Γράφει η Καρίνα Ιωαννίδου
«Κούνα το παιδί να κοιμηθεί» έλεγε ο παππούς στη γιαγιά… Κι εκείνη δώστου και με κούναγε. Αλλά, ενώ η γιαγιά έκανε μπράτσα από το πολύ το «κούνα, κούνα», εγώ, έβγαζα κάλους στις φωνητικές χορδές από τις τσιρίδες… Αντιδρούσα! Όχι, δεν ήθελα να κοιμάμαι. Ήθελα να είμαι ξυπνητή για να μπορώ να κοιτάω, να ακούω, να νιώθω… Εκείνη, όμως, δεν το έβαζε κάτω. Συνέχιζε τη μέθοδο «κούνια μπέλα». Ήταν «μανούλα» στην τέχνη της αγάπης και της αυταπάρνησης. Με νανούριζε με ένα παλιό γαλλικό τραγουδάκι που είχε μάθει στο σχολείο, στις «καλογριές»: «Frère Jacques/ Frère Jacques/ Dormez-vous/ Dormez-vous/ Sonnez les matines/ Sonnez les matines/ Ding, dang, dong/ Ding, dang, dong…» Αλλά, αυτό το ντιν, νταν, ντονγκ αντί να με κοιμίζει λες και ταρακουνούσε κάτι μέσα μου και σιγά σιγά μαζί με το σώμα μου άρχισε να «κουνιέται» και η ψυχή μου… Γιατί στο μυαλό μου έφερναν κάτι το επαναστατικό αυτοί οι στίχοι: «Αδερφέ Ζακ, Αδερφέ Ζακ, κοιμάστε; Κοιμάστε; Χτυπούν οι πρωινές καμπάνες, ξυπνήστε, ξυπνήστε!». Πίστευα ότι δεν αφορούσαν κανέναν «Αδελφό Ζακ» αλλά εμένα προσωπικά. Ένιωθα ότι κρύβανε κάποιο μήνυμα που έπρεπε σύντομα να αποκωδικοποιήσω…
«Γεννήθηκε με επτά μαύρα στίγματα στην πλάτη. Σημάδι πως εξ υπαρχής γεννήθηκε με μειονέκτημα», κρυφάκουγα, να λένε μέσα στο σπίτι. Τότε, θύμωνα και ανταπαντούσα: «Μπορεί να έχω βαρίδια στην πλάτη αλλά αυτό μου δίνει και πλεονέκτημα: Καλή ισορροπία και ζύγι». «Μη θυμώνεις» μου έλεγε η γιαγιά «Κράτα χαμηλούς τόνους και πρόσεχε, πρόσεχε το «Χειμώνα», γιατί η «Άνοιξη» δεν είναι στις προδιαγραφές σου!». Αλλά, εμένα το απαγορευτικό «μη» καθόλου δεν μου ταίριαζε. Και μπορεί να φοβόμουνα λιγάκι αλλά έλεγα: «Θα πολεμήσω με γενναιότητα τους φόβους μου και θα κινήσω μια μέρα να πάω να βρω τη δική μου Άνοιξη…
Έτσι, ένα πρωινό, μετά το «μπονζούρ», είπα στη γιαγιά μου, «βουρ φεύγω, να πάω να βρω τη Άνοιξη». Εκείνη, αιφνιδιάστηκε, κάτι πήγε να μου πει που το έπνιξε, όμως, ένας λυγμός. Μετά σιωπηλά σήκωσε τα δάκτυλά της, έκανε το σημείο του σταυρού επάνω στο κεφάλι μου, μου έδωσε το κασκόλ μου με τα ανθάκια που η ίδια μου είχε πλέξει. Μετά, άνοιξε ένα συρτάρι, έβγαλε από μέσα το βρεφικό μου ζιπουνάκι, το μύρισε και το έκρυψε στον κόρφο της, στο μέρος της καρδιάς: «Να πας στο καλό!» με αποχαιρέτησε και μετά κοιτάζοντας προς τον ουρανό ψέλλισε «Εύχομαι, να τη μεγάλωσα καλά…»
Τύλιξα γύρω από το λαιμό μου το κασκόλ μου. «Αν και δεν ξέρω από που και πως να αρχίσω θα ακολουθήσω το ένστικτό μου» είπα και ξεκίνησα το ταξίδι μου χωρίς σχέδιο… με χιονιά βαρύ και ανέμους θυελλώδεις. Στο καιρικό αυτό φαινόμενο είχαν δώσει το όνομα «Οφηλία». Μου άρεσε αυτό το όνομα και το υιοθέτησα. Σηματοδοτούσε τη νέα μου αρχή. Περπατούσα. Μπροστά μου απλώνονταν το παγωμένο δάσος. Το τοπίο έμοιαζε τρομακτικό, εφιαλτικό. Τότε, ήταν που ακούστηκε ένας ήχος κροταλιστός και στη συνέχεια εμφανίστηκε μπροστά μου ένα πράσινο τέρας. Είχε παχύ και πλατύ σώμα με μεγάλο κεφάλι, δύο κεραίες και τρομακτικά σαγόνια. Τα μπροστινά του πόδια ήταν μικρότερα από τα πίσω. Έκανε τεράστια άλματα και όταν σταματούσε έτριβε τα φτερά του προξενώντας έναν ήχο ανατριχιαστικό. Οπισθοχώρησα αλλά εκείνο με πλησίασε και μου απευθύνθηκε με πρωτάκουστη αναίδεια.
Α- Για πού το έβαλες μικρό κι ανόητο σαμιαμίδι; Τι παράξενη στολή φοράς! Πως σε λένε; Και από πού μας έρχεσαι;
Π- Δεν είναι στολή! Είναι πανοπλία! Μη με πλησιάζεις!
Α- Καλέ, τι κλόουν είσαι εσύ!
Π- Δεν είμαι κλόουν. Είμαι πασχαλίτσα!
Α- Εσύ μας έλειπες! Δεν υπάρχει τίποτα εδώ για σένα. Ό,τι τρώγεται το έφαγα κι ό,τι χυμός υπήρχε τον στράγγισα…
Π- Γιατί πηδάς από το ένα θέμα στο άλλο;
Α- Είμαι Ακρίδα, αφού! Εσύ; Πώς από τα μέρη μας;
Π- Ήρθα να βρω την Άνοιξη…
Α- Χα, χα, πλάκα έχεις! Πρόσεχε μην σε πάρει το φύσημα του ανέμου. Γιατί, δεν είναι μόνον ότι δεν έχεις μεγάλο βάρος είναι ότι και οι σκέψεις σου είναι «ελαφριές»… Έχεις μεγάλο θράσος για πλάσμα του ενός εκατοστού. Πάρε δρόμο τώρα…
Π- Εσύ, να πάρεις δρόμο.
Α- Πώς σε λένε για να σε σημειώσω στα «μαύρα κατάστιχά» μου;
Π- Οφηλία.
Α- Χα, χα, πόσο ατυχές! Γιατί ποιο το όφελος να σε λεν Οφηλία όταν δεν μπορείς να ωφεληθείς;
Π- Γεννήθηκα μόνον για να ωφελώ.
Έτρεμε το φυλλοκάρδι μου αλλά φαίνεται πως μίλησα με τόση αποφασιστικότητα που εκείνη με κοίταξε αλλήθωρα, έτριψε τα φτερά της και σιώπησε. Έφυγα αφήνοντας πίσω μου αποσβολωμένη την ακρίδα να με κοιτάζει και μπήκα πιο βαθιά μέσα στο παγωμένο δάσος.
Σκαρφάλωνα πάνω σε πέτρες και ξερόκλαδα, έκανα τσουλήθρα πάνω σε πεθαμένα πέταλα, όμως, δεν σταματούσα να χαιρετάω, να τραγουδάω, να γιορτάζω κάθε υποψία ζωής… Δεν είχα γνώση ούτε εμπειρία. Με καθοδηγούσε το ένστικτό μου. Αναρωτιόμουνα πώς βλάστησαν; πώς θάφτηκαν; Πως θα ΄ναι τάχα η Άνοιξη; Δεν είχα εικόνα της! Φέτος γεννήθηκα! Περπατούσα. Μέρες; Μήνες; Κάποτε, κάθισα κάτω αποκαμωμένη κι άρχισα να «κουνιέμαι» νευρικά μέχρι που ένιωσα να «κουνιέται» η ψυχή μου και να «ξυπνάει». Από μακριά είδα μια κίτρινη πασχαλίτσα να έρχεται. «Ε!» της φώναξα χαρούμενη «Με λένε Οφηλία! Εσένα;» τη ρώτησα. «Φουτούραμα» μου απάντησε και καθώς είδε την απορία να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό μου συνέχισε: «Στα Ιαπωνικά «φουτούραμα» κατά λέξη σημαίνει «κουνώ την ψυχή μου». «Περίεργο» της απάντησα και εγώ έχω συχνά την αίσθηση ότι «κουνώ» η ψυχή μου» και όταν αυτό μου συμβαίνει γεμίζω από ενέργεια και θετική σκέψη. «Μήπως, ξέρεις που ζει η Άνοιξη;» τη ρώτησα «Ψάξε την Άνοιξη μέσα σου» μου απάντησε «Ωωωω, τι όμορφο κασκόλ φοράς!». «Ναι, είναι το φυλακτό μου!», είπα και το έβγαλα από τους ώμους, το κράτησα στα χέρια μου, κοίταξα τα κεντημένα λουλουδάκια πάνω του. Σκεφτόμουνα με συγκίνηση πως αυτό το κασκόλ ήταν πλεγμένο από τα χέρια της γιαγιάς μου. Ένα δάκρυ γλίστρησε από τα μάτια μου, κύλησε πάνω στα χειροποίητα ανθάκια και αυτά ξαφνικά ζωντάνεψαν και ένα σκηνικό Άνοιξης δημιουργήθηκε γύρω μου. «Ωωωω, να! Μόλις δημιούργησες τη δική σου Άνοιξη!» είπε η Φουτούραμα. Τώρα, θα πρέπει να «φρουρείς» τα άνθη της από τις «μελίγκρες» και να μοιράζεσαι την ομορφιά της με όσους μπορούν να την καταλάβουν. Ένιωσα ευτυχία να με πλημμυρίζει. Σήκωσα τα μάτια μου στο ουρανό «Ευχαριστώ, γιαγιά» είπα και τότε άκουσα ένα αδύναμο τρίξιμο κλαδιού σαν να το κουνούσε ελαφρά ο αέρας, ενώ, θα ορκιζόμουνα πως σήμερα επικρατούσε απόλυτη άπνοια.