Γράφει η Καρίνα Ιωαννίδου
Μια ιστορία βγαλμένη μέσα από τις διηγήσεις της Κωνσταντινοπολίτισσας γιαγιάς μου, με αφορμή τα σημερινά γεγονότα.
– «Παιδί είσαι ή στουπί;»…
– «Παιδί, παιδί, κορίτσι»…
– «Κι από πού ‘θε έρχεσαι;»…
– «Απέ την Πόλη έρχομαι…»…
– «Φτου»! Φτύνει καταγής κι ύστερα τρίβει ένα σπίρτο στο πλάι του σπιρτόκουτου κι ανάβει τσιγάρο. Καμπυλώνει το χέρι του πάνω στο στόμα του και τραβάει μια ρουφηξιά προσπαθώντας την ίδια στιγμή να κουμαντάρει τον αέρα που λυσσομανάει. Ζέχνει, αυτός, σα χαλασμένο ψάρι, βρωμάω, εγώ, μπενζίνα κι αλκοόλη…
Μυρίσαμε ο ένας τον άλλον, όπως τα σκυλιά. Εκείνος, μύρισε το φόβο μέσα μου κι εγώ μύρισα την κακία του. Μια σπίθα μόνον αρκεί για να γενώ λαμπάδα σκέφτηκα…
Σπίθες φωτιάς με κυνηγούν από τότε πάντα και παντού…
«Ήρθαν οι τουρκόσποροι κουβάλησαν μαζί και τα σποράκια τους»… χλεύασε, και μετά… «Ψουνίσαμε από χέρι… Πώς σε λένε;» ρώτησε και μου φύσηξε τον καπνό απ’ το τσιγάρο μέσα στα μάτια…
– Με λένε Ρέα. Κι είμαι απέ την Πόλη…
Ταξίδεψα με το καράβι μέχρι τη Σαλονίκη, ως εμπόρευμα… Τον τρόμο και την προσφυγιά τα γνώρισα από τα γεννοφάσκια μου… Μνήμες άγριες συχνά-πυκνά μου στοιχειώνουν το νου, σμπαράλια κάνουν την ψυχή μου, την θρυμματίζουν σε κομματάκια, μικρά-μικρά και μετά όπως σε παιδικό παζλ, προσπαθώ, εγώ, να βάλω τα κομμάτια μου στη σωστή τους θέση μέχρι να φτιάξω την εικόνα… Δεν είναι κι εύκολο. Χρειάζεται υπομονή και χρόνος πολύς για τα να βάλεις δίπλα-δίπλα, να τα ταιριάξεις… Κι άντε και τα έβαλες… όταν αυτά μπερδευτούν πάλι, θέλει, φτου και από την αρχή προσπάθεια να ξαναφτιάξεις την ιστορία και πάει λέγοντας… Να ξαναφτιάξεις την Ιστορία, που κάποιοι, σε διατεταγμένη αποστολή, πάντα χαλάνε…
Με βάλανε σε ένα καράβι, οκτώ χρονών παιδάκι… Με πάστωσαν σε ένα άδειο βαρέλι κρασιού -ένα δοχείο που ίσα-ίσα χώραγα εκεί μέσα- από εκείνα που ‘ναι φτιαγμένα από κυρτές σανίδες στερεωμένες με ξύλινα στεφάνια και έχουνε δύο επίπεδους πυθμένες πάνω κάτω… Ανάσα έπαιρνα μόνον από τις χαραμάδες των μισοφαγωμένων από το σαράκι ξύλων… Σαράκι απ’ έξω μου ‘γδερνε την τρυφερή μου σάρκα, σαράκι από μέσα, μου ‘τρωγε τα σωθικά… Το παράπονο μου μεγάλο… Βουβός ο πόνος μου έκανε την καρδιά μου να χτυπάει τόσο δυνατά, σαν ρολόι τοίχου… τακ, τακ, τακ… Μετά βίας πάλευα να καταπνίξω τους λυγμούς μου… να μην ακουστώ στους απέξω… τους λυγμούς μου για την Πόλη που άφηνα, για την αθωότητα που αποχαιρετούσα, για τη ζωή μου που δεν θα ήταν ποτέ πια η ίδια… Άκουγα ακόμη τις καμπάνες της Αγιάς Σοφιάς να χτυπάνε πένθιμα. Χτυπούσαν κι ο ήχος τους έφτανε στα μηνίγγια μου σαν σφυριά. Πονούσα… Κάποτε μας βγάλανε από το καράβι και μας αφήσαν στο λιμάνι της Σαλονίκης… Κάθισα κάτω ένα κουβάρι μαζεμένη και περίμενα κάποιους άγνωστους συγγενείς να με παραλάβουνε… Περνούσε κόσμος και μας έβλεπε… «Προσφυγιά! προσφυγιά! Ξύνουντε σα λεπροί απ’ τις ψείρες» λέγανε και προσπερνούσανε…». Αμάν, ρεζιλίκι!
Ώρες-ώρες, τινάζομαι ακόμη στον ύπνο μου. Οσμίζομαι την πνιγηρή εκείνη μπόχα ανάκατη με ξυνίλα – προϊόν αποσύνθεσης, της γενικότερης αποσύνθεσης… Οσμή από σαπίλα… με τυλίγει από παντού. Αργότερα, έμαθα πως ίσα-ίσα πρόκανα να ξεφύγω από τον όλεθρο… γιατί την είχε δει ο πατέρας την καταστροφή να έρχεται… Και ήρθε η άτιμη, όπως όλα τα δεινά, στην ώρα της!
Έχασα τη φωτιά… μα μύρισα τον καπνό, τον ένοιωσα στο πετσί μου να καψαλίζει τα παιδικά μου όνειρα- που πέταξαν και φύγαν… αγγέλοι γίναν… και χάθηκαν μέσα σε έναν ουρανό πορφυρό, έναν ουρανό που έβρεχε αίμα…
Ρούφηξα μια γουλιά απ’ τον καφέ μου! Αχ, η ζωή είναι σαν το καφέ. Είτε τον πίνεις γλυκύ βραστό, είτε μέτριο, είτε σερμπέτι, είτε νέτο σκέτο με φυσαλίδες ή χωρίς, σε κάθε γουλιά μυρίζεις, γεύεσαι, νιώθεις, μετράς τις φουσκάλες της ζωής σου… Μετά γυρίζεις το φλυτζάνι ανάποδα για να διαβάζεις τα μελλούμενα… Αχ, να τη πάλι η σφυριά! Ακούω ξανά να κρουν οι καμπάνες της Αγιά Σοφιάς, κρουν μέσα στην καρδιά μου. Δεν θα σταματήσει ποτέ αυτό…
Φωτογραφίες: Γιώργος Χρυσοχοΐδης