Γράφει ο Βασίλης Γεωργιάδης*
Η αύξηση του ρυθμού εμβολιασμών και επίτευξη των σχετικών στόχων, δημιουργεί μετά από σειρά μηνών κλίμα αισιοδοξίας στη χώρα και σηματοδοτεί επίσημα την έναρξη του διαλόγου και της προετοιμασίας για την επόμενη μέρα. Στην κατεύθυνση αυτή καταλυτικός θα είναι ο ρόλος του Ταμείου Ανάκαμψης, τόσο για την επούλωση των πληγών που αφήνει πίσω της η πανδημία στο σώμα της ελληνικής οικονομίας, όσο και για την κατεύθυνση που θα πάρει η χώρα και ο παραγωγικός της ιστός τη δεκαετία που διανύουμε.
Η προεργασία φυσικά για τη δημιουργία του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης ξεκίνησε πολύ νωρίτερα από το οικονομικό επιτελείο, από το καλοκαίρι του 2020, και έχει φτάσει σε σημεία πρωτοφανή για ελληνικά και όχι μόνο δεδομένα, κάτι που έχει αναγνωριστεί και από αξιωματούχους της ΕΕ. Στόχος είναι άλλωστε πέρα από τα 32 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης που αναλογούν στη χώρα μας, να κινητοποιηθούν επιπρόσθετα 25 δισ. από ιδιωτικά κεφάλαια αθροίζοντας συνολικά 57 δις, δημιουργώντας 200.000 περίπου μόνιμες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Με βάση μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας μάλιστα, εκτιμάται ότι η ορθή αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης θα οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε επίπεδα 2009, πριν την περίοδο δηλαδή των μνημονίων και την κρίση χρέους. Μεγάλο στοίχημα αποτελεί η χώρα μέσα από το Ταμείο Ανάκαμψης να αλλάξει παραγωγικό μοντέλο, να αφήσει πίσω της την περίοδο της οικονομικής κρίσης και να γίνει ξανά ανταγωνιστική σε επίπεδο Ευρωζώνης.
Οι πόροι του Ταμείου έχουν συγκεκριμένη στόχευση όσον αφορά τα έργα και τις δράσεις που μπορούν να χρηματοδοτηθούν. Πιο συγκεκριμένα, το 37% των πόρων πρέπει να κατευθυνθεί στην πράσινη οικονομία και βιώσιμη ανάπτυξη και τουλάχιστον το 20% στον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους. Πρόκειται για έργα και δράσεις τα οποία θα βελτιώσουν το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της ελληνικής οικονομίας, θα αναβαθμίσουν την ποιότητα ζωής του κάθε πολίτη και θα τονώσουν την επιχειρηματικότητα. Προγράμματα όπως το «εξοικονομώ επιχειρώντας» (πρόκειται για αντίστοιχη δράση με το «εξοικονομώ αυτονομώ» αλλά για εμπορικά καταστήματα) θα βελτιώσουν την ενεργειακή αποδοτικότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με προφανές οικονομικό όφελος για τους επιχειρηματίες. Οι δράσεις ψηφιακής μετάβασης θα καταστήσουν επίσης τις ελληνικές επιχειρήσεις περισσότερο ανταγωνιστικές, καθώς θα επιτευχθεί μείωση της γραφειοκρατίας και ευκολότερη – αμεσότερη πρόσβαση στις υπηρεσίες του κράτους.
Το Ταμείο Ανάκαμψης ωστόσο παρουσιάζει και ιδιαίτερες προκλήσεις, οι οποίες θα πρέπει να αντιμετωπιστούν και να ξεπεραστούν. Το πρώτο στοίχημα αφορά την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων, έτσι ώστε να μεγιστοποιηθεί η ωφέλεια των 32 δισ. ευρώ που προέρχονται άμεσα από το Ταμείο. Σε δεύτερο χρόνο η κυβέρνηση πρέπει να «τρέξει» επιτυχώς όλες τις ενδιάμεσες αξιολογήσεις και να επιτύχει τους επιμέρους στόχους, για να μπορέσει να «ξεκλειδώσει» το σύνολο των διαθέσιμων κονδυλίων. Είναι τέτοια η φύση του Ταμείου ως έκτακτου χρηματοδοτικού εργαλείου, που δεν επιτρέπει την ανάκτηση πόρων εκ των υστέρων. Αυτό σημαίνει ότι η βασική στόχευση της ελληνικής πλευράς πρέπει να αποσκοπεί στην απορρόφηση μέχρι και του τελευταίου ευρώ από τα διαθέσιμα 32 δισ.
Σε κάθε περίπτωση, επιβεβαιώνεται για μια ακόμα φορά στρατηγικά η επιλογή της Ελλάδας να πορεύεται ενταγμένη στο σκληρό πυρήνα της ευρωπαϊκής οικογένειας. Το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί για την επιβαρυμένη, τρωτή ελληνική οικονομία μια ευκαιρία που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να πάει χαμένη. Απαιτείται, λοιπόν, από εδώ και πέρα σκληρή δουλειά από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, έτσι ώστε να αξιοποιηθεί μέχρι και το τελευταίο ευρώ από τους διαθέσιμους πόρους και να επιτευχθεί μακροπρόθεσμα η πολυπόθητη αλλαγή παραγωγικού μοντέλου, που η Ελλάδα τόσο χρειάζεται.