του Ανδρέα Θεοφάνους*
Κατά τη διάρκεια της άτυπης πενταμερούς διάσκεψης που πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2021 στη Γενεύη υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, η τουρκική πλευρά υποστήριξε λύση δύο χωριστών κυρίαρχων κρατών τα οποία θα συνεργάζονται για θέματα υψηλής πολιτικής. Η θέση αυτή παραπέμπει σε συνομοσπονδία. Άλλωστε ο ηγέτης του κατοχικού μορφώματος Ερσίν Τατάρ μίλησε για κοινή εκπροσώπηση στο εξωτερικό. Έκτοτε, το χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών μεγάλωσε ακόμη περισσότερο. Η ελληνοκυπριακή πλευρά τονίζει την ετοιμότητα για επανέναρξη του διαλόγου από το σημείο διακοπής τους στο Κραν Μοντάνα και η τουρκοκυπριακή πλευρά θεωρεί ότι η αναζήτηση λύσης ομοσπονδίας έχει ξεπεραστεί.
Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης επαναφέρει το τελευταίο διάστημα μια σειρά από Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), με την προσδοκία ότι θα δημιουργηθεί ένα θετικό κλίμα, σε επίπεδο ηγεσίας αλλά και κοινωνίας, που θα επιτρέψει την επανέναρξη του διαλόγου. Όπως αναμενόταν η πρωτοβουλία αυτή δεν βρίσκει σύμφωνες όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Είναι σημαντικό έστω και συνοπτικά να αξιολογηθεί η όλη κατάσταση.
Παρά το γεγονός ότι από το 1974 μέχρι σήμερα το διαπραγματευτικό πλαίσιο μετακινήθηκε σταδιακά αλλά σταθερά προς τις τουρκικές θέσεις, η διευθέτηση του Κυπριακού δεν κατέστη δυνατή. Είναι σημαντικό να κατανοηθεί ότι το Κυπριακό εμπεριέχει πέντε διαστάσεις: (i) διεθνής, (ii) ευρωπαϊκή, (iii) ελληνοτουρκική, (iv) γεωπολιτική και (v) δικοινοτική. Γι’ αυτό οι όποιες προσεγγίσεις γίνονται πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν όλα τα δεδομένα.
Είχα πρόσφατα καταθέσει επικαιροποιημένη μελέτη με τίτλο «ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΤΥΠΗ ΠΕΝΤΑΜΕΡΗ – Η Πρόταση για ένα Φυσιολογικό Κράτος». Η ουσία της πρότασης ήταν η κατάθεση κατευθυντήριων γραμμών για ένα κανονικό λειτουργικό ομοσπονδιακό κράτος, εισηγήσεις για ΜΟΕ στην Κύπρο καθώς και βήματα για την ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Τουρκίας.
Μεταξύ άλλων, εισηγήθηκα τη συνεκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων με ταυτόχρονη οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) Κυπριακής Δημοκρατίας και Τουρκίας, καθώς και την παράλληλη οριοθέτηση της ΑΟΖ Ελλάδος, Τουρκίας και Κυπριακής Δημοκρατίας. Εισηγήθηκα επίσης την επιστροφή των νόμιμων κατοίκων ή/και δικαιούχων της περίκλειστης πόλης των Βαρωσίων υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση, τη λειτουργία του αεροδρομίου Τύμπου και του λιμανιού της Αμμοχώστου υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και της ΕΕ. Η υλοποίηση μιας τέτοιας πρότασης θα γίνει με τρόπο που δεν θα επηρεάζεται αρνητικά το νομικό καθεστώς της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επιπρόσθετα εξακολουθώ να θεωρώ πολύ σημαντική την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου της Άγκυρας από την Τουρκία με όλες τις χώρες της ΕΕ περιλαμβανομένης και της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η όλη φιλοσοφία της εξελικτικής προσέγγισης βασίζεται στο γεγονός ότι είναι αδύνατο να προκύψει μια ομοσπονδιακή λύση και να εισέλθουμε σε μια νέα κατάσταση πραγμάτων σε 24 ώρες. Ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση όπου δεν θα υπήρχε δυσπιστία, καχυποψία και ένα βεβαρημένο ιστορικό παρελθόν, θα απαιτείτο μια εξελικτική πορεία και προσέγγιση. Υπογραμμίζεται, επίσης, ότι τα αφηγήματα στις δύο πλευρές είναι εντελώς αντίθετα. Για την οικοδόμηση ενός βιώσιμου ομοσπονδιακού πολιτεύματος απαιτείται η πλήρωση πολλών προϋποθέσεων μεταξύ των οποίων και ένα ελάχιστο πλαίσιο κοινών στόχων.
Στην παρούσα συγκυρία δεν υπάρχει ένα τέτοιο πλαίσιο ούτε και μια στοιχειώδης συναντίληψη για το μέλλον. Αντίθετα, η τουρκοκυπριακή ηγεσία είναι πλήρως ταυτισμένη με την Άγκυρα. Παράλληλα παρατηρούνται αυξημένες προκλήσεις σε διάφορα επίπεδα. Ενόψει αυτών των δεδομένων, η όποια απάθεια καθώς και ηττοπάθεια δεν βοηθά την πλευρά μας.
Η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να επεξηγήσει στη διεθνή κοινότητα ότι τυχόν εφαρμογή τέτοιων μέτρων θα δημιουργήσει μεγάλα οφέλη για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη και θα συμβάλει στη δραστική μείωση της έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο. Είναι, όμως, κατανοητό ότι για την εφαρμογή τέτοιων μέτρων είναι απαραίτητη η συγκατάθεση της Τουρκίας και πάνω απ’ όλα η διαφοροποίηση της πάγιας θέσης της για στρατηγικό έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου. Ακόμα όμως και στην πιθανή περίπτωση απόρριψης των εισηγήσεων αυτών από την τουρκική πλευρά, η Κυπριακή Δημοκρατία θα έχει αναβαθμίσει την ηθική της υπεροχή, θα έχει αποκτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και θα έχει καταθέσει έναν οδικό χάρτη για τη δημιουργία συγκεκριμένων συνθηκών που θα υποβοηθούν την επίλυση του Κυπριακού.
Πέραν τούτου όμως είναι σημαντικό όπως η Κύπρος αποκτήσει ένα ολοκληρωμένο αφήγημα και ταυτόχρονα να ενισχύει την άμυνα της. Είναι επίσης καθοριστικής σημασίας να μην θεωρείται δεδομένη: εν ολίγοις, οποιαδήποτε μέτρα πρέπει να εμπεριέχουν το στοιχείο της αμοιβαιότητας. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να διακηρυχθεί προς πάσα κατεύθυνση ότι η ύπαρξη και συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι αδιαπραγμάτευτη.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.