της Καρίνας Ιωαννίδου
ΗΘΟΠΟΙΟΣ Α’
Βγαίνω;
ΟΔΗΓΟΣ ΣΚΗΝΗΣ
Βγαίνεις, αλλά, ουπς… όχι, ακόμα…
ΗΘΟΠΟΙΟΣ Α΄
«Να βγω ή να μην βγω;» αποφάσισε…
ΟΔΗΓΟΣ ΣΚΗΝΗΣ
«Βγαίνεις» με τις πρώτες νότες της μουσικής… Λα, λα, λα και «βγαίνεις!».
Φως και «βγαίνεις»!
(Η οδηγός σκηνής με ένα ελαφρύ σπρώξιμο περισσότερο σαν χάδι ωθεί τον πρωταγωνιστή προς τη λουσμένη από τα φώτα των προβολέων σκηνή. Εκείνος, φορώντας τις πουέντ του και τα φτερά του μαύρου κύκνου ξεκινάει να στροβιλίζεται κωμικά εκτελώντας υποδειγματικά τη χορογραφία ενώ ταυτόχρονα τραγουδάει την ωδή στον «Μαύρο Κύκνο»).
ΗΘΟΠΟΙΟΣ Α’
Να ζει κανείς ή να μη ζει; Ιδού η απορία! / Πλανάται το ερώτημα, βαθύ, μεσ΄ τους αιώνες / μα χάνεται ο συλλογισμός μέσα σε «κυκεώνες»… / Μια πρόκληση μοναδική το ερώτημα εγείρει. / Μια σύγχυση φροϋδική τα πλήθη συνεγείρει… / Να ζει κανείς ή να μη ζει; / Με δόξα ή και με χλεύη; / Κύριε, η Μοίρα πούθε έρχεται και κατά πού οδεύει;
ΗΘΟΠΟΙΟΣ Β’
Την ποιητική αθωότητα για πάντα αποχαιρέτα / Βάλε του κύκνου τα φτερά Άμλετ, τρελέ, και πέτα… / Οι ματωμένες σου πουέντ στη γη πια δεν πατούνε/ Πρίγκιπας ήσουν κάποτε / Μα τώρα «μαύρος κύκνος» / Μια δύναμη πιο σκοτεινή κι απ΄ το πυκνό σκοτάδι / Σε συνεπήρε κι έχασες το φως των λογισμών σου… / Και σαν να βγήκε το εντός, εκτός / Και το εκτός, μπήκ΄ εντός σου…
Αιφνιδίως τα φώτα σβήνουν. Η παράσταση διακόπτεται. Χτυπάω σαν τρελή τα μπουτόν στην κονσόλα. Δεν λειτουργεί τίποτα. Η οθόνη παρακολούθησης της παράστασης μπροστά μου είναι παγωμένη στην τελευταία εικόνα. Πατάω, ξαναπατάω τα μπουτόν. Η εικόνα ξεπαγώνει, αλλά… Αλλά, παρακολουθώ πια άλλο έργο, αγνώστου συγγραφέως, με πρωταγωνιστή, όμως, πάλι Εκείνον! Τον βλέπω να διασχίζει αργά την απόσταση από την ανοικτή σκηνή, να κατεβαίνει στην πλατεία, να περπατάει στο διάδρομο ανάμεσα στα καθίσματα με τους θεατές και λίγο πριν φτάσει στην ένδειξη «Έξοδος» να σταματάει, να γυρίζει προς το μέρος μου και μετά…. να σηκώνει το χέρι του, να με χαιρετάει; Να με αποχαιρετάει; Και μετά… τον παρακολουθώ να χάνεται στο βάθος του «κάδρου». Μοιάζει βυθισμένος στις σκέψεις του, σαν φευγάτος από καιρό. Προφταίνω μόνον να ψελλίσω. «Δημήτρη, που πας;». Τότε νιώθω στο αυτί μου, αυτή τη θεσπέσια φωνή να μου μιλάει με λόγια ακατάληπτα… «Έγινα παρίας… Δεν με θέλουν… Είμαι «μαύρος κύκνος», με χλευάζουν… Ο Άμλετ πέθανε!!!…»
Το μόνο που πρόλαβα να δω πριν χαθεί απ΄ το οπτικό μου πεδίο ήταν τα μάτια του. Αυτά τα τόσο τρυφερά, τόσο στοχαστικά μάτια τώρα ήταν ανταριασμένα και σκοτεινά. Το μόνο που πρόλαβα να δω ήταν τα δάκτυλά του καθώς τα πέρναγε ξανά και ξανά στα ίσια, μακριά, ασημένια μαλλιά του που έπεφταν αυθάδικα και κάλυπταν το μισό του πρόσωπό. Σταμάτησε μπροστά στο «Έξοδος» χάιδεψε τα γένια του κι έμεινε εκεί ακίνητος. Ένα φως απόκοσμο τον έλουζε. Η μορφή του είχε την όψη «Αγίου». Μετά έσπρωξε τη βαριά πόρτα και αναχώρησε… παράξενος, σκυθρωπός σαν «ήρωας» σε μελαγχολική πρόζα. «Θα σε δω αύριο» τον ακούω να μου λέει αόριστα, με εκείνη την υπέροχη, επιβλητική φωνή.
-Εεεε, και να φροντίζεις τις τριανταφυλλιές, αν αργήσω.
-Εεεε, πού…;
-Έξω από το Θέατρο, κάτω από τη στήλη του «παππούλη» τις φύτεψα.
-Του «παππούλη» σου;»…
-Του «παππούλη» του Καραντινού.
Και άργησε! Ο χρόνος πάγωσε απότομα, βίαια, σοκαριστικά. Οι τριανταφυλλιές ξεράθηκαν, ξεριζώθηκαν και αυτό το υποσχετικό «Αύριο» δεν ήρθε ποτέ ….
Που είσαι Πρίγκηπα; Πρωταγωνιστή των 170 ρόλων; Των 16 Επιδαύρων; Πρωταγωνιστή που ποτέ δεν ενέδωσες στις «σειρήνες» της πρωτεύουσας για να εγκαταλείψεις την πόλη σου για τη μεγάλη καριέρα; Πού είσαι; Έγινες πορτρέτο στα φουαγιέ των θεάτρων. Έγινες «βραβείο», αριστείο για τους νέους ηθοποιούς που, ωστόσο, δεν ευδοκίμησε. Έγινες μνήμη για όσους σε γνώρισαν και όνομα κατ΄ αλφαβητική σειρά ηθοποιού στις παραστασιογραφίες των έργων που συμμετείχες για τους θεατρολόγους του μέλλοντος. Και μετά; Τι μένει μετά; Στη βάση δεδομένων, στο αρχείο το σκοτάδι είναι αδιαπέραστο… Αλλά, έτσι δεν γίνεται πάντα; Στη Ζωή, στο Θέατρο, πάντα και παντού.
Πόσοι ρόλοι, πόσες παραστάσεις, πόσες «ζωές» γεννήθηκαν και πέθαναν πάνω στο σανίδι στην υπηρεσία της Τέχνης, στην υπηρεσία του Μαγικού αλλά και του Εφήμερου; Πόσες «γεννήσεις», πόσοι «θάνατοι», πόσος «πόνος» κάθε βράδυ, σε κάθε παράσταση;
Και τώρα, τί;
Όνειρα, σχέδια, ρόλοι, πού πήγε η παλιά σας γλυκύτητα; …
Την πρώτη φορά που σε είδα ήσουνα «Ρωμαίος» στο έργο του Σαίπξηρ. Θυμάμαι ακόμα τα λόγια της «Ιουλιέτας» που σου έλεγε: «Καληνύχτα καληνύχτα τούτη η πίκρα του χωρισμού έχει μια γλύκα τόση που καληνύχτα θα σου λέω μέχρι να ξημερώσει».
Την τελευταία φορά που σε είδα πήγαινες στην πρόβα σου, στο έργο του Καζαντζάκη «Ιουλιανός ο Παραβάτης». Η πρεμιέρα της παράστασης δόθηκε στις 10 Νοεμβρίου του 2007, αλλά εσύ, δεν ήσουν εκεί…
Δεκατέσσερα χρόνια πέρασαν κι ακόμα σε περιμένω για καφέ και κουλούρι Θεσσαλονίκης, στο γραφείο. Στιγμές, στιγμές σε «βλέπω» να έρχεσαι από τον μακρύ διάδρομο με το μαύρο μάλλινο παλτό σου, με το κείμενο του έργου που μελετάς παραμάσχαλα, με την κούπα αχνιστό καφέ στο ένα χέρι ενώ με το άλλο χέρι να τινάζεις τα σουσάμια απ΄ το κουλούρι σου. Πάντα κολλάνε, τα άτιμα.
Είμαστε αεράκι, μετά αέρας, μετά βαρδάρης, μελτέμι, λίβας, τέλος νηνεμία, κάλμα, άπνοια και μετά φτάνει ένα φουυυυ για να σβήσουμε, να χαθούμε. Άνεμοι λείοι, ρηπαίοι, μεταβλητοί μας «παίρνουν και μας σηκώνουν», όλους, δοξασμένους, ταπεινούς, καλούς, κακούς, όλους, χωρίς διάκριση. Ποιους θυμόμαστε; Αυτούς που έκαναν τη ζωή μας καλύτερη με την παρουσία τους, την Τέχνη τους, το συναίσθημά τους, τη γλυκύτητα του χαρακτήρα τους. Δημήτρη, η «ομορφιά» σου, οι «πράξεις» σου γλύκαναν τη ζωή μας.
Νοέμβριος. Βλέπω ένα τρένο να περνάει με ιλιγγιώδη ταχύτητα από μπροστά μου. Σε αυτά τα κλάσματα δευτερολέπτων, νομίζω, είδα το πρόσωπό σου κολλημένο στο θολό από τις ανάσες τζάμι… Αλλά, πάλι, δεν ξέρω, ήταν μάλλον η ιδέα μου…
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.