Γράφει ο Στέργιος Μήτας
Από την εξέγερση του 1843 για τη διεκδίκηση συντάγματος, την εδραίωση καθολικής ψηφοφορίας (για άρρενες) το 1864, έως την αρχή της δεδηλωμένης του 1875, και μέχρι ακόμη-ακόμη τη δύσκολη συμβίωση που είχαν οι ελληνικοί συνταγματικοί θεσμοί για έναν περίπου αιώνα με τη βασιλεία. Η συνταγματική φλόγα του 1821 κρατήθηκε αναμμένη, περιμένοντας να πυροδοτήσει στον καιρό τους νέες εξελίξεις.
Ένα σύνταγμα δεν είναι μόνο το κείμενό του. Πίσω από τις περίοπτες λέξεις και τους κανόνες μπορούμε να νιώσουμε τις ιστορικές συνθήκες που το κείμενο αυτό εκφράζει, τις κοινωνικές σχέσεις που αποκρυσταλλώνει, τα πολιτικά οράματα που υλοποιεί (μέσα από αντιθέσεις, φυσικά, και συμβιβασμούς). Η ίδια η έννοια του συντάγματος αποτελεί, ας μην το ξεχνάμε, σε ιστορικό επίπεδο την απόρροια ενός πολιτικού κινήματος που κατά τον 17ο και 18ο αιώνα διεκδίκησε τον περιορισμό της απόλυτης/αυθαίρετης εξουσίας και την ίδρυση εθνικών, συνταγματικών πολιτειών δικαίου.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι ο ελληνικός συνταγματισμός συνδέθηκε ιστορικά με τον αγώνα για την ανεξαρτησία και τη συγκρότηση εθνικής πολιτείας δικαίου. Ούτε ότι –το ίδιο είναι– οι επαναστατημένοι Έλληνες εξέφρασαν εξ αρχής μια σαφή συνταγματική συνείδηση. Οι καταβολές αυτής ανατρέχουν ήδη στα κείμενα του Ρήγα (βλ. τη «Νέα Πολιτική Διοίκηση», του 1797 και στην «Ελληνική Νομαρχία» Ανωνύμου του Έλληνος, 1806 ). Όμως ήδη με το ξέσπασμα του αγώνα και μέσα σε όλη τη φλογερή δεκαετία του 1820, οι επαναστατημένοι Έλληνες οργανώνουν εθνοσυνελεύσεις, επεξεργάζονται συνταγματικά κείμενα, αξιώνοντας να οργανώσουν οι ίδιοι την πολιτική αυτονομία και ενότητά τους. Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας ψηφίστηκε την 1/1/1822 και μπήκε προμετωπίδα και στα τρία συντάγματα της επαναστατικής περιόδου: Το ελληνικόν Έθνος … ζυγόν της τυραννίας … αποσείσαν … κηρύττει σήμερον … την πολιτική αυτού ύπαρξη και ανεξαρτησίαν. Ο επαναστατημένος λαός, έτσι, αυτοπροσδιορίζεται ως έθνος μέσα από τη διεκδίκηση πολιτικής ελευθερίας – και, αντίστροφα, αξιώνει να είναι ελεύθερος μέσα από την πολιτική του αναγνώριση ως έθνος.
Τα επαναστατικά συντάγματα ψηφίστηκαν σε αντίστοιχες εθνικές συνελεύσεις: 1. 1822, Α’ Εθνοσυνέλευση, Σύνταγμα της Επιδαύρου· 2. 1823, Β’ Εθνοσυνέλευση, Σύνταγμα του Άστρους· 3. 1827, Γ’ Εθνοσυνέλευση, Σύνταγμα της Τροιζήνας. Οι εθνοσυνελεύσεις απαρτίζονταν από «παραστάτες», που «εκπροσωπούν νομίμως τον Λαό» και εκλέγονται από τις απελευθερωμένες περιοχές (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα και νησιά). Τα κείμενα κερδίζουν διεθνή ακρόαση και συμπάθεια, καθώς αποσπάσματα τους δημοσιεύονται στον ξένο τύπο.
Στα συντάγματα αυτά διακηρύχθηκαν μείζονος σημασίας νομικές και πολιτικές αρχές: Διατυπώνεται η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας («η κυριαρχία ενυπάρχει εις το έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού») και η αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Καθιερώνεται ευρύς κατάλογος δικαιωμάτων: ισότητα ενώπιον του νόμου, ελευθερία από παράνομη δίωξη, ελευθερία γνώμης και τύπου, θρησκείας και λατρείας, αναλογική κατανομή των βαρών, κατάργηση τίτλων ευγενείας, δικαίωμα ιδιοκτησίας κ.ά. Σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον, μάλιστα, θα πρέπει να τονιστεί αυτό, όπου οι συνταγματικές ιδέες βρίσκονταν σε υποχώρηση: είναι η εποχή της Παλινόρθωσης στη Γαλλία και της κραταιάς Ιεράς Συμμαχίας.
Τα συνταγματικά κείμενα αυτά δεν ίσχυσαν στην πράξη παρά σε περιορισμένο εύρος και χρόνο. Το Σύνταγμα της Τροιζήνας ανεστάλη ήδη, από την εποχή του Καποδίστρια. Ενώ με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου πια, το 1830, οι Μεγάλες Δυνάμεις αναγνώρισαν την Ελλάδα μεν ως ανεξάρτητο κράτος, αλλά ορίζοντας ότι η κυβέρνησή της θα είναι μοναρχική. Και έτσι, το 1832 δόθηκε το στέμμα στον πρίγκηπα Όθωνα της Βαυαρίας. Όπως έχει γράψει ο μεγάλος συνταγματολόγος Αριστόβουλος Μάνεσης, η πρώτη περίοδος της πολιτικής μας ιστορίας κατά παράδοξο τρόπο ξεκίνησε με την αποθέωση του συνταγματισμού και της πολιτικής ελευθερίας και έληξε με την έκλειψή τους, με την εγκαθίδρυση απόλυτης μοναρχίας, χωρίς σύνταγμα.
Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι τα συντάγματα αυτά στάθηκαν άνευ σημασίας. Μπορούμε να πούμε ότι αποκρυστάλλωσαν μια φιλελεύθερη και δημοκρατική συνείδηση, για την -εν τη γενέσει της τότε- πολιτεία. Η οποία δεν θα αργούσε να εκφράσει και να εκφραστεί μέσα από τάσεις και φαινόμενα των επομένων χρόνων, δεκαετιών, περιόδων. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, βεβαίως, και τηρουμένων των διαφορετικών πλαισίων κάθε στιγμής: Από την εξέγερση του 1843 για τη διεκδίκηση συντάγματος, την εδραίωση καθολικής ψηφοφορίας (για άρρενες) το 1864, έως την αρχή της δεδηλωμένης του 1875, και μέχρι ακόμη-ακόμη τη δύσκολη συμβίωση που είχαν οι ελληνικοί συνταγματικοί θεσμοί για έναν περίπου αιώνα με τη βασιλεία. Η συνταγματική φλόγα του 1821 κρατήθηκε αναμμένη, περιμένοντας να πυροδοτήσει στον καιρό τους νέες εξελίξεις.
*Επίκουρος καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, συγγραφέας και ποιητής