Συνέντευξη του τομεάρχη Περιβάλλοντος και Ενέργειας και βουλευτή Β’ Θεσσαλονίκης, Σωκράτη Φάμελλου στο περιοδικό «Επίκαιρα» και στο δημοσιογράφο Χρόνη Διαμαντόπουλο.
«Η Ευρώπη συνολικά αποδείχθηκε ευάλωτη και απροετοίμαστη απέναντι στην ενεργειακή κρίση, αφήνοντας σε μεγάλο βαθμό να λύσει τα προβλήματα η αγορά. Όμως -όπως και στην πανδημία- αποδείχθηκε ότι κάτι τέτοιο είναι μια τραγική αυταπάτη. Αποδείχθηκε επίσης ότι ως Ευρώπη και περισσότερο ως Ελλάδα έχουμε καθυστερήσει στις ΑΠΕ, στην ανάπτυξη της αποθήκευσης ενέργειας, αλλά και σε ανάπτυξη άλλων τεχνολογιών», σημειώνει ο τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας και βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης, Σωκράτης Φάμελλος σε συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό «Επίκαιρα» και στο δημοσιογράφο Χρόνη Διαμαντόπουλο.
Τονίζει πως οι αυξήσεις στο ρεύμα ξεκίνησαν με την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία, γιατί, με δική της επιλογή, αυξήθηκαν τα τιμολόγια της ΔΕΗ τον Σεπτέμβριο του 2019 κατά 15 με 20%, επιλογή που τροφοδότησε το ντόμινο αυξήσεων αλλά και την αισχροκέρδεια στην αγορά ενέργειας όλο το 2020 και το 2021, με χειραγώγηση τιμών σε μια ολιγοπωλιακή αγορά και αναφέρει αναλυτικά τα στρατηγικά λάθη της κυβέρνησης ΝΔ που απειλούν την πράσινη μετάβαση της Ελλάδας. Στις ιδιωτικοποιήσεις της ΔΕΠΑ Υποδομών, του 49% του ΔΕΔΔΗΕ, στην παράδοση της πλειοψηφίας του δημοσίου της ΔΕΗ σε ιδιώτες, μέσω μάλιστα Αύξησης Μετοχικού Κεφαλαίου, στην κούφια και πρόχειρη εξαγγελία απολιγνιτοποίησης της Ελλάδας όπου κρύβεται, όπως υπογραμμίζει, άλλο ένα deal της κυβέρνησης και όχι η απανθρακοποίηση του ενεργειακού μας συστήματος, καθώς και στην αυξανόμενη εξάρτηση της χώρας μας από το ορυκτό και ακριβό φυσικό αέριο ειδικά στην ηλεκτροπαραγωγή.
Ο Σ.Φάμελλος εξηγεί στη συνέχεια ότι: «Η πρωτιά της Ελλάδας στην χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, αποδεικνύει ότι η κρίση ακρίβειας στην Ελλάδα δεν οφείλεται μόνο σε εξωγενή αίτια, όπως προσπαθεί να μας πείσει η κυβέρνηση, αλλά κυρίως σε ενδογενή χαρακτηριστικά» και παρουσιάζει τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα:
– Έλεγχο και ρύθμιση της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρισμού, για την οποία έχουν υπάρξει πλείστες καταγγελίες για στρεβλώσεις, ολιγοπωλιακές πρακτικές και χειραγώγηση τιμών, και άδικα κέρδη,
– Άμεση ενεργοποίηση της προθεσμιακής αγοράς του target model, καθώς σήμερα, το σύνολο σχεδόν της κατανάλωσης ηλεκτρισμού είναι εκτεθειμένο στη χρηματιστηριακή αγορά,
– Μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα, προκειμένου να μειωθεί το κόστος θέρμανσης για τα νοικοκυριά αλλά και για τις μεταφορές,
– Διεύρυνση των κριτηρίων ένταξης στο Κοινωνικό Οικιακό Τιμολόγιο προκειμένου να ενταχθούν περισσότερα νοικοκυριά και εξασφάλιση ελάχιστης ποσότητας ρεύματος για τις ευάλωτες οικογένειες με απαγόρευση ρευματοκοπών για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η ενεργειακή κρίση,
– Ανάκτηση του δημόσιου ελέγχου σε ΔΕΗ και ενεργειακά δίκτυα και άσκηση δημόσιων πολιτικών μείωσης των τιμών,
– Μείωση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας για επιχειρήσεις, επαγγελματίες, αγρότες και Δήμους,
– Απεμπλοκή της ηλεκτροπαραγωγής της χώρας από το φυσικό αέριο και προώθηση των ΑΠΕ με Εθνικό Χωροταξικό Σχέδιο και ουσιαστική στήριξη για τις Ενεργειακές Κοινότητες.
Απαντώντας τέλος σε ερώτηση του δημοσιογράφου για το εάν το 2022 είναι εκλογική χρονιά δηλώνει: «Για το συμφέρον της Ελλάδας, για τις ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας, το 2022 πρέπει να είναι εκλογική χρονιά. Η πρόταση του Αλέξη Τσίπρα για εκλογές, παρότι αναγνωρίζουμε το σοβαρό πρόβλημα που δημιουργεί η πανδημία στην κοινωνία, προκύπτει συνειδητά αλλά και αυθόρμητα, βλέποντας τα εγκληματικά αποτελέσματα της κυβερνητικής πολιτικής. Σε όλα τα πεδία της πολιτικής, κυρίως όμως στην υγεία και στην ακρίβεια, οι επιλογές του κ. Μητσοτάκη μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι «δεν πάει άλλο». Ο κ. Μητσοτάκης είναι ο βασικός παράγοντας αβεβαιότητας, ανασφάλειας και αδικίας στην ελληνική κοινωνία».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης όπως δημοσιεύεται:
Η αύξηση σε ρεύμα-αέριο φέρει την υπογραφή Μητσοτάκη
Κύριε Φάμελλε, είχατε διατελέσει αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ, ενώ σήμερα ως βουλευτής είστε τομεάρχης στον ίδιο τομέα. Άρα, γνωρίζετε πολύ καλά και θέλω να μας πείτε πώς και γιατί προέκυψε η ενεργειακή κρίση. Θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί;
Η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας, μετά την έξοδο από τα παρατεταμένα lock down θα οδηγούσε σε αυξημένες ενεργειακές ανάγκες, όμως είναι γεγονός ότι δεν λήφθηκε μέριμνα ώστε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που θα ανέκυπταν. Η μεγάλη εξάρτηση της Ευρώπης από ένα εισαγόμενο καύσιμο, το φυσικό αέριο, το οποίο πολλές χώρες έχουν υιοθετήσει ως «μεταβατικό» στην πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα, και οι επιπτώσεις αυτής της εξάρτησης στην ενεργειακή ασφάλεια αλλά και σε ενδεχόμενη αύξηση της τιμής του, δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη. Δεν είναι όμως ίδιο το μέγεθος των προβλημάτων σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Η Ευρώπη συνολικά αποδείχθηκε ευάλωτη, στο βαθμό που η πολιτική πίστευε ότι όλα τα προβλήματα θα τα λύσει η αγορά. Όμως -όπως και στην πανδημία- αποδείχθηκε ότι κάτι τέτοιο είναι μια τραγική αυταπάτη.
Αποδείχθηκε επίσης ότι ως Ευρώπη και περισσότερο ως Ελλάδα έχουμε καθυστερήσει στις ΑΠΕ, στην ανάπτυξη της αποθήκευσης ενέργειας, αλλά και σε ανάπτυξη άλλων τεχνολογιών, όπως π.χ. του υδρογόνου, ειδικά δε στη χώρα μας στην ανάπτυξη των υπεράκτιων ΑΠΕ και του βιομεθανίου.
Υπάρχουν όμως και σοβαρά προβλήματα ζητήματα ρύθμισης και ελέγχου της αγοράς ενέργειας, αλλά και ενεργειακού μείγματος και εξάρτησης από το φυσικό αέριο, που ιδιαίτερα στην Ελλάδα ναρκοθετούν το ενεργειακό μέλλον και μας καθιστούν ιδιαίτερα εκτεθειμένους σε νέες κρίσεις.
Ποια μέτρα έπρεπε να ληφθούν και που ευθύνεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη;
Στην Ελλάδα, με την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία, ξεκίνησαν οι αυξήσεις στο ρεύμα γιατί, με δική της επιλογή, αυξήθηκαν τα τιμολόγια της ΔΕΗ τον Σεπτέμβριο του 2019 κατά 15 με 20%, επιλογή που τροφοδότησε το ντόμινο αυξήσεων αλλά και την αισχροκέρδεια στην αγορά ενέργειας όλο το 2020 και το 2021, με χειραγώγηση τιμών σε μια ολιγοπωλιακή αγορά.
Η ΝΔ επέλεξε να μειώσει τα εργαλεία άσκησης πολιτικής που είχε η ελληνική πολιτεία στα χέρια της για να εγγυηθεί τη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας, τον τεράστιο αυτό μετασχηματισμό του ενεργειακού μας συστήματος. Γιατί το ζητούμενο είναι η μετάβαση να γίνει προς όφελος των πολλών, με κοινωνική δικαιοσύνη και φυσικά με διασφάλιση πρόσβασης στην ενέργεια σε προσιτές τιμές για όλους, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, κάτι που τώρα αμφισβητείται.
Η ΝΔ παρέδωσε το δίκτυο φυσικού αερίου (ΔΕΠΑ Υποδομών) σε μία ιδιωτική εταιρεία στην οποία πλέον συμμετέχει το ιταλικό δημόσιο και όχι το ελληνικό, με σταθερό εγγυημένο έσοδο και χωρίς κανένα ρίσκο.
Πούλησε επίσης το 49% του Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ) σε ένα ιδιωτικό fund, πάλι με σταθερό έσοδο χωρίς ρίσκο, χωρίς καμία δέσμευση του ιδιώτη μέτοχου για επενδύσεις και συγκεκριμένους στόχους ανάπτυξης του δικτύου, που θα επιτρέψουν και την ανάλογη διείσδυση ΑΠΕ καθώς τα έργα πρέπει να «κουμπώνουν» στο Δίκτυο.
Τελευταία πράξη ήταν η παράδοση της πλειοψηφίας του δημοσίου της ΔΕΗ σε ιδιώτες, μέσω μάλιστα Αύξησης Μετοχικού Κεφαλαίου, αποφεύγοντας με αυτόν τον τρόπο τη βάσανο της Βουλής και με διαδικασίες fast track, εν μέσω ενεργειακής κρίσης!!
Στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε και κατάφερε να μην αυξηθεί το ρεύμα ούτε κατά ένα ευρώ, και μάλιστα εντός μνημονίων την περίοδο 2015-2019, αξιοποιώντας τον διαχρονικό κοινωνικό και αναπτυξιακό ρόλο της ΔΕΗ, που αμφισβητεί τώρα η επιλογή της ΝΔ να παραδώσει την πλειοψηφία της επιχείρησης σε ιδιώτες.
Το πόσο λάθος είναι αυτή η στρατηγική, αλλά και το πόσο η κυβέρνηση ΝΔ πέφτει η ίδια στις αντιφάσεις της, αποδεικνύεται και από το ότι η ΔΕΠΑ Εμπορίας, που η κυβέρνηση δεν έχει ακόμη προλάβει να πουλήσει, καλείται τώρα να απορροφήσει ποσοστό των αυξήσεων, ώστε να ελαφρυνθούν κάπως οι καταναλωτές.
Η απολιγνιτοποίηση της ΔΕΗ θα μπορούσε να είχε γίνει αργότερα;
Επιτρέψτε μου επί της αρχής να ξεκαθαρίσω ότι πίσω από την κούφια και πρόχειρη εξαγγελία απολιγνιτοποίησης της Ελλάδας κρύβεται άλλο ένα deal της κυβέρνησης και όχι η απανθρακοποίηση του ενεργειακού μας συστήματος.
Η κυβέρνηση προχωρά χωρίς σχέδιο για την ενεργειακή επάρκεια της χώρας, αλλά και για τους κατοίκους των λιγνιτικών περιοχών. Το σχέδιό της είναι στην ουσία η ιδιωτικοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής. Οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ που κλείνουν θα αντικατασταθούν από μονάδες ακριβού και ορυκτού φυσικού αερίου ιδιωτών. Αυτό το deal καμία σχέση δεν έχει με «πρασίνισμα» της ηλεκτροπαραγωγής, ούτε με αντικατάσταση των λιγνιτικών μονάδων με ΑΠΕ.
Κατά την άποψη του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, η απολιγνιτοποίηση και γενικά η απανθρακοποίηση πρέπει στην Ελλάδα να επιταχυνθούν με μεγάλες μεταρρυθμίσεις στην προώθηση των ΑΠΕ, με πλουραλισμό και αποκέντρωση της παραγωγής μέσα από Ενεργειακές Κοινότητες και με βασικά κριτήρια την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, το χαμηλό κόστος ενέργειας, την πρόληψη της ενεργειακής φτώχειας και τη δίκαιη μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών. Όλα αυτά, στα οποία προδήλως αποτυγχάνει η σημερινή κυβέρνηση.
Υπάρχουν ευθύνες ή παραλείψεις κατά τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, έτσι ώστε η ΔΕΗ να ήταν οχυρωμένη στις όποιες ορέξεις συμφερόντων και να συνέχιζε να παρέχει φθηνή ηλεκτρική ενέργεια;
Η παράδοση της πλειοψηφίας της ΔΕΗ σε ιδιώτες παρακάμπτοντας τη Βουλή καθώς και η αύξηση των τιμολογίων της κατά 15 έως 20% το Σεπτέμβριο του 2019 αποτελούν σαφείς πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Η ΝΔ επέλεξε να συκοφαντήσει και αδυνατίσει τη ΔΕΗ για να ωφελήσει λίγα συμφέροντα. Πρακτικά λειτουργεί εις βάρος της δημόσιας περιουσίας και των συμφερόντων όλης της κοινωνίας και της ελληνικής οικονομίας.
Κατά την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ δεν επιτρέψαμε τέτοια σχέδια, ακυρώσαμε το νόμο για τη μικρή ΔΕΗ και νομοθετήσαμε το δημόσιο έλεγχο σε δίκτυα και ΔΕΗ. Αυτό είναι το συμφέρον του ελληνικού λαού και βασικό χαρακτηριστικό μίας ισχυρής πολιτείας.
Οι ορέξεις συμφερόντων που αναφέρεστε βρήκαν πρόσφορο έδαφος με την ανάληψη της διακυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία, μία κυβέρνηση όπως αποδεικνύεται που κάνει μόνο deals, στα οποία δίνει «πράσινο» περιτύλιγμα.
Η Ελλάδα, ως γνωστόν, δεν είναι εξαρτημένη από τις πολιτικές εκείνες που καθορίζουν τη ροή και την τιμή του φυσικού αερίου στην υπόλοιπη Ευρώπη. Γιατί υπήρξε η κατακόρυφη αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου στην Ελλάδα;
Υπάρχουν σοβαρές κυβερνητικές ευθύνες στην Ελλάδα και για την αύξηση των τιμών αερίου και για την εξάρτηση της ηλεκτροπαραγωγής από το αέριο. Η πρόσφατη Έκθεση της Κομισιόν για το τρίτο τρίμηνο 2021 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2021) ξεκαθαρίζει πολλά.
Πρώτο στοιχείο ότι οι μέσες τιμές φυσικού αερίου στην Ελλάδα δε συνάδουν με τις υψηλές τιμές της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, που πέρασαν στη λιανική, στους καταναλωτές. Ενώ το χονδρεμπορικό κόστος φυσικού αερίου, από τρεις διαφορετικές διεθνείς πηγές, ήταν 31 με 32 ευρώ ανά μεγαβατώρα για το τρίτο τρίμηνο του 2021 στην Ελλάδα, η χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας ανέβηκε από 102 ευρώ ανά μεγαβατώρα τον Ιούλιο, σε 122 τον Αύγουστο και 135 το Σεπτέμβριο. Δηλαδή οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας ανέβαιναν ανεξάρτητα από την τιμή του φυσικού αερίου, πολύ απλά γιατί η κυβέρνηση έχει επιτρέψει την λειτουργία της αγοράς χωρίς έλεγχο και ρύθμιση!
Η πρωτιά της Ελλάδας στην χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, αποδεικνύει ότι η κρίση ακρίβειας στην Ελλάδα δεν οφείλεται μόνο σε εξωγενή αίτια, όπως προσπαθεί να μας πείσει η κυβέρνηση, αλλά κυρίως σε ενδογενή χαρακτηριστικά.
Δεύτερο παράδειγμα, το ίδιο τρίτο τρίμηνο του 2021, ενώ η κατανάλωση φυσικού αερίου στην Ευρώπη μειώθηκε κατά 10%, στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 12%! Ειδικότερα στην ηλεκτροπαραγωγή το μερίδιο του φυσικού αερίου στην Ολλανδία μειώθηκε κατά 49%, στη Γαλλία κατά 46%, ενώ στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 24%! Αυτά είναι τα αποτελέσματα της επιλογής του κ. Μητσοτάκη να κάνει το deal της απολιγνιτοποίησης, όπως σάς ανέφερα ήδη.
Αλλά και η πρόσφατη πολυδιαφημισμένη διαπραγμάτευση του κ. Μητσοτάκη στη Ρωσία για τις τιμές φυσικού αερίου ήταν απολύτως αποτυχημένη. Ενώ ζητάγαμε 100% εξάρτηση της τιμής από τις τιμές πετρελαίου, πετύχαμε μόνο 20% το 2022 και 15% το 2023, πολύ πιο κοντά στις απαιτήσεις της ρωσικής πλευράς. Και αυτές τις μέρες αποκαλύφθηκε ότι η Βουλγαρία εξασφάλισε 30% χαμηλότερες τιμές από την ελληνική πλευρά στο φυσικό αέριο!
Θα μπορούσατε να μας εξηγήσετε, εάν αυτή η οικονομική αφαίμαξη που συντελείται στα νοικοκυριά στο όνομα της ενεργειακής κρίσης θα μπορούσε να αναστραφεί;
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει καταθέσει εδώ και καιρό πολλές προτάσεις για τον έλεγχο και τη ρύθμιση της αγοράς ενέργειας που θα μπορούσαν να προλάβουν και να αναστείλουν ένα μεγάλο ποσοστό των αυξήσεων και στην ενέργεια, και κατ’ επέκταση σε πολλά καταναλωτικά αγαθά. Προτάσεις εφικτές και άμεσα εφαρμοστέες.
Με αντίστοιχες ισχυρές δημόσιες πολιτικές στην ενέργεια, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε καταφέρει να μην υπάρξει καμία αύξηση στο ρεύμα, αλλά αντίθετα να έχουμε μεσοσταθμική μείωση 12%. Αυτό θυμίζουμε ότι έγινε την περίοδο 2015-2019, μέσα σε συνθήκες χρεωκοπίας και μνημονίου, και ενώ ήδη η κυβέρνηση Σαμαρά Βενιζέλου είχε ψηφίσει το νόμο για τη μικρή ΔΕΗ που ανατρέψαμε. Σε αυτές τις ασφυκτικές συνθήκες, καταφέραμε να υπάρξει μεγάλη μείωση της ενεργειακής φτώχειας, η οποία το 2014 έπληττε το 1 στα 3 νοικοκυριά της χώρας και τα μισά νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος.
Έχουμε καταθέσει ένα πλήρες σχέδιο για την ενεργειακή πολιτική, που εμπεριέχει πολλά μέτρα που περιλαμβάνει και η εργαλειοθήκη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που δημοσιοποιήθηκε τον Οκτώβριο:
• Έλεγχο και ρύθμιση της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρισμού, για την οποία έχουν υπάρξει πλείστες καταγγελίες για στρεβλώσεις, ολιγοπωλιακές πρακτικές και χειραγώγηση τιμών, και άδικα κέρδη.
• Άμεση ενεργοποίηση της προθεσμιακής αγοράς του target model, καθώς σήμερα, το σύνολο σχεδόν της κατανάλωσης ηλεκτρισμού είναι εκτεθειμένο στη χρηματιστηριακή αγορά.
• Μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα, προκειμένου να μειωθεί το κόστος θέρμανσης για τα νοικοκυριά αλλά και για τις μεταφορές.
• Διεύρυνση των κριτηρίων ένταξης στο Κοινωνικό Οικιακό Τιμολόγιο προκειμένου να ενταχθούν περισσότερα νοικοκυριά και εξασφάλιση ελάχιστης ποσότητας ρεύματος για τις ευάλωτες οικογένειες με απαγόρευση ρευματοκοπών για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η ενεργειακή κρίση.
• Ανάκτηση του δημόσιου ελέγχου σε ΔΕΗ και ενεργειακά δίκτυα και άσκηση δημόσιων πολιτικών μείωσης των τιμών.
• Μείωση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας για επιχειρήσεις, επαγγελματίες, αγρότες και Δήμους.
• Απεμπλοκή της ηλεκτροπαραγωγής της χώρας από το φυσικό αέριο και προώθηση των ΑΠΕ με Εθνικό Χωροταξικό Σχέδιο και ουσιαστική στήριξη για τις Ενεργειακές Κοινότητες.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει επιλέξει να μην αναλάβει αντίστοιχες πρωτοβουλίες, αλλά να στηρίξει τα ολιγοπώλια και την αισχροκέρδεια, κάτι που αποβαίνει εις βάρος όλων των καταναλωτών, νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Ας περάσουμε τώρα στο αμιγώς πολιτικό κομμάτι. Ο κ. Τσίπρας εμμέσως ζήτησε από τον πρωθυπουργό εκλογές. Πιστεύετε πως το 2022, θα είναι εκλογική χρονιά;
Για το συμφέρον της Ελλάδας, για τις ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας, το 2022 πρέπει να είναι εκλογική χρονιά.
Η πρόταση του Αλέξη Τσίπρα για εκλογές, παρότι αναγνωρίζουμε το σοβαρό πρόβλημα που δημιουργεί η πανδημία στην κοινωνία, προκύπτει συνειδητά αλλά και αυθόρμητα, βλέποντας τα εγκληματικά αποτελέσματα της κυβερνητικής πολιτικής.
Σε όλα τα πεδία της πολιτικής, κυρίως όμως στην υγεία και στην ακρίβεια, οι επιλογές του κ. Μητσοτάκη μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι «δεν πάει άλλο». Ο κ. Μητσοτάκης είναι ο βασικός παράγοντας αβεβαιότητας, ανασφάλειας και αδικίας στην ελληνική κοινωνία.
Η μόνη ξεκάθαρη προτεραιότητα του συστήματος εξουσίας σήμερα, μέσα και γύρω από μέγαρο Μαξίμου, είναι το εκτεταμένο πλιάτσικο και η εξυπηρέτηση ημετέρων και γαλάζιων παιδιών, ενώ περισσεύει η αλαζονεία και η αίσθηση ιδιοκτησίας του κράτους.
Κάθε μέρα που περνάει η Ελλάδα γίνεται φτωχότερη και πιο αδύναμη. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να γίνουν εκλογές, για να φύγει αυτή η κυβέρνηση το συντομότερο. Και αυτή την προοπτική οφείλουν οι προοδευτικές και δημοκρατικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις στην Ελλάδα να τη διεκδικήσουν και να την εξασφαλίσουν και όχι να περιμένουν, ακολουθώντας τη λογική του ώριμου φρούτου.
Παρόλη την δυσαρέσκεια των πολιτών, όπως αυτή καταγράφεται στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δημοσκοπήσεων, που έχουν να κάνουν με τη διαχείριση της πανδημίας, την ακρίβεια, την ενεργειακή κρίση κλπ. Το κυβερνών κόμμα φαίνεται στην πρόθεση ψήφου να συνεχίζει να υπερέχει του ΣΥΡΙΖΑ. Τι είναι αυτό που φταίει στο κόμμα σας και δεν μπορείτε να εισπράξετε από την πολιτική φθορά της κυβέρνησης;
Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δημοσκοπήσεων προσφέρουν χρήσιμα συμπεράσματα, όπως το ότι η κοινωνία δεν εμπιστεύεται πλέον τον κ. Μητσοτάκη και θέλει μια άλλη πολιτική.
Από την άλλη, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ για μια προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας ανταποκρίνεται στις ανάγκες της συντριπτικά μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας, είναι εφικτή, συγκεκριμένη και επεξεργασμένη. Ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ έχει παρουσιάσει πλήρες πρόγραμμα στην προγραμματική του συνδιάσκεψη, τον Ιούλιο του 2021.
Επιπλέον, η κοινωνία γνωρίζει ότι η πρώτη θέση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στις επόμενες εκλογές εξασφαλίζει άμεσα βιώσιμη κυβέρνηση. Αυτό δεν μπορεί να το πετύχει η ΝΔ: ο κ. Μητσοτάκης επεξεργάζεται σενάρια για διπλές και τριπλές εκλογές, και επομένως προτείνει αστάθεια, που δεν επιθυμεί η κοινωνία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ οφείλει λοιπόν να αξιοποιήσει τις αντικειμενικές συνθήκες και να εργαστεί για να επικοινωνήσει την πρότασή του για την επόμενη ημέρα σε όλες και όλους, και να πετύχει μία ευρεία κοινωνική συμφωνία πάνω σε αυτήν. Και να ξεπεράσει αδυναμίες που εκμεταλλεύεται η ΝΔ για να θολώσει την εικόνα.
Προφανώς και η αντι-ΣΥΡΙΖΑ προπαγάνδα της κυβέρνησης καταγράφεται στην κοινωνική συνείδηση, δημιουργώντας αναχώματα στη μετακίνηση των πολιτών και επηρεάζοντας την πρόθεση ψήφου. Είναι προφανές ότι η ΝΔ, εφόσον δεν μπορεί να υπερασπιστεί το έργο της, επιλέγει τη στρατηγική της «αντιπολίτευσης στην αντιπολίτευση», και καταφεύγει σε μεθοδεύσεις, όπως η λίστα Πέτσα. Είναι πάντως γνωστό ότι όταν υπάρχει πλατιά δυσαρέσκεια κατά της κυβερνητικής πολιτικής η πρόθεση ψήφου τροποποιείται ραγδαία μπροστά στο ενδεχόμενο εκλογών. Για αυτό η ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για την επόμενη ημέρα είναι μεγάλη.
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.