείται σε αυταρχικά και επικίνδυνα μονοπάτια. Οι απαρχές αυτής της πορείας εντοπίζονται στη στρατιωτική επέμβαση του 1980, η οποία υιοθέτησε τις παράνομες έως τότε αρχές της «Τουρκοισλαμικής Σύνθεσης», συμβάλλοντας στον εξισλαμισμό και στον υπερεθνικισμό της κοινωνίας.
Η αντιπαράθεση μεταξύ παρατάξεων με φαινομενικά ασυμβίβαστους ιδεολογικούς προσανατολισμούς, ωστόσο, δεν αποκλείει την ταύτιση απόψεων σε κρίσιμα ζητήματα που αφορούν τόσο την επιβίωση του τουρκικού κράτους όσο και την συγκέντρωση της εξουσίας σε λίγους. Έτσι η στάση και οι πολιτικές των δύο κύριων παρατάξεων του τουρκικού πολιτικού συστήματος, αφενός της ισλαμικής (ΚΔΑ), και αφετέρου της κεμαλικής-εθνικιστικής (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα – ΡΛΚ/CHP), εμφανίζουν αξιοπρόσεκτες και ανησυχητικές ομοιότητες που συχνά περνούν απαρατήρητες.
Σε θέματα που άπτονται του σεβασμού των δημοκρατικών αρχών και αξιών, η επομένη της 15ης Ιουλίου 2016 υπήρξε ορόσημο για τη διολίσθηση του συστήματος στον αυταρχισμό. Οι αυταρχικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν από την κυβερνώσα παράταξη έχαιραν της υποστήριξης της αξιωματικής αντιπολίτευσης με την πιο συμβολική κίνηση της συμμετοχής του ηγέτη του ΡΛΚ στο συλλαλητήριο της Βλάγκας (Yenikapı). Η μη αντίδραση στα βίαια και αντιδημοκρατικά μέτρα κατά της ηγεσίας και των στελεχών του κουρδικού ΔΚΛ από το ΡΛΚ επιβεβαιώνουν επίσης την συναντίληψη των δύο ηγεσιών για την περιφρούρηση του πολιτικού συστήματος από τη διείσδυση μη τουρκικών στοιχείων. Η σιωπή ή συγκατάθεση για ψηφοθηρικούς λόγους του ΡΛΚ στην καταστροφή ή στην αλλαγή καθεστώτος μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς (Αγία Σοφία, Hasankeyif), είναι ακόμη ένα στοιχείο που υποδηλώνει κοινή νοοτροπία. Μάλιστα η πρόσφατη ευνοϊκή στάση στην απόφαση για την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τέμενος, ακυρώνει τόσο την ιστορία όσο και τον κοσμικό χαρακτήρα του ΡΛΚ. Τέλος, η πρωτοπορία και η συγκατάθεση του ΡΛΚ στις επεκτατικές πολιτικές που ακολουθεί η Άγκυρα απέναντι στις γειτονικές χώρες, συμπληρώνουν την ανησυχητική αυτή εικόνα της πορείας του τουρκικού πολιτικού συστήματος.
Η αύξηση των λαϊκιστικών πολιτικών και της επιθετικότητας προς τα γειτονικά κράτη, φαίνεται μονόδρομος για τον Έρντογαν προκειμένου να αντιμετωπίσει την αμφισβήτηση της εξουσίας του στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Η στάση που τηρούν οι ισχυροί του διεθνούς συστήματος, αλλά και τα περιφερειακά κράτη, παίζει καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της αυταρχικής και επιθετικής πολιτικής της Τουρκίας. Η ιστορία διδάσκει ότι όσο πιο ήπια, ανεκτική και υποχωρητική η στάση απέναντι σε αυταρχικές και εχθρικές πολιτικές, τόσο περισσότερο ενισχύονται οι τάσεις αυταρχισμού στην εσωτερική πολιτική σκηνή και επιθετικότητας στη διεθνή. Για τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας απαιτείται αποφασιστικότερη πολιτική από τους διεθνείς δρώντες, καθότι οι εναπομείνασες προοδευτικές δυνάμεις απ’ ό,τι φαίνεται αδυνατούν να ανταπεξέλθουν.
Νικόλαος Ραπτόπουλος
Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα ΔΕΣ, Πανεπιστήμιο Πειραιώς