Γράφει η Καρίνα Ιωαννίδου
Βουλιάζω μέσα στην παλιά μου πολυθρόνα. Στο χέρι μου κρατάω ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Γέρνω το κεφάλι μου τέρμα πίσω. Μόνον τα μάτια μου «περιδιαβαίνουν» το «άπειρο» της οροφής. «Λέρωσε!» σκέφτομαι. «Να προτιμήσω το υδρόχρωμα; Λένε ότι έτσι αναπνέει καλύτερα το ταβάνι. Για εμάς δεν λένε τίποτα, ακόμα… Να του βάλω και ένα τόνο χρώμα! Να μην είναι ολόλευκο σαν νοσοκομείου»… Στο «λευκό κελί» η απομόνωση πολεμά το μυαλό και την ψυχή. Αναρωτιέμαι εάν την «επόμενη μέρα» θα είμαι ξανά «φυσιολογικός άνθρωπος». Αισθάνομαι δυνητικά «λεπρή» με όλους τους άλλους, επίσης «λεπρούς», μέσα και έξω από τη «φυλακή»… Πάσχω από το σύνδρομο του «Μπεν Χουρ»!
Είμαι βυθισμένη στις σκέψεις μου όταν ακούω απ΄ έξω να έρχεται μια μελωδία απόκοσμη. Σαν κάποιος να παίζει πιάνο. Αλλά, δεν έχουμε πιάνο στην οικοδομή! Ταράζομαι προς στιγμήν αλλά μετά από λίγο αφήνομαι να με συνεπάρει η μουσική. Κλείνω τα μάτια και με απαλές κινήσεις διευθύνω την αόρατη ορχήστρα χρησιμοποιώντας για μπαγκέτα το κολονάτο μου ποτήρι. Cheers! Το κουνάω δεξιά κι αριστερά, πάνω και κάτω και εντελώς πια στο mood πίνω που και που καμιά γουλιά… Κάθε γουλιά είναι και πιο αδύναμη γευστικά. Εγώ, σιχαίνομαι το νερωμένο κρασί. Επίσης, σιχαίνομαι να συγκινούμαι. Αλλά, δεν μπορώ να το ελέγξω… Τα δάκρυά μου πέφτουν ταπ ταπ μέσα στο ποτήρι και αραιώνουν το κρασί δραματικά. Το δωμάτιο είναι άδειο! Έξω σκοτείνιασε! Καθυστερώ να πέσω στο κρεβάτι γιατί δεν κοιμάμαι. Πληκτρολογώ: hashtag αυπνία «Μην ανησυχείτε θα στρώσει το ωράριο ύπνου σας στο στρατό!» με τρολάρει το pc μου!. Έλεος! Με Εκείνον χωρίσαμε πολύ άσχημα. Με άδειασε κατά τον χειρότερο τρόπο. Εύχομαι να έφυγε για τα καλά και να μην ακούσω το κλειδί στην πόρτα να γυρίζει. Εξάλλου, άλλαξα κλειδαριά πριν αλλάξει ο χρόνος… Ξεσπάω σε λυγμούς! Κλαίω γοερά μετά από καιρό… Δεν κλαίω που έφυγε. Κλαίω μην γυρίσει πίσω…
Ξαφνικά ακούω να χτυπάει η πόρτα! Τρομάζω αλλά δεν βγάζω γκιχ! Παραμένω ακίνητη, σιωπηλή. Συχνά, ακούω ήχους χωρίς όμως να είναι πραγματικοί. Ωστόσο, ντουπ, ντουπ, τα χτυπήματα επιμένουν. Αλαφροπατώντας φτάνω ως την εξώπορτα. Φωνάζω διστακτικά «Ποιος;»… Δεν ακούω τίποτα… Παύση… Μετά μια μπάσα, αρρενωπή φωνή με ρωτάει: «Είστε καλά;»… «Ποιος είστε;» τον ρωτάω. «Ο νέος σας γείτονας» μου απαντάει «Μόλις μετακόμισα. Άκουσα κλάματα από τη μεσοτοιχία και σκέφτηκα να ρωτήσω αν είστε καλά»… Από τη ελκυστική χροιά της φωνής του και μόνον φαντασιώνομαι την εξωτερική του εμφάνιση. Η περιέργεια ξεπερνά το φόβο. Ρίχνω μια βιαστική ματιά στον καθρέφτη, φτιάχνω όπως όπως με τα δάκτυλα το μαλλιά, βάζω την προσωπίδα μου και… ναι, του ανοίγω. Βλέπω μπροστά μου έναν νέο άντρα με ωραία σωματική διάπλαση. Φοράει μάσκα προστασίας με μοτίβα militaire. «Πλακώσαν και τα στρατά;» αναρωτιέμαι… Αυτός, με κοιτάζει επίμονα. «Ωραία μάτια!»… Πριν προφτάσω να αρθρώσω λέξη ο άντρας εισβάλει στο σπίτι. Οπισθοχωρώ έκπληκτη φωνάζοντας: «Πως μπαίνετε έτσι μέσα στο σπίτι μου;» Αλλά, εκείνος με καθησυχάζει λέγοντας: «Δεν ήρθα αυτόκλητος, εσείς με καλέσατε». Τον κοιτάζω με απορία «Εγώ, εγώ… πως θα μπορούσα;». «Κι όμως με καλέσατε. Ευχηθήκατε να έρθω με το νέο χρόνο και να αλλάξω τα πράγματα». «Τι λέτε; Ποιος είστε;». «Με λένε Χρόνη, και εσάς Ζωή!» μου απαντάει. Ξαφνιάζομαι! Έκανε την έρευνά του για μένα που πάει να πει ότι: είτε ενδιαφέρεται είτε είναι κάποιος ψυχάκιας! Αλλά, είναι τόσο γλυκός που με κάνει να νιώθω μία ανεξήγητη έλξη. Ένα αίσθημα εμπιστοσύνης, οικειότητας, ζεστασιάς με πλημμυρίζει. Έχω μία απροσδιόριστη αίσθηση ότι κάτι όμορφο ξεκινάει… Πείτε με ηλίθια, αθώα, αθεράπευτα ρομαντική αλλά συνεχίζω να πιστεύω στο «φως» των ανθρώπων. Σαν να διάβασε τη σκέψη μου και συμπληρώνει: «Το φως μπορεί να μπει ακόμα και μέσα από τις «ρωγμές» μας»… Με πλησιάζει επικίνδυνα. «Με τρομάζετε λίγο» του λέω και οπισθοχωρώ. Βλέπω τις κόρες των ματιών του να διαστέλλονται, τα φρύδια του να ανασηκώνονται. Κάτω από τη μάσκα νιώθω τα ρουθούνια του να ανοιγοκλείνουν, τα χείλη του να μην ακουμπούν εντελώς μεταξύ τους. Χαμηλώνει τον τόνο της φωνής του και μου λέει τρυφερά «Με φοβάστε, Ζωή; Δεν θα έπρεπε…». Είναι ξεκάθαρα τα σημάδια ότι ενδιαφέρεται. Παίρνω ένα καθαρό ποτήρι, βάζω κρασί και του το προσφέρω. «Ας πιούμε, λοιπόν, κι ας ευχηθούμε να είναι καλότυχη η νέα χρονιά!». Ουπς, τεχνικό πρόβλημα! Πώς να πιούμε κρασί φορώντας τις μάσκες; Αμηχανία! Γελάμε! Ακροβολιζόμαστε στις δύο γωνίες του δωματίου, βγάζουμε τις μάσκες, σηκώνουμε ψηλά τα ποτήρια και Cheers! Τον βλέπω full face. Είναι τόσο όμορφος όσο κι ο νέος χρόνος που μόλις πέρασε το κατώφλι… Ξαναβάζουμε τις μάσκες… Θα μπορέσουμε να αγκαλιαστούμε και να φιληθούμε φέτος; σκέφτομαι…
Η Καρίνα Ιωαννίδου είναι θεατρική συγγραφέας, εργάζεται στο τμήμα Δημοσίων Σχέσεων του ΚΘΒΕ και είναι ιδρυτικό μέλος του «Θέατρο Φλέμινγκ»