Γράφει ο Δημήτρης Παρούσης
Πέρασαν δεκατέσσερα χρόνια για να ζήσω έναν χειμώνα. Περίμενα να φυσήξει βοριάς για να ζεσταθώ. Πήγα στο ραντεβού με την ευτυχία, χωρίς ρολόι…
Αναπολώ τη στιγμή που ήμουν στον παγετώνα Perito Moreno, στην Αργεντινή. Έκανε ζέστη παρόλο που καθόμουν σε έναν τεράστιο τιρκουάζ πάγο που σχηματίστηκε με υπομονή αιώνων από τα χιόνια στις κορυφές των Άνδεων. Ήπια ένα ουίσκι με πάγο χιλίων χρόνων.
Ήμουν άνεργος, άφραγκος, ανασφάλιστος, σχεδόν σαραντάρης, στη μέση του πουθενά, στην άλλη άκρη του κόσμου. Ήμουν όμως ευτυχισμένος. Όχι γιατί είχα δραπετεύσει από όσα θα μπορούσαν να με είχαν στοιχειώσει. Απλά γιατί ζούσα το όνειρό μου.
Η ευτυχία δεν έχει χρόνους, παρελθόν η μέλλον, ούτε εξαρτάται από την ύλη. Η ευτυχία, όπως λέει και ο Καζαντζάκης «κρατάει μια στιγμή, κι έτσι πρέπει». Η ευτυχία γίνεται αισθητή σε αυτά τα ένα, δύο, τρία, … δεκατρία δευτερόλεπτα που δείχνουν το παρόν. Εμφανίζεται στο τώρα. Άντε και όταν στεγνώσει, η σκόνη της σαν τριμμένο πιπέρι, να δίνει ένα άρωμα στις θύμησες και τη νοσταλγία.
Δε θυμάμαι πόσες φορές έκλαψα σε αυτή την περιπλάνηση στον κόσμο ως godimitris. Έμαθα ότι η ψυχή εκφράζεται με το να σου δαγκώνει την καρδιά και με λυγμούς να σε κάνει να κλαις, όταν πονά. Κι όταν είναι ευτυχισμένη να σε κάνει να χύνονται δάκρυα από τα μάτια σου, σαν οργασμός.
Είχα γυρίσει την πλάτη μου στα ταραγμένα στενά του Μαγγελάνου, κοίταζα από την άκρη ενός λόφου το βορρά, ο μόνος τρόπος να με φυσήξει ζεστός αέρας. Τα μάτια μου βουρκωμένα, με το ζόρι διέκρινα το τέλος των βουνοκορφών των Άνδεων που έσβηναν πια στο δρόμο για την Ανταρκτική. Από την υπερβολική ευτυχία η ψυχή μου εκφραζόταν.
Η ευτυχία λάμπει σε κάτι στιγμές του χρόνου, χαμένη σε λεπτά και 24ωρα. Είναι σαν το διαμάντι σκεπασμένο από τόνους χώματος. Είναι σαν το πλαγκτόν που λαμπυρίζει στα νερά της θάλασσας όταν έχει φεγγάρι.
Πρέπει να ξεκουρδίσεις ρολόγια, να χάνουν δευτερόλεπτα, να ανατρέψεις εποχές.
Γιόρτασα τα γενέθλια μου το πρωί της 6ης Οκτωβρίου στη Νέα Ορεστιάδα με την οικογένειά μου, το μεσημέρι έκοβα την τούρτα με τους φίλους μου στην Αθήνα. Λίγο μετά το απόγευμα, στο Άμστερνταμ, στη γενέτειρα χώρα μου, ένας παιδικός φίλος με κερνούσε φλαμανδικές πατάτες. Μετά 16 ώρες βρέθηκα να ξανακόβω τούρτα στη Λίμα του Περού.
Ήταν ακόμα 6 Οκτωβρίου. Κατάφερα να ξεχειλώσω το χρόνο και μια μέρα κράτησε 32 ώρες. Κάπου εκεί στα… ανυπολόγιστα δευτερόλεπτα πάνω από τον Ατλαντικό, συγχρονίστηκα με την ευτυχία.
Στην Κεντρική Αμερική περιφερόμουν από χωριό σε χωριό. Από την εντυπωσιακή Γουατεμάλα στη σκληρή Ονδούρα. Ακολουθώντας τα χνάρια των Μάγια, συζητώντας με τους Σαντινίστας στη Νικαράγουα, διασχίζοντας τις ζούγκλες της Κόστα Ρίκα, φτάνοντας στο κανάλι του Παναμά… Νόμιζα ότι όλο αυτό κράτησε ένα καλοκαίρι. Δεν είχα ρολόι, ούτε κινητό. Περίμενα απλά να σταματήσω όταν θα ερχόταν χειμώνας. Στην Κεντρική Αμερική όμως δεν υπάρχουν εποχές. Το καλοκαίρι έχει συμμαχήσει με την άνοιξη και το φθινόπωρο. Ο χειμώνας εξορίστηκε και εγώ ξεγελάστηκα. Με είχε μεθύσει η ευτυχία. Έπρεπε να μου υπενθυμίσει η μάνα μου, ότι είχα ήδη περάσει χρόνια σε αυτό το μικρό κομμάτι γης.
Εκεί ήταν που συνειδητοποίησα ότι κατάφερα μέχρι τότε να αδρανοποιήσω ώρες, να ακυρώσω εποχές, να δημιουργήσω μια δική μου σκουληκότρυπα στο χρόνο, με εξόδους διαφυγής την ευτυχία.
Φέτος, ο Covid, με έφερε πάλι στο χειμώνα. Μετά δεκατέσσερα χρόνια.
Η σκουληκότρυπά μου σα να με έφτυσε ξανά στην ελληνική πραγματικότητα.
Με πέταξε σε εκείνη τη χειμωνιάτικη μέρα, πριν τριάντα χρόνια, δίπλα στην «τρύπα του Κούβελα», τότε που θα έκαναν το μετρό. Θυμάμαι, καθόμουν με πλάτη τη στάση Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και κοίταζα την ορθογώνια παραλληλόγραμμη τάφρο. Ήμουν ευτυχισμένος εκείνη τη στιγμή γιατί ξεκινούσα όπως κάθε νέος να κατακτήσω τον κόσμο. Με τα μάτια μου βουρκωμένα, με το ζόρι διέκρινα την απέναντι πινακίδα που έλεγε: «Το έργο του Μετρό χρηματοδοτείται από το Ράδιο FM100».
Τριάντα χρόνια μετά δεν υπάρχει αυτή η πινακίδα, αλλά ούτε και το Μετρό. Η στάση Διεθνής Έκθεση είναι εκεί και περνούν τα ίδια λεωφορεία, απλά είναι γερασμένα και οι επιβάτες ταλαιπωρημένοι.
Στη στάση αυτή συνειδητοποίησα ότι στην Ελλάδα, μπορεί να εναλλάσσονται οι εποχές, αλλά ο χρόνος έχει το δικό του αργό ρυθμό, με την ευτυχία, κάπου εκεί, μπλοκαρισμένη στα γρανάζια του…