Γράφει η Καρίνα Ιωαννίδου
Το δωμάτιο είναι άδειο, τόσο άδειο που ακούω τη φωνή μου σαν βουητό να επιστρέφει στα αυτιά μου… Κι αυτό είναι τόσο ενοχλητικό! Αλλά, ο εχθρός του ενοχλητικού είναι το τρομακτικό. Γιατί είναι τρομακτικό όταν ξαφνικά αντιλαμβάνεσαι πως η φωνή σου μεταλλάσσεται και σου εκφωνεί μήνυμα από το τμήμα εσωτερικών σου υποθέσεων: «Σφάλμα στις συνδέσεις ανάμεσα στις διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου σας. Χρησιμοποιήστε άμεσα τους ακόλουθους διακόπτες: r–restart, t–time, f–force».
489 ημέρες «φυλάκισης». Μέτρησα 5.000 ενδοσκοπήσεις, 10,224948… ανά ημέρα! Έλεος! «R–restart, t–time, f–force»… ακούω καθαρά τη φωνή μου να επαναλαμβάνει τα steps, αλλά, έλα, που δεν είναι η πραγματική μου φωνή…
Φ: Πρώτα, θα σου «σκάψω» το κεφάλι και μετά θα εισδύσω στο τριχωτό της κεφαλής σου, θα αφήσω τα αυγά μου, κι αυτά σιγά σιγά θα αρχίσουν να μεγαλώνουν… Στην αρχή θα νοιώθεις έναν πόνο στην κορυφή του κεφαλιού και στο σημείο θα μεγαλώνει ένα σπυρί. Επιχείρησε να το σπάσεις με το χέρι, δεν θα τα καταφέρεις. Ίσα ίσα που ο πόνος θα μεγαλώνει…
Η: Ποιος μιλάει; Ποιος είσαι; Δεν καταλαβαίνω τι μου λες! Εξαφανίσου!
Φ: Μην με αψηφάς! Μην με υποτιμάς! Μπορώ να σου προκαλέσω μόνιμη βλάβη, σου λέω. Ωχριά μπροστά μου, η μουχρίτσα… Το δικό μου ζιζάνιο, φωλιάζει στη χλόη του κεφαλιού και είναι ανθεκτικό ακόμη και στη νέα γενιά ζιζανιοκτόνων.
Η- Γιατί νευριάζεις, φίλε! Γιατί μου επιτίθεσαι; Μην είσαι κανένα αυτοάνοσο;
Φ-Εσύ νευριάζεις, φίλε, κι «αυτοάνοσο» είσαι και φαίνεσαι. Εγώ, είμαι η «αλογόμυγά» σου γιατί το νωθρό το ά-λογο χρειάζεται την αλογόμυγά του για να ξυπνήσει. Που πήγαν οι ρυθμοί σου; ε; Εσύ, που ήσουν πάντα γρήγορος, ακοίμητος, κοινωνικός με φαντασία…
Η-Ναι, αυτό, πέρσι! Μέχρι τότε είχα ακόμη τις σταθερές μου…
Φ-Όσο στρογγυλοκάθεσαι στις δάφνες και στις πικροδάφνες σου τίποτα δεν αλλάζει. Κάνε delete στις σταθερές σου και μετά restart! Μπορείς να φτιάξεις το μέλλον μόνος σου αλλάζοντας τα συστατικά και αξιοποιώντας τα υλικά που ήδη έχεις.
Η-Κι είναι ρεαλιστικό αυτό, φίλε; Μου λες να αγνοήσω τη λογική και να δώσω προτεραιότητα στο υποσυνείδητο; Πόσο σουρεάλ πια; Και πως θα ισορροπήσουν ο ρεαλισμός με τον σουρεαλισμό;
Φ- Αν ορίσουμε ένα κοινό τόπο, κάπου εκεί μπορεί και να συναντηθούμε. Από την Τέχνη σου εξαρτάται!
Η-Έλεος πια! Τρελαίνομαι! Μου λες να δημιουργήσω δικές μου εικόνες, να «ζωγραφίσω», να σχεδιάσω το μέλλον μόνος μου;
Φ-Ρωτάς;
Η-Όχι! Σκέφτομαι φωναχτά. Τώρα πια που όλοι γίναμε σουρεαλιστές… Ίσως… Ωστόσο, φίλε, δεν είμαι κι ο Πικάσο!
Φ- Ούτε κι εγώ είμαι κανένας θαυματοποιός! Μια απλή «αλογόμυγα» είμαι που προσπαθεί να σε επαναφέρει σε ορθή πορεία! Ξύπνα!!!! Τινάξου!!!
Και τινάζομαι! Νιώθω κάτι σαν καμτσικιά στα πλευρά μου. Αφηνιάζω! Πετιέμαι από το κρεβάτι και πάω προς το παράθυρο. Σηκώνω τις γρίλιες. Κοιτάζω έξω. Είναι πρωί ακόμη! Ο ήλιος ταξιδεύει ψηλά, βλέπει ορίζοντες και νομίζω ότι είναι ακριβώς το σωστό timing να βγω στο «φως», να συνταιριάξω τους κόσμους μου. Το έχω τόσο ανάγκη! Ναι, σήμερα είμαι αποφασισμένος να δράσω. Αρχίζω να ετοιμάζομαι γρήγορα. Παίρνω τη μεγάλη μαύρη θήκη με το τρίποδο, το βαλιτσάκι με τα πινέλα και βγαίνω έξω. Ανάμεσα σε εμένα και την επανεκκίνησή μου μεσολαβεί ένα «βουνό». Θα ανέβω το βουνό και θα φτάσω στο δάσος. Αλλά όχι σε ένα οποιοδήποτε δάσος. Θα φτάσω σε ένα συγκεκριμένο που τα δέντρα του δεν είναι λιγότερα από 999 αλλά ούτε και περισσότερα από 1001.
Με το βαλιτσάκι ανά χείρας, γάντια, μάσκα και λοιπά σύνεργα κατεβαίνω στο δρόμο και μετά φόβου ιού κατευθύνομαι προς τα όρη και τα βουνά. Καθώς περπατάω άνθρωποι μετακινούνται διακριτικά γύρω μου για να αποφύγουν τυχόν «επακούμβηση». Ξαφνικά, όλα τα βλέμματα πέφτουν στο βαλιτσάκι μου εκεί που το χέρι ενός μικρού παιδιού δείχνει με το δάκτυλο φωνάζοντας: «Κοίτα, κοίτα μαμά, αίμα!». Τα μάτια γουρλώνουν από τρόμο. Τους κοιτάζω που με κοιτάζουν, απορημένος. Μετά ρίχνω με τρόπο μια ματιά στο μαύρο μου βαλιτσάκι και βλέπω ένα παγωμένο κόκκινο αυλάκι σαν μεταξωτή κορδέλα να ξεδιπλώνεται κατά μήκος της δερμάτινης επιφάνειας. Το κακό δεν σταματάει εδώ καθώς αντιλαμβάνομαι τις διακριτικές απόπειρες των διερχόμενων να οσφρανθούν ποιος είναι ακριβώς ο κίνδυνος που με χαρακτηρίζει. Μυρίζω νέφτι και βενζίνη. «Τι βαλιτσάκι ειν΄ αυτό; Τι μυστήριος τύπος;» ακούω να σιγομουρμουρίζουν. «Χα, χα, το φόβο μου να ΄χουν!» σκέφτομαι και γελάω σαρδόνια κάτω από τη μάσκα.
Επιταχύνω το βήμα μου. Ακολουθώ έναν ελικοειδή δρόμο ανάμεσα σε δέντρα ώσπου φτάνω σε ένα ξέφωτο όπου εκεί αντικρύζω την αληθινή ομορφιά. Μπροστά μου απλώνεται το… Θέατρο. Τα διαζώματα, οι σκάλες, οι κερκίδες, πίσω η σκηνή, η ορχήστρα, το κοίλον. Και πίσω από το θέατρο: τα θεόρατα πεύκα, οι κουκουναριές, οι πλάτανοι, οι φτελιές, πιο πίσω η πόλη, και ακόμα πιο πίσω το λιμάνι. Πίσω και πάνω από όλα ένας ήλιος που καίει. Η ενέργειά του με φορτίζει σε δευτερόλεπτα. Αρχίζω γρήγορα να κάνω download αρχεία της μνήμης μου και να τα μεταλλάσσω. Λήψη, προβολή, νέο αρχείο, αποθήκευση. Ανοίγω νέα windows που ξεδιπλώνουν τις δημιουργικές μου δυνάμεις. Κάνω φωνητικές ασκήσεις να ζεσταίνω τη φωνή μου. Φωνάζω δυνατά: «Νίψον ανομήματα μη μόναν όψινννννννν». Και κάπου εδώ αναπηδώ. Τρομάζω με το πέταγμα ενός μεγάλου πουλιού που κάνει το γύρο του θεάτρου περνώντας ακριβώς από πάνω μου έντρομο. Ποιος τρόμαξε ποιόν τελικά; Ανοίγω το μεταλλικό τρίποδο, στηρίζω πάνω του το τελάρο. Ανοίγω το βαλιτσάκι μου. Βγάζω από μέσα: Πινέλα, χρώματα, σπάτουλα, νέφτι για τα πινέλα μου, βενζίνη για τα ρούχα μου…
489 ημέρες χωρίς θέατρο. Όλα θα γίνουν πίνακες, εικόνες, χρώματα. Θα ζωγραφίσω στο τελάρο, στις πέτρες, στη χλωρίδα, στα δέντρα, στα φύλλα, στα ρούχα μου, παντού. Τα χέρια μου μουδιάζουν, τα χρώματα σβολιάζουν καθώς πασχίζω να τα αναμείξω με το γκρι της πραγματικότητας. Αλλά, επιμένω. Με την ηρεμία ενός φαντάσματος στην αντανάκλαση του φωτός αισθάνομαι τον παλμό και το μούδιασμα στα ακροδάκτυλά μου να υποχωρεί και την παλάμη μου να ζωντανεύει. Τα δάκτυλά μου κινούνται γρήγορα για να προλάβουν να παγιδέψουν την απόκοσμη ομορφιά του τοπίου που διαρκώς μεταλλάσσεται. Σαν σκάνερ σαρώνω τις εικόνες γύρω μου, συλλέγω πληροφορίες μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια και το αποτέλεσμα της προσπάθειάς μου αποτυπώνεται μεμιάς στο τελάρο μου. Μετά, κοιτάζω τον πίνακα από κοντά. Τον κοιτάζω από μακριά. Συνοφρυώνομαι. Πικραίνομαι. Θλίβομαι. «Πολύ «νεκρή» είναι η «φύση» που ζωγράφισα», σκέφτομαι. «Αλλά… το μυαλό μου είναι ακόμα ζωντανό και δημιουργικό. Θα υπάρχει ακόμα τρόπος» συλλογίζομαι και ξύνω το κεφάλι μου. Το ζιζάνιο που φωλιάζει στη χλόη του κεφαλιού μου αποτρελαίνεται. Καθώς μετακινείται ανεξέλεγκτο μου προκαλεί κνησμό, φαγούρα, αναστάτωση. Ξύνω το κεφάλι μου επιθετικά, επίμονα. Νιώθω κάψιμο. Αλλά μετά σαν να ανάβει μια σπίθα δημιουργίας μέσα μου κι αυτή πυροδοτεί το μυαλό μου κι αυτό φωτίζεται… Είμαι όλος μια πυρακτωμένη λάμπα! Και ξεκινάω με μανία να προσθέτω ανθρώπους εδώ, ανθρώπους εκεί, ανθρώπους παντού: θεατές στις κερκίδες, ηθοποιούς στη σκηνή, τεχνικούς στα παρασκήνια. Έχει αρχίσει πια να σκοτεινιάζει. Αντιλαμβάνομαι αόρατες παρουσίες κοντά μου. Ακούω μια εξαίσια μουσική να φτάνει στα αυτιά μου. Και τότε οι παρουσίες παίρνουν σχήμα, μορφή, υπόσταση. Ανάβουν οι προβολείς. Κλείνω τα μάτια. Ακούω χειροκροτήματα να σκίζουν τον αέρα. Και τότε, νιώθω ένα αόρατο χέρι να με σπρώχνει να βγω. «Κόκκινο, πορτοκαλί, πράσινο… φτου, και βγαίνω!». ΚΑΙ ΒΓΗΚΑ! Και, ναι, «ζωντανεύω», ανασαίνω, λαχανιάζω και μπαίνω επιτέλους στο ρυθμό της πρώτης μετά από καιρό ζωντανής παράστασης… Τίποτα δεν μπορεί να σκοτώσει την ανάγκη της ψυχής μου να επινοήσει, να δημιουργήσει, να παίξει…
Η Καρίνα Ιωαννίδου είναι θεατρική συγγραφέας, εργάζεται στο τμήμα Δημοσίων Σχέσεων του ΚΘΒΕ και είναι ιδρυτικό μέλος του «Θέατρο Φλέμιγκ»