Χθες…
Ο δήμιος στέκονταν επάνω από ένα καζάνι που κόχλαζε Κόλαση. Στα γαμψά του νύχια κρατούσε απ΄ τα φτερά ένα μικρό ταχυδρομικό περιστέρι. Με μία αστραπιαία κίνηση το «βούτηξε» βίαια μέσα στο ζεματιστό νερό και το κράτησε εκεί για ακριβώς ένα δευτερόλεπτο. Εκείνο ούρλιαξε από πόνο. Η ατμόσφαιρα ήταν εφιαλτική. Η μυρωδιά της βαρβαρότητας αποπνιχτική. Οι δικαστές άρχισαν να κουνάνε με νόημα τα μυτερά, διχαλωτά στις άκρες ράμφη τους και να μιλάνε συνωμοτικά. Όταν τελείωσαν οι διαβουλεύσεις σηκώθηκε από την έδρα του ο εισαγγελέας και απήγγειλε τις κατηγορίες:
-Ένοχος για κακουργηματικές πράξεις. Κατασκοπεία, μεταφορά και παροχή πληροφοριών για την πολεμική μας μηχανή σε ξένων συμφερόντων Πολιτεία. Ένοχος για υποκίνηση σε ανταρσία κι ανεξέλεγκτες καταστάσεις που συνιστούν κίνδυνο για συναισθηματικές εξάρσεις και δημιουργούν μείζον ζήτημα στους παρευρισκόμενους. Έχεις κάτι να πεις πριν γίνεις «ζωμός πουλερικών»;
-Δεν σας φοβάμαι, «Πετρίτες»!
-Χα χα! «Γίναμε viral» και «υψώσαμε» ανάστημα. Αν θέλουμε σε σκοτώνουμε εδώ και τώρα, εσένα κι όλο σου το σόι… Φωτογραφήθηκες με κλάδο ελαίας στο στόμα! Ομολόγησε, όρνιο! Είσαι Γιος της «Ειρήνης»!
-Είμαι Γιός της μάνας και του πατέρα μου!
-Κάνεις την αθώα περιστερά, ε; Έχεις «ασυλία», πιστεύεις, επειδή η φάτσα σου μοστράρει παντού τελευταία; Πιστεύεις πως η δημοφιλία σου θα σε σώσει! Ελπίζεις στην «κοινή γνώμη». Είσαι ηλίθιος κι εσύ κι αυτή! Έχεις εκπαιδευτεί να είσαι κατάσκοπος των υποτιθέμενων «αθώων περιστερών» αυτού του κόσμου, ωστόσο, κανείς δεν είναι αθώος, αγαπητέ μου! Η προτίμησή σου στο επαχθές είδος των φιλειρηνιστών δείχνει πόσο λίγο μυαλό κρύβεται στον μικροσκοπικό σου εγκέφαλο. Τί έχεις να πεις για τις κατηγορίες που σε βαρύνουν;
– Οι άνθρωποι αναζήτησαν ένα σύμβολο. Έτσι γεννήθηκα! Η εικόνα μου μιλάει όπως το στόμα των ανθρώπων που απεχθάνονται τη βία και τα πολεμικά σας «παιχνίδια». Θέλω να «πετάω» ψηλά κι εκεί να πηγαίνω. Να ταξιδεύω πάνω από στεριές και θάλασσες. Αυτή είναι η φύση μου. Κι η αποστολή μου στη ζωή είναι να «μεταφέρω» μηνύματα ειρήνης και συμφιλίωσης, μηνύματα κατά του πολέμου.
-Έχουμε ομολογία, λοιπόν! Έχεις κάτι τελευταίο να πεις;
-Μια ύστατη σπιθαμή ανθρωπιάς…
-Έχεις το σύμπτωμα μιας βαριάς ασθένειας…
Είπαν τα «Γεράκια του Πολέμου» και μετά σιώπησαν. Καθώς ο δήμιος το έπιασε απ΄ τα φτερά και το σήκωσε ψηλά πριν το ρίξει μέσα στο καζάνι, το περιστέρι φτεροκόπησε αδύναμα κι άρχισε να ψελλίζει κάτι σαν προσευχή… Μετά ακολούθησε σιωπή και αμέσως μετά ήχησαν δυνατά τα τύμπανα του πολέμου… Τα «Γεράκια Πετρίτες» φόρεσαν τα πηλήκιά τους και ξεκίνησαν τον πόλεμο… Μέσα σε αυτόν τον κουρνιαχτό, όμως, ένα μικρό λευκό φτερό διέλαθε της προσοχής τους και διέφυγε αλώβητο …
Σήμερα…
Μια μάνα νανουρίζει το παιδί της πάνω στα ερείπια μιας βομβαρδισμένης πόλης. Όταν πια το παιδί αποκαμωμένο από το κλάμα κοιμάται, εκείνη, αρχίζει να ξεδιαλέγει φτερά πουλιών, να ξεχωρίζει τα καθαρά απ’ τα ματωμένα. Τα μάζεψε μόλις χθες. Τα βρήκε σκόρπια να στροβιλίζονται «σαστισμένα» γύρω από τη λίμνη. Ήταν φτερά από πάπιες, χήνες αλλά και από ένα άλλο είδος αρπακτικών πτηνών. Μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος και δόθηκε εντολή εκκένωσης του «πάρκου» το ένα είδος επιτέθηκε στα άλλα. Από το φτεροκόπημα πολλά πουλιά έχασαν τα φτερά τους. Λαβωμένα έφυγαν να σωθούνε, άλλα δεν «πέταξαν» ποτέ πια. Εκείνη, τα μάζεψε ένα – ένα -μαύρα, άσπρα, γκρι, κόκκινα- και έφτιαξε μια μικρή στοίβα. Μετά έβγαλε το ολομέταξο μαντήλι που είχε δεμένο στο λαιμό, δώρο του άντρα της, πήρε την παραμάνα που το συγκρατούσε, την έσπασε, λύγισε την μια της άκρη, την μεταποίησε σε βελόνα ραψίματος, μετά πέρασε από μέσα λίγη «σπασμένη» κλωστή που τράβηξε από το ξεχειλωμένο, «καπνισμένο» φόρεμά της κι άρχισε να ράβει με μεγάλες πονταρισιές σε ακανόνιστο σχήμα ένα μαξιλάρι. Δεν την ένοιαζε αν εκείνη ακουμπούσε το κορμί της σε πέτρες για να κοιμηθεί. Την ένοιαζε, όμως, ο μικρός της γιός να ακουμπάει στα μαλακά το κεφαλάκι του τα βράδια. Όταν τέλειωσε με τις τρεις άκρες άρχισε να γεμίζει το μαξιλάρι με τα φτερά ενώ σιγομουρμούριζε κάτι σαν νανούρισμα…
Με ρωτάς:
«Τι είναι ο πόλεμος μαμά;
Κάτι σαν τον «μαξιλαροπόλεμο»
που παίζαμε τις Κυριακές τα πρωϊνά;»
Με ρωτάς:
«Πού είναι ο μπαμπάς, μαμά;
Τι είναι το «μέτωπο» και πώς πάνε εκεί;
«Θέλω να πάω να τον βρω», μου λες,
πριν να τον βρούνε οι εχθροί».
Με ρωτάς;
«Γιατί δεν γυρίζουμε σπίτι;
Μήπως ήμουνα κακό παιδί;
Πότε θα πάμε στην παιδική χαρά;
Δεν έχω σχολείο σήμερα, μαμά;»
Με ρωτάς:
«Γιατί μου είπες να μην αγαπάω την Άννια, πια;
Τι σημαίνει πως είναι από την «άλλη μεριά»;
Θέλω μαζί της να ταΐζω ψίχουλα τα περιστέρια
Της έφτιαξα και μια ζωγραφιά με αστέρια…
Γιατί δεν πρέπει να αγαπάω την ‘Αννια πια;
Τι να σου απαντήσω; Τί!
Δεν έχω λόγια πειστικά για να σου πω
Μόνον δυο λέξεις «Σ΄ αγαπώ».
Γείρε στο μεταξένιο μαξιλάρι
Κι ονειρέψου…
Το σπίτι μας για ακόμα μια φορά
τους φίλους, το σχολείο σου, την Άννια,
τον μπαμπά, γιατί τα πούπουλα αυτά
είναι μαγικά…
Καθώς τελείωνε το ράψιμο κι έμενε μια μόνο πονταρισιά για να «κλείσει» το μαξιλάρι, ένα μικρό κάτασπρο φτερό ξεχώρισε πάνω από την ματωμένη στοίβα. «Δεν χωράει τίποτε άλλο» σκέφτηκε. Όμως, το φτερό πέταξε σαν αεράκι και στροβιλίστηκε γύρω της. Εκείνη, άπλωσε το χέρι, το έπιασε, το κράτησε μαλακά, το επεξεργάστηκε, και είπε: «Είναι φτερό περιστεριού. Ο γιός μου αγαπάει τόσο τα περιστέρια. Θα κάνω μια προσπάθεια να το χωρέσω». Το έσπρωξε δυνατά μέσα στο ήδη παραγεμισμένο μαξιλάρι, εκείνο αντιστάθηκε αλλά μετά υποχώρησε, στριμώχτηκε, «χώρεσε», αλλά έτσι καταπλακωμένο από φίλια κι εχθρικά φτερά ανάσαινε πια με δυσκολία. «Για να κουβαλάς μαζί σου ένα σημάδι από αγγέλους, ένα μήνυμα ελπίδας» είπε στο γιό της. Μετά σήκωσε με απαλές κινήσεις το μικρό κεφαλάκι, έσπρωξε από κάτω του το πουπουλένιο μαξιλάρι και το εναπόθεσε επάνω του…
Αύριο…
Άχρονο σε ένα τόπο απροσδιόριστο με άγνωστες συντεταγμένες. Το Αύριο βαδίζει πλέον επάνω σε κινούμενη άμμο μέσα σε ένα σκηνικό ακατανόητο. Κι ενώ θεριεύει στις καρδιές των ανθρώπων η αμφιβολία για το αν θα επιβιώσουν κάτω από τη βιαιότητα των γεγονότων, ένα μικρό κατάλευκο φτερό στροβιλίζεται ανεξέλεγκτα άλλοτε προς Δυσμάς κι άλλοτε προς τα Ανατολάς καθώς ο άνεμος το κινεί και το πάει όπου αυτός θέλει. Έχει μόλις «απελευθερωθεί» από ένα παιδικό πουπουλένιο μαξιλάρι, λερωμένο πια από παλιό αίμα. Είναι, ωστόσο, αξιοπερίεργα άσπρο και καθαρό σαν να μην το άγγιξε το κακό που είχε συγκεντρωθεί γύρω του, σαν να το απομάκρυνε, να το «ξέπλυνε» με έναν τρόπο μαγικό… Καθώς ακολουθεί μια ελεύθερη «χορογραφία» που ο άνεμος του υπαγορεύει σχηματίζει ψηλά στον ουρανό ένα ακανόνιστο διχαλωτό σχήμα. Σε όσους, ωστόσο, μπορούν να διακρίνουν πίσω από την καταχνιά το σχήμα αυτό θυμίζει το σύμβολο της Ειρήνης. Κι αυτή η μικρή υποψία ελπίδας γεννά μια νέα προσμονή στις καρδιές για ένα διαφορετικό Αύριο…
Φωτό: Γιώργος Χρυσοχοΐδης
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.