Δημοσθένης Ξιφιλίνος – Η ματιά του κριτικού στα Όσκαρ


Συνέντευξη στον Τάσο Ρέτζιο

Ο Δημοσθένης Ξιφιλίνος είναι ένας άνθρωπος… βαθιά βουτηγμένος στην έβδομη τέχνη. Επίμονος και συνεπής κριτικός κινηματογράφου με έδρα τη Θεσσαλονίκη (πράγμα που επιβαρύνει με μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας τη δουλειά του – απουσία δημοσιογραφικών προβολών, λίγα ειδικευμένα μέσα κλπ), έχει κατορθώσει με το πέρασμα των χρόνων να κατακτήσει μια στέρεα και ουσιαστική γραφή, αλλά και μια… τίμια ματιά απέναντι σε κάθε ταινία με την οποία θα ασχοληθεί.

Λάτρης αυτού που κάποτε ονομάζαμε καλλιτεχνικό σινεμά ή σινεμά των δημιουργών, μάλλον θα πρέπει να ξάφνιασε πολλούς η απόφασή του να γράψει ένα βιβλίο για τα Όσκαρ καλύτερης ταινίας, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα σε μια καλαίσθητη έκδοση από τις εκδόσεις Ιανός.

Ο Ξιφιλίνος, δεν αρκείται, βέβαια, στην παράθεση όλων των Όσκαρ από την αρχή του θεσμού μέχρι πρόσφατα, ούτε και στα πραγματολογικά στοιχεία των ταινιών. Ξαναβλέπει τα φιλμ, ρίχνει παρθένα τη ματιά του και εκπονεί μικρά και λίγο μεγαλύτερα κριτικά σημειώματα για το καθένα. Το αποτέλεσμα είναι μια απολαυστική διαδρομή στην ιστορία του θεσμού, του σινεμά, αλλά και ης πολιτικοκοινωνικής ζωής, μέσα από το βλέμμα ενός κριτικού και ανήσυχου πνεύματος…

Πώς προέκυψε η ιδέα γι αυτήν την έκδοση;

Το έναυσμα δόθηκε από την παρατήρηση της ξεκάθαρης στροφής, εδώ και μία περίπου δεκαετία, των βραβεύσεων της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Εγκαταλείφθηκαν οι μεγάλες, εντυπωσιακές, βαρύγδουπες παραγωγές και το Όσκαρ καλύτερης ταινίας άρχισε να απονέμεται σε πιο ανεξάρτητες, “ψαγμένες”, γήινες δημιουργίες. Ακολούθησε φυσικά το ευχάριστο σοκ του θριάμβου για τα “Παράσιτα”. Μια ταινία από τη Νότια Κορέα κέρδισε όλες τις αγγλόφωνες παραγωγές. Απίστευτο, αν σκεφτεί κανείς ότι στις προηγούμενες εννιά δεκαετίες δεν υπήρξε ποτέ νίκη φιλμ που δεν ήταν στα αγγλικά,. Ούτε καν γαλλόφωνες, ιταλόφωνες, γερμανόφωνες ή ισπανόφωνες δουλειές δεν έφτασαν κοντά στο να αποσπάσουν το κορυφαίο αγαλματίδιο. Πώς, λοιπόν, προέκυψε αυτή η αλλαγή στάσης της Ακαδημίας; Τι συμβαίνει στο θεσμό και στο αμερικανικό ή έστω στο αγγλόφωνο σινεμά εν γένει; Τι σηματοδοτεί αυτή η στροφή; Αυτά τριβέλιζαν το μυαλό μου.

Όταν, μετά από ενδελεχές ψάξιμο, διαπίστωσα και το αδιανόητο βιβλιογραφικό κενό εν Ελλάδι, δηλαδή ότι ένα βιβλίο που γράφτηκε το 1983 από τον Μαρίνο Κουσουμίδη ήταν ό,τι πιο “πρόσφατο”, ενώ και στο εξωτερικό τα όποια πονήματα ήταν περισσότερο απλά πληροφοριακού χαρακτήρα, τότε πλέον η ιδέα άρχισε να με… πολιορκεί. Βρήκε, όμως, και στρωμένο έδαφος, καθώς περίπου ένα μήνα μετά την τελετή της 10ης Φεβρουαρίου 2020, όπου επικράτησαν τα “Παράσιτα”, ήρθε η πανδημία να μας κλείσει όλους στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μας. Ο απαραίτητος χρόνος, η αναγκαία συγκέντρωση για να μελετηθεί πια η οσκαρική ιστορία μέσα από τη θέαση (ή επαναθέαση) των 92 ταινιών που τιμήθηκαν ως καλύτερες είχε βρεθεί. Απλά, η ίδια η πανδημία, η οποία εν μέρει “γέννησε” αυτό το βιβλίο, ευθύνεται και για την καθυστέρηση στην κυκλοφορία του κατά περίπου ένα χρόνο (έτσι προστέθηκε η -επίσης πιστή στη νέα τάση βραβεύσεων- “Χώρα των νομάδων”), διότι υπήρχαν προφανή προβλήματα στη λειτουργία των εκδοτικών οίκων και των βιβλιοπωλείων, αναμονή για καλύτερες συνθήκες κ.ο.κ.

Για καιρό τα Όσκαρ η… ελληνική κινηματογραφική διανόηση τα σνόμπαρε. Έκανε λάθος, έγινε επανεκτίμηση, σε ποια κατάσταση βρισκόμαστε σήμερα;

Ναι, κατά βάση αυτό συνέβαινε. Ίσως μάλιστα όχι από την ελληνική, αλλά και από τη γενικότερη διεθνή κριτική στάση απέναντι στο θεσμό. Και δεν εξαιρώ τον εαυτό μου, που θυμόταν να χαρεί με κάποια βράβευση μόνο αν αφορούσε π.χ. τον μεγάλο Κλιντ Ίστγουντ… Όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Τα Όσκαρ δεν είναι για… πέταμα, για επίδειξη αδιαφορίας. Πέρα από το αναμφισβήτητο γεγονός των φανταχτερών τελετών με το κόκκινο χαλί και τα λοιπά που θέλγουν το μάτι, τα βραβεία Όσκαρ δεν είναι μόνο τα πρώτα χρονολογικά κινηματογραφικά βραβεία, δεν είναι μόνο τα δημοφιλέστερα, αλλά αυτά για τα οποία και ο λιγότερο φανατικός θεατής του κινηματογράφου κάποια θα στιγμή θα ρωτήσει, θα ενδιαφερθεί να μάθει.

Υπάρχει, βεβαίως, και η άλλη όψη του νομίσματος. Οι τόσο μαγεμένοι από το ογκώδες και θεαματικό της εκδήλωσης ή τόσο λάτρες του αμερικανικού σινεμά, οι οποίοι αντιμετωπίζουν το θεσμό ως “ιερή αγελάδα”, δεν τολμούν να τον αγγίξουν, δεν διανοούνται να του κάνουν την οποιαδήποτε κριτική. Υπάρχουν και τέτοιοι στο χώρο της κριτικής, ίσως λιγότεροι, αλλά ναι… υπάρχουν.

Και τελικά; Τελικά, η αλήθεια δεν είναι ούτε άσπρη ούτε μαύρη. Όπως τα περισσότερα ωραία πράγματα, η αλήθεια είναι ασπρόμαυρη, βρίσκεται κάπου στη μέση. Τα βραβεία Όσκαρ δεν είναι για φτύσιμο, αλλά ούτε και για προσκύνημα. Είναι -όπως και να το κάνουμε- τα σημαντικότερα εθνικά κινηματογραφικά βραβεία, ξεπερνώντας μάλιστα συχνά αυτόν τον εθνικό χαρακτήρα τους. Ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζονται, δεδομένης μάλιστα της απήχησης του αμερικανικού σινεμά παγκοσμίως, της μοναδικής του ικανότητας να γεμίζει τις αίθουσες, είναι απαραίτητο να τα δούμε λίγο πιο “στοργικά”, τώρα που ο κορωνοϊός άδειασε κι άλλο την πολύπαθη σκοτεινή αίθουσα. Δεν αντέχει το σινεμά μια επίδειξη σνομπισμού από εμάς τους κριτικούς προς αυτά τα φιλμ που φέρνουν τον κόσμο στις αίθουσες, τουλάχιστον εφόσον δεν προσβάλλουν τη νοημοσύνη ή την αισθητική μας. Πόσω μάλλον όταν στη μεγάλη πλειοψηφία τους τα καλύτερα οσκαρικά φιλμ έχουν πράγματι (με αρκετές εξαιρέσεις, αναμφίβολα) αρετές και περιεχόμενο.

Ποια θα έλεγες ότι είναι η κοινή κριτική σου ματιά που ενώνει τις ταινίες;

Η κοινή κριτική ματιά διασφαλίζεται μόνο με την ενιαία θέαση, δηλαδή με την επανεξέταση και μελέτη της ύλης (των φιλμ) την ίδια χρονική περίοδο. Έτσι, μπορεί κανείς να προχωρήσει στην αποτίμησή τους έχοντας κοινή αφετηρία: από το σήμερα προς τα πίσω στο χρόνο. Στην περίπτωση του βιβλίου, η θέαση των ταινιών έγινε με απόλυτη χρονολογική σειρά, από το πρώτο και βωβό “Wings” έως και τη “Χώρα των νομάδων”. Κατ’ αυτόν τον τρόπο κατέστη δυνατή και η παρακολούθηση της εξέλιξης των βραβείων, αλλά και της κινηματογραφικής, πολιτικής, κοινωνικής πραγματικότητας, στην οποία συντελέστηκε η εκάστοτε βράβευση.

Επίσης, αν η ερώτηση αφορά και σε αυτό, όταν ελήφθη η απόφαση να γραφτεί αυτό το βιβλίο, ελήφθη και η παράλληλη απόφαση να καθαρίσει στο μέτρο του δυνατού η σκέψη μου από κάθε προκατάληψη, είτε είχε αυτή να κάνει με τη γενικότερη στάση της κριτικής απέναντι στα φιλμ είτε με την προσωπική μου πρώτη εντύπωση, με τη μακρινή μνήμη. Θέλω να πιστεύω ότι αυτό επετεύχθη σε μεγάλο βαθμό και ήταν υπεραπαραίτητο για να υπάρχει αυτή η προσωπική κοινή κριτική ματιά, η κοινή αντιμετώπιση, χωρίς τσίμπλες στα μάτια, όπως είναι άλλωστε και η υποχρέωση κάθε κριτικού, όταν θέλει να είναι εντάξει με τον εαυτό του, αλλά και με τον αναγνώστη…

Γράφεις «εξόχως κριτικό». Στην εποχή των… αστεριών υπάρχει χώρος, ανάγκη για τον κριτικό λόγο; Και πώς τον ορίζεις εσύ;

Στην εποχή των αστεριών… σωστά, όλα τα εφημεριδοκείμενα αρχίζουν ή τελειώνουν με αστεράκια. Δεν είμαι αντίθετος στην ύπαρξή τους, για έναν και μόνο λόγο: για να προτρέψουν ή να αποτρέψουν κάποιον από τη θέαση μιας ταινίας, χωρίς να τον υποχρεώσουν πριν δει ένα φιλμ να διαβάσει την ανάλυσή του. Γιατί; Επειδή (κατά τη γνώμη μου) ουσιαστική κριτική ταινίας χωρίς τα λεγόμενα spoilers, δηλαδή την αποκάλυψη πληροφοριών που μπορεί να στερούν μέρος της απόλαυσης από την παρακολούθηση, καθώς δίνουν καίρια στοιχεία της υπόθεσης, δύσκολα υφίσταται. Όμως, μετά τη θέαση, ναι η ανάγνωση ενός κριτικού (και όχι απλά πληροφοριακού) κειμένου, μόνο να προσφέρει έχει στον σινεφίλ. Η ανάλυση του περιεχομένου, του λεγόμενου δεύτερου επιπέδου, αυτού που πιθανά κρύβεται πίσω από τις εικόνες, είναι δουλειά της κριτικής. Απαιτεί χώρο, χρόνο και αφοσίωση στο να υπηρετήσει κανείς τον μέσο θεατή, να μην τον αντιμετωπίσει αφ’ υψηλού, να τον καλέσει να μοιραστεί μαζί του όσα ο σκηνοθέτης του “έκρυψε” ίσως πίσω από το προφανές. Κριτικός λόγος είναι, λοιπόν, αυτός που δεν στέκει στην παράθεση πληροφοριών (ποιος σκηνοθέτησε το φιλμ, βάσει ποιου σεναρίου, με ποιους ηθοποιούς και λοιπούς συντελεστές, τι συμβαίνει στην πλοκή), αλλά κάνει βήματα και προς άλλες κατευθύνσεις, εξετάζει λίγο παραπάνω τα πλάνα, τα νοήματα, τους λόγους ακόμα-ακόμα που ένα φιλμ γυρίστηκε τη συγκεκριμένη εποχή…

Το διαδίκτυο πώς επενεργεί (και αν) στην κριτική;

Το διαδίκτυο έχει δύο βασικά πλεονεκτήματα: το πρώτο και βασικότερο είναι ότι παρέχει χώρο! Όσο χώρο θέλει κανείς για να εκφραστεί πλήρως, εκεί μπορεί να τον βρει ευκολότερα, δεν υφίσταται περιορισμός λέξεων – σελίδων κτλ. Το δεύτερο αφορά στην ευκολία με την οποία ο καθένας έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο, σε τοπικό αλλά και διεθνές επίπεδο. Άρα, από τη μια αν θέλει κάποιος να γράψει ένα κριτικό κείμενο έχει αμέτρητες διεξόδους και από την άλλη ο θεατής μπορεί να αναζητήσει και να εντοπίσει αμέτρητες κριτικές πολύ εύκολα.

Ωστόσο, αμφότερα τα πλεονεκτήματα μετατρέπονται πολύ εύκολα σε μειονεκτήματα: Ως προς τον χώρο, δεν είναι απίθανο το κείμενο να καταντήσει φλύαρο, να χαθεί ακόμα και ο ειρμός της σκέψης του γράφοντος, λόγω του “απλώματος”. Ως προς την ευκολότερη διέξοδο για γραφή ή ανάγνωση, η απουσία (σχεδόν ολοκληρωτική) ελέγχου του ποιος και τι γράφει καταλήγει συχνά στο άλλο άκρο, στην παράθεση ή εύρεση πολύ κακής ποιότητας κειμένων, ασύντακτων πολλές φορές, που δεν θα περνούσαν ποτέ από την πόρτα ενός μη ηλεκτρονικού εντύπου.

Και, ακόμα, τα αστεράκια των εντύπων, μπορεί εδώ να γίνουν ακόμα πιο μονοσήμαντα, like ή dislike, χάνοντας ακόμα και αυτή την όποια χρησιμότητα προανέφερα νωρίτερα. Όλα μαύρο ή άσπρο, ξανά…

Έχει οριστικά «στρίψει» η Ακαδημία στις επιλογές της; Μήπως είναι ένας κομφορμισμός από την ανάποδη – ακολουθώντας τις μόδες της εποχής;

Μπορεί να το αποκλείσει κανείς αυτό; Μόνο αν είναι αθεράπευτα ρομαντικός. Όμως, ακόμα κι συμβαίνει κάτι τέτοιο, είναι επιτυχία των Όσκαρ ότι έχουν διαβάσει και αποδεχτεί την ανάγκη αυτής της αλλαγής, συνδυάζοντάς την με πραγματικά αξιόλογες βραβεύσεις. Δεν έχει παρέλθει ακόμα ο χρόνος αρκετά, προκειμένου να είναι κανείς σε θέση να αξιολογήσει απόλυτα την οσκαρική δεκαετία που μόλις πέρασε, να δει αν θα σταθεί λ.χ. πλάι σε εκείνη του ’70, η οποία ήταν μάλλον η ευτυχέστερη του θεσμού. Όμως, σίγουρα “Η μορφή του νερού”, Τα “Παράσιτα”, “Η χώρα των νομάδων” διεκδικούν θέση σε μελλοντικούς θετικούς οσκαρικούς απολογισμούς…

Ποια είναι τα προσωπικά σου Όσκαρ που δεν δόθηκαν ποτέ;

Πού είναι ο “Πολίτης Κέιν” του Όρσον Γουέλς; Η ταινία-σταθμός του αμερικανικού σινεμά ηττήθηκε από ένα φιλμ αξιόλογο (αλλά ως εκεί) του Τζον Φορντ, την “Κοιλάδα της κατάρας” (“How green was my valley”). Σε ποιον πλανήτη μπορεί να ηττηθεί το “Αμέρικα, Αμέρικα” του Ηλία Καζάν από την “Επιχείρηση κρεβατοκάμαρα” (“Tom Jones”) του Τόνι Ρίτσαρντσον; Μπορεί να μην έχει πάρει το Όσκαρ το “Θα χυθεί αίμα” του Πολ Τόμας Άντερσον, ίσως η καλύτερη αμερικανική ταινία του 21ου αιώνα; Πολύ καλοί οι Κοέν με το “Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους”, αλλά… Για να μην αναφερθώ σε απωθημένα τύπου “Κάποτε στην Αμερική” και Σέρτζιο Λεόνε!

Ποιες είναι οι προβλέψεις σου για φέτος;

Αν ακολουθηθεί η ίδια λογική με τις πρόσφατες βραβεύσεις, αλλά ληφθεί υπόψη και ο αριθμός των υποψηφιοτήτων της (12), “Η εξουσία του σκύλου” της Τζέιν Κάμπιον θα είναι η αναμενόμενη νικήτρια της φετινής απονομής. Δικαιότατα, αν συμβεί. Θα σημάνει, βέβαια, αυτό και ότι το NETFLIX θα πιει πλέον νερό, έχοντας φτάσει στη βρύση αρκετές φορές ήδη τα προηγούμενα χρόνια. Μεγάλη η συζήτηση για τις πλατφόρμες αυτές, αλλά κρίνοντας το φιλμ καθαυτό, η Κάμπιον έχει κάνει την ταινία της ζωής της, περίπου 30 χρόνια μετά το “Πιάνο”.

 

Επανεκτίμησες διαφορετικά κάποιες ταινίες, κατά τη διάρκεια της συγγραφής;

Ναι, λ.χ. το “Πλατούν” του Όλιβερ Στόουν ή “Τα καλύτερα χρόνια της ζωής μας” του Γουίλιαμ Γουάιλερ λειτούργησαν πολύ καλύτερα τώρα για τον γράφοντα, ειδικά το πρώτο θεωρώ ότι αποτελεί ένα από τα καλύτερα “βιετναμικά” φιλμ. Αντίθετα, υποχώρησε π.χ. “Ο τελευταίος αυτοκράτορας” του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρόκειται για σημαντικό φιλμ. Όμως, δεν είναι “Κονφορμίστας”, χάνεται κάπου στο μεγαλείο και τον όγκο των εικόνων και της διάρκειάς του.


 


Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ