Γράφει η Καρίνα Ιωαννίδου
Πόσες εικόνες να φέρω στο μυαλό μου; Για πόσες να κλάψω; Για πόσες να γελάσω; Ο ερχομός μου σίγουρα έκανε αίσθηση. Θυμάμαι ένα παιδί πάνω σε μία καρέκλα να στριγγλίζει στη θέα μου: «Βοήθεια, πάρτε τον από ‘δω. Τον φοβάμαι». «Ορίστε! Ποιος φοβάται ποιόν; Με πλήγωσε! ‘Άνθρωπος’ είμαι κι έχω συναισθήματα»! «Δεν είσαι Άνθρωπος! Σκύλος είσαι! Δες τη μούρη σου στον καθρέφτη και θα καταλάβεις» άκουσα μια εσωτερική φωνή να με προκαλεί. Και την είδα! Και τρόμαξα, η αλήθεια είναι! Ποτέ δεν συμφιλιώθηκα με το γεγονός πως είμαι ένας σκύλος που περιμάζεψαν μέσα από ένα κάδο σκουπιδιών, τυφλό, σκελετωμένο, ψωριάρη. Τις πρώτες μέρες της ζωής μου κλαψούριζα ασταμάτητα. Μετά με έπαιρνε ο ύπνος μέσα σε μια παντόφλα. Ήταν μαλακή, χνουδωτή και μύριζε παιδικές πατουσίτσες.
Αγαπούσα τον μεγάλο κύριο και την μεγάλη κυρία γιατί σέβονταν την ανεξάρτητη φύση μου και δεν με «τραβούσαν» ποτέ με λουρί. Αλλά, η αδυναμία μου ήταν η μικρή κυρία. Ήταν ο πρώτος φόβος που μετασχηματίστηκε στον πρώτο έρωτα. Όταν οι μεγάλοι απουσίαζαν ανέβαινα στο κρεβάτι της, «τιναζόμουνα» σε μια συμβολική κίνηση αποτίναξης της έννοιας «εδώ, απαγορεύεται» και όταν εκείνη μου φώναζε: «Κάτω Μπίλυ!» της γρύλλιζα με συγκατάβαση, του τύπου: «Άσε μας, γλυκούλα μου» και μετά άλλαζα πλευρό…
Κάθε πρωί τη συνόδευα στο σχολείο και επέστρεφα μεσημεράκι για να την παραλάβω. Μια μέρα, καθώς περίμενα όλος λαχτάρα, με πλησιάζει ένας άγνωστος και μου «κουνάει» ένα κόκκαλο. Παρόλο που οι δικοί μου με είχανε εκπαιδεύσει να μην παίρνω κόκκαλα από ξένους, εγώ, τους παράκουσα, ενέδωσα κι ώσπου να πω γαβ, αυτός με γράπωσε και «άντε, γεια». Βρέθηκα σε ένα άγνωστο μέρος δεμένος με μια τριχιά τυλιγμένη γύρω από τον κορμό ενός γέρικου δέντρου. Μέχρι τότε έτρωγα μόνον κρέας. Να φανταστείτε μια μέρα η κυρά μου μου έδωσε να φάω κάτι στρόγγυλα μπαλάκια κρέας -γιουβαρλάκια τα λέγανε- κι εγώ με υπομονή κάθισα κι έβγαλα ένα ένα τα σπυριά ρύζι κι έφαγα μόνον το κρεατάκι. Και τώρα αυτός, ο αλιτήριος, με άφηνε δεμένο να ψοφήσω από την πείνα. Αν τολμούσα να διαμαρτυρηθώ γαυγίζοντας, με το λάστιχο του ποτίσματος -βρωμερό καθώς ήτανε από λάσπες στεγνές και κοπριές- μου κατάφερνε στα πλευρά κτυπήματα τόσο δυνατά που έγδερναν το δέρμα μου, το πλήγωναν και αιμορραγούσα. Ήτανε ψαράς. Συχνά με τραβολογούσε μαζί του στο ψάρεμα.
Μέσα στη βάρκα έτρεμα από το φόβο μου, με έπιανε ναυτία και κουλουριαζόμουνα σε μια άκρη μακριά του μήπως και ξεχάσει για λίγο την ύπαρξή μου. Μια μέρα του ήρθε η φαεινή ιδέα να με ρίξει στη θάλασσα για να γελάσει με τις αντιδράσεις μου. Όταν το σώμα μου ήρθε σε επαφή με το νερό, ζαλίστηκα, λιποθύμησα, το κεφάλι μου άρχισε να γυρίζει, η μύτη μου άρχισε να σφυρίζει. Δεν ήξερα να κολυμπώ, αδυνατούσα να επιπλεύσω, βυθιζόμουνα σαν υποβρύχιο και μετά αναδυόμουνα και πάλι στην επιφάνεια καθαρά και μόνον από ένστικτο. Τότε εκείνος, γελώντας άγρια, έριξε το ένα κουπί της βάρκας προς το μέρος μου για να ανέβω και να με τραβήξει επάνω. «Θα σου μάθω, εγώ, να σου αρέσει το νερό, σκυλομούρη»!
Δεν ξέρω που βρήκα το κουράγιο και αντί «ο πνιγμένος» να αρπάξω το κουπί, άλλαξα κατεύθυνση κι άρχισα σπασμωδικά με παφλασμούς να προσπαθώ να δώσω ώθηση στο σώμα μου, να γλιστρήσω στο νερό και να απομακρυνθώ κακήν κακώς. Κολυμπούσα, ώσπου, κάποτε ένιωσα τα τρεμάμενα ποδαράκια μου να πατούν σε αμμώδες έδαφος. Είχα βγει στην ακτή. Έτρεμα σαν το ψάρι στην καλαθούνα του ψαρά. Τιναζόμουνα και σκόρπαγα γύρω μου αλμυρές σταγόνες θάλασσας και δακρύων. Κοίταξα ένα γύρω. Ερημιά. Έκλαψα και μετά ρούφηξα δυνατά τη μύτη με τα δύο ρουθούνια και τότε ξαφνικά κάτι αδιόρατα όμορφο και οικείο οσμίστηκα να έρχεται από μακριά. Έτρεξα προς το μέρος που ερχόταν η οσμή και όσο έτρεχα προς αυτή την κατεύθυνση τόσο η μυρωδιά δυνάμωνε και τόσο η καρδιά μου κτυπούσε σαν μικρό τύμπανο παμ, παμ, παμ…
Όταν έφτασα σπίτι όλοι έλειπαν. Άραξα μπροστά στην εξώπορτα και τους περίμενα. Όταν τους είδα να έρχονται από μακριά, αναπήδησα ως τον ουρανό. Τι χάδια, τι φιλιά πήρα εκείνη την ημέρα και τι φαγάκι έφαγα! Γιάμι, γιάμι! Ναι! Έτσι, έμαθα πως υπήρχαν Άνθρωποι και Απά-νθρωποι…
Μετά, ήρθε στη ζωή μου η Σούγκαρ! Ήταν άσπρη και λαχταριστή σαν λιχουδιά. Πήγαινα συχνά πυκνά σπίτι της και περνούσαμε ζάχαρη, ώσπου, μια μέρα η κυρά της με γραπώνει και μου σφηνώνει ένα ραβασάκι στο περιλαίμιο. Γύρισα σπίτι, οι δικοί μου είδαν το χαρτάκι, το άνοιξαν και διάβασαν: «Το σκυλάκι σας επισκέπτεται το δικό μας. Μαζί απέκτησαν πέντε κουταβάκια. Μένουμε στην τάδε διεύθυνση. Να έρθετε να γνωριστούμε». Έτσι και έγινε. Η οικογένειά μου αγόρασε ένα κουτί γλυκά και πήγε να γνωρίσει τα «συμπεθέρια». Έκτοτε, όποτε ρωτούσαν τη μικρή «Που είναι ο Μπίλυ;» εκείνη, απαντούσε: «Πήγε γαμπριστός»…
Με τις γάτες δεν είχα ποτέ καλές σχέσεις, ώσπου μια μέρα η Γκόλντι με ρώτησε εξ αποστάσεως:
Γ: – Τι πρόβλημα έχεις μαζί μου;
Μ: – Είσαι παραδοσιακά εχθρός μου!
Γ:- Πώς αυτό;
Μ: – Πού να ξέρω! Έτσι το βρήκα, έτσι το συνεχίζω!
Γ: – Παίζεις κι εσύ το παιχνίδι των ανθρώπων;
Μ: – Μην μιλάς έτσι για το σόι μου!
Γ: – Ποιο σόι σου, μωρέ; Σκύλος είσαι!
Μ: – Μπορεί να γεννήθηκα σκύλος αλλά αισθάνομαι άνθρωπος.
Από τότε, τα λέγαμε οι δυο μας, κι όταν οι άλλοι δεν έβλεπαν, τη «φίλευα» από το πιάτο μου. Αυτό, βέβαια, είναι ένα μυστικό που θα το πάρω στον τάφο μου.
Και το πήρα. Η φόλα ήρθε σε πακέτο δελεαστικό. Ήταν ένα λαχταριστό κομμάτι κρέας που μου φώναζε «Φάε με, φάε με». Και το έφαγα! Μετά από αυτό με έπιασε τρέμουλο, άρχισα να βγάζω αφρούς από το στόμα, να χτυπάνε τα δόντια μου χωρίς να μπορώ να τα ελέγξω, έκανα σπασμούς και μετά ΒΡΕΘΗΚΑ ΕΔΩ ΟΠΟΥ ΟΙ ΣΚΥΛΟΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΥΡΙΟΥΣ ΤΟΥΣ.
«Γιατί; Τι πάει να πει δεν είμαι ‘Άνθρωπος’»! Σας εξηγώ ότι έζησα όλη μου τη ζωή με τους ανθρώπους και δεν είναι δίκαιο να με χωρίσετε από αυτούς. Δεν θέλω να πάω σε άλλο τομέα. Εκεί, δεν γνωρίζω κανέναν… Λένε πως όταν ο Θεός χώριζε τα ζώα από τον άνθρωπο με ένα ποτάμι, ο σκύλος πήδηξε το ποτάμι και στάθηκε δίπλα στον άνθρωπο. Σας παρακαλώ, λοιπόν, πριν καταλήξετε σε απόφαση να λάβετε υπόψη σας όλα όσα σας διηγήθηκα. Γιατί, είναι στη φύση μου να είμαι πάντα εκεί μαζί τους».
- Η Καρίνα Ιωαννίδου είναι θεατρική συγγραφέας, εργάζεται στο τμήμα Δημοσίων Σχέσεων του ΚΘΒΕ και είναι ιδρυτικό μέλος του «Θέατρο Φλέμιγκ»