Γράφει η Καρίνα Ιωαννίδου
Lock down σημαίνει εγκλεισμός! Στέλνω sms στο 13033 γράφω 6 για σωματική άσκηση. Παίρνω το οκ και ουφ ξελευτερία!
Σήμερα είναι μια δύσκολη αλλά πολλά υποσχόμενη ημέρα, το διαισθάνομαι… «Περπατάω εις το δάσος, όταν ο ιός δεν είν΄ εδώ / Τέρας, τέρας είσαι εδώ;». Περπατάω στη γλίτσα των μουχλιασμένων χόρτων, των κλαριών που «πέθαναν» νωρίς. Περπατάω απαλά. Μετακινούμαι αθόρυβα. Το κεφάλι μου, όπως του χαμαιλέοντα, δεν δέχεται την παραμικρή δόνηση που να προέρχεται από τις πατούσες μου. Περπατώ εις το δάσος κι ανυπομονώ να ακούσω τη φωνή της γιατί αυτό θα σημαίνει ότι βρίσκομαι στο σωστό δρόμο. Της φωνάζω συνωμοτικά: «Κούι κούι»… Μα εκείνη δε μ΄ ακούει. Και αν η γλαυξ δεν είναι εδώ; Της φωνάζω αλλά στο δάσος αντηχούν κι άλλες φωνές, τρομακτικές κι άλλες ανάσες, βρώμικες. Έχω στο on το βίντεο του κινητού μου κι είμαι έτοιμος να την καταγράψω.
Φοράω γιλέκο παραλλαγής, άρβυλα, τζόκεϊ πάνω στο οποίο έχω προσαρμόσει μπεκατσοφτερά, έχω χιαστί παγούρι και φαρέτρα με απολυμαντικά και την αναζητώ.
Έχω συντάξει ένα γλωσσάρι με τη γλώσσα των πουλιών κι έχω καταφέρει να μιμούμαι τις φωνές τους, ιδιαίτερα δε τη φωνή μιας συγκεκριμένης κουκουβάγιας. Έχουμε αναπτύξει κώδικα επικοινωνίας μεταξύ μας. Επικοινωνούμε αλλά ποτέ δεν ήρθαμε τετ α τετ. Τα πουλιά κι ειδικά οι κουκουβάγιες διατηρούν μία πανάρχαια μέθοδο επικοινωνίας. Μετά από μελέτες μηνών μπορώ με βεβαιότητα πια να πω ότι έχω συλλάβει την ουσία, το μυστικισμό, την πεμπτουσία της κωδικοποιημένης γλώσσας των πουλιών. Δεν ηχογραφώ απλά κελαϊδίσματα. Αποκαλύπτω με την έρευνά μου κενά μιας κοινωνίας πεζής που πάσχει από έλλειψη επικοινωνίας… που αναζητά την αρχή του κόσμου… κι η αρχή βρίσκεται εδώ… Αναζητώ την αρχή… και περιμένω μια απόδειξη που, όμως, δεν έρχεται…
Είναι απίστευτα γρήγορη και αθόρυβη… Την αγαπάω, κι αυτή πιστεύω. Τα πουλιά είναι γεμάτα συναισθήματα. Και τώρα ΝΑ την ακούω από μακριά !!! «Κου κου έλα άγκα και βάμου». Μεταφράζω αυτόματα. «Έλα, κι αγκάλιασε τη μοναξιά μου»… Ναι, το είπε καθαρά… Αρχίζω να φωνάζω, να κραυγάζω προς το μέρος της: «Φύλω κούι και κου κου σιά μου». «Σου φύλαξα λίγη απ’ τη ζεστασιά μου».
Της φωνάζω και τότε, ακούγεται ένας θόρυβος. Με πλησιάζει, σκέφτομαι. Μένω ακίνητος και περιμένω. Ακούγεται ένας πιο δυνατός θόρυβος σαν να λυγίζουν κλαδιά δένδρου. «Σαν να λύγισε η φυλλωσιά από το βάρος της» σκέφτομαι αλλά πάλι πόσο μπορεί να ζυγίζει; «Αν το φως είναι σαν την εσωτερική ενατένιση της φύσης, η βαρύτητα… θα πρέπει να είναι σαν την εξωτερική ενατένιση… αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και το βάρος του εγκεφάλου της; Μπορεί να ζυγίζει αρκετά. Γιατί βάλε ότι έχει μεγάλο κεφάλι, πρόσθεσε το φτέρωμα αλλά κυρίως τον εγκέφαλο…». Ακούγεται θόρυβος. Δεν χωράει αμφιβολία! Αυτή είναι!
Σηκώνω την κάμερα και τραβάω! Βλέπω κάτι λάμπει στο σκοτάδι. Αλλά, γιατί τα μάτια της είναι τόσο μεγάλα; Γελάω, μουδιασμένος. «Γλαυξ σημαίνει λαμπερή, αφού». Φοβάμαι λίγο. Δεν παύει να είναι αρπακτικό. Δεύτερες σκέψεις περνάνε από το μυαλό μου. Μήπως είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από κουκουβάγια;
«Σιγά μην είναι και Mothman» … Έλα, μωρέ! Δοξασίες!!! Υπάρχει, λένε, ένα παράξενο, φτερωτό πλάσμα, ένα πουλί γίγαντας που έχει εκπληκτική ομοιότητα με την κουκουβάγια. Μιμείται τη φωνή της για να ξεγελάει τους εχθρούς της κι έχει γκρίζο χρώμα, φτερά νυχτερίδας και κόκκινα λαμπερά μάτια στο ύψος της πλάτης! Καθώς διασκεδάζω τους φόβους μου ακούω έναν ήχο διαπεραστικό σαν τσιρίδα και αισθάνομαι κάτι να μου επιτίθεται… Το παράξενο αυτό πλάσμα προσγειώνεται πάνω μου με δύναμη. Αφήνει ένα «μηχανικό βουητό» σαν του ελικόπτερου. Ενώ, είμαι κάτω ανάσκελα, το πλάσμα κραυγάζει: «Κούι, κούι μα κανένας δεν μ΄ ακούει.»
Μετά την πρώτη τρομάρα αναγνωρίζω τη γειτόνισσα μου, την Ελένη. Έχω μήνες να τη συναντήσω. Φοράει φτερά πουλιού και μάσκα «ράμφος». Παύση. Νεκρική σιγή.
Της σιγοτραγουδάω «… Έλα και γλύτωσέ με, γλύτωσέ με / Πάρε με κι αγκάλιασέ με…». Κι η Ελένη μου απαντάει «… Η ζωή μου πια θλιβερό τοπίο / Μοιάζει η μοναξιά με φρενοκομείο…».