Συνέντευξη: Τάσος Ρέτζιος
Η ζωντανή επαφή με ένα σπουδαίο έργο τέχνης είναι μια ξεχωριστή και ιδιαίτερη εμπειρία που πολλές φορές μπορεί να σε καθορίσει για πάντα. Ο ιστορικός της τέχνης και ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ, Άλκης Χαραλαμπίδης, εδώ και χρόνια δημιουργεί την πιο… κοντινή σ’ αυτήν την επαφή εμπειρία. Με τον τόμο «Η τέχνη του 19ου αιώνα» που κυκλοφόρησε πρόσφατα, με εξαιρετική τυπογραφική επιμέλεια από τις εκδόσεις University Studio Press, ολοκλήρωσε έναν κύκλο σπουδαίων εκδόσεων για την ιστορία –και όχι μόνο- της τέχνης. Από τις ίδιες εκδόσεις, με μια «επίμονη προσπάθεια να βγει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα», όπως λέει ο ίδιος κυκλοφορούν ακόμη τα «Η Ιταλική Αναγέννηση», «Μπαρόκ», «Η Τέχνη του Εικοστού Αιώνα», «Τέχνη. Βλέπω, γνωρίζω, αισθάνομαι», «Η τέχνη και οι λέξεις της».
Επισημαίνουμε στον κ. Χαραλαμπίδη ότι όλο αυτό το σώμα των εκδόσεων δίνει μια δυνατότητα πρόσβασης σε όλους και με ευσύνοπτο και απλό τρόπο προτείνει και έναν δρόμο για να εισαχθεί κανείς στην τέχνη. «Ο στόχος μου είναι αυτός», λέει ο ίδιος. «Θα ήθελα πολύ αν αυτός που διαβάζει το βιβλίο και είναι ειδικός να ικανοποιείται, αν είναι μη ειδικός να μην αποθαρρύνεται. Υπάρχει και μια πολυετής διδακτική εμπειρία, από την οποία βγάζει κανείς συμπεράσματα που τον βοηθούν να ζυγίσει τον ορίζοντα υποδοχής: πώς θα το διαβάσει κανείς το βιβλίο, πώς θα το υποδεχτεί και πώς θα το αφομοιώσει».
Δίνετε μεγάλη βαρύτητα στην αλληλεπίδραση της τέχνης με τις τότε εξελίξεις στον κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον. Πιστεύετε ότι αυτό καθόρισε την τέχνη ή και η τέχνη όρισε τις εξελίξεις;
Η πορεία είναι αμφίδρομη. Οι ιστορικοί έχουν με επίθετα χαρακτηρίσει τον 19ο αιώνα άπιστο, άγνωστο, μεγάλο· είναι μερικοί μόνο χαρακτηρισμοί. Αυτό μας εισάγει στο κλίμα ενός αιώνα μεγάλων επαναστάσεων, πολιτικού, κοινωνικού και εθνικού χαρακτήρα, ενός αιώνα που εμφανίζονται τα μεγάλα φιλοσοφικά συστήματα (Καντ, Χέγκελ, Σοπενχάουερ, Νίτσε, Μαρξ), ενός αιώνα, της βιομηχανικής επανάστασης, που το υπογραμμίζω γιατί έχει άμεση σχέση με την καλλιτεχνική δημιουργία.
Συμβαίνουν δύο πράγματα: γύρω στο 1840 αρχίζει να διαδίδεται η φωτογραφία και παράλληλα εξελίσσεται η βιομηχανική παραγωγή των υλικών του καλλιτέχνη (χρώματα σε σωληνάρια, καμβάδες, τελάρα κλπ). Με τη φωτογραφία κάποιος που ήθελε το πορτρέτο του μπορούσε να το πάρει με απόλυτη ακρίβεια. Αυτό έθεσε ένα υπαρξιακό πρόβλημα στους ζωγράφους και τους οδήγησε σε άλλους δρόμους, με πολύ γόνιμα αποτελέσματα. Και το ότι είχαν έτοιμα πλέον τα σύνεργα τους οι ζωγράφοι είχε μεγάλη σημασία – φανταστείτε έναν ζωγράφο να δουλεύει στη φύση και ξαφνικά να του τελειώνει το πράσινο!
Οι φιλοσοφικές ιδέες και οι τεχνικές κατακτήσεις προβάλλονται μέσα στην τέχνη. Παράλληλα, με την εξέλιξη των μέσων μεταφοράς και των τηλεπικοινωνιών, αλλάζει η σχέση του ατόμου με τον χρόνο και τον χώρο κι αυτό οι καλλιτέχνες το αξιοποιούν, εμποτίζονται από αυτήν την εμπειρία και την αποδίδουν μέσα από τα έργα τους.
Έχω την αίσθηση ότι ο 19ος αιώνας είναι αυτός που έχει εμποτίσει το συλλογικό θυμικό, όχι ο 20ός…
Γενικώς στη βιβλιογραφία ο 19ος αιώνας θεωρείται κατά κάποιο τρόπο προθάλαμος του 20ού, εσφαλμένα κατά τη γνώμη μου, και αυτό προσπαθώ να το αναθεωρήσω στο βιβλίο. Πράγματι, δημιουργούνται προϋποθέσεις για τον 20ό, αλλά ο 19ος αιώνας υπήρξε κάτι πολύ παραπάνω από αυτό. Δυο παραδείγματα: η ιδέα του μοντερνισμού, που καθορίζει τον 20ό αιώνα, και η ιδέα του ιδιοφυούς ατόμου (genie), σε συνδυασμό με τον υποκειμενισμό και την ιδιοπροσωπία, γεννιούνται τον 19ου αιώνα.
Με ποια κριτήρια κάνατε τις επιλογές σας, μέσα από τόσα σημαντικά έργα;
Ήταν σύνθετα. Έπρεπε να κάνω μια επιλογή ανάμεσα στα πολύ γνωστά έργα που έχουν εγκατασταθεί στη συλλογική μνήμη, να μη λείπουν δηλαδή αυτά, αλλά ταυτόχρονα να δώσω έμφαση –και αυτό έκανα- σε έργα που είναι λιγότερο γνωστά, είναι κατά τη γνώμη μου αξιόλογα και ίσως αδικημένα στη βιβλιογραφία της τέχνης.
Αυτό θα το δείτε να πραγματώνεται μέσα από τη δομή του βιβλίου. Για παράδειγμα, κοιτάξτε την εικόνα της σελίδας 268, το πορτρέτο μιας νεαρής γυναίκας ζωγραφισμένο από τον Ντεγκά, ένα έργο διαστάσεων 27×22 εκ. Δηλαδή η ολοσέλιδη απεικόνισή του είναι σχεδόν στο φυσικό του μέγεθος! Ήθελα, λοιπόν, να δείξω ότι μπορεί κανείς να αναγνωρίσει στοιχεία αριστουργήματος και σε έργα μικρών διαστάσεων.
Και το εξώφυλλο, γιατί το επιλέξατε;
Νομίζω ότι αποτυπώνει ευσύνοπτα αυτό που ήταν ο 19ος αιώνας. Ο Καγιεμπότ, ένας ζωγράφος του κύκλου των εμπρεσιονιστών δεν ήταν πολύ γνωστός. Το έργο δίνει μια εικόνα του Παρισιού, όπως διαμορφώθηκε με την παρέμβαση του αρχιτέκτονα και πολεοδόμου Haussmann και όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Αυτό προβάλλεται εκεί σε μια βροχερή μέρα, με ανθρώπους της αστικής τάξης (αυτή είναι η τάξη του αιώνα), ντυμένους με τη μόδα της εποχής και επίσης μας δίνει και τη δυνατότητα να μελετήσουμε τον ρόλο του φωτός, που απασχολούσε ιδιαίτερα τους εμπρεσιονιστές.
Προσέξετε πώς πέφτει το φως πάνω στις ομπρέλες και σε ορισμένα σημεία των μορφών και κυρίως πώς αναδεικνύεται μέσα από το βρεγμένο λιθόστρωτο. Θυμηθείτε πώς αυτό επαναλαμβάνεται τη δεκαετία του 1930 σε φωτογραφίες του Henri-Cartier Bresson αλλά και στον κινηματογράφο με ταινίες όπως «Ο τρίτος άνθρωπος».
Σήμερα η τέχνη έχει κάποιον άξονα, δημιουργεί τάσεις ή είμαστε σε μεταιχμιακό στάδιο;
Νομίζω ότι συμβαίνει το δεύτερο, αλλά η τέχνη πάντα αναζητούσε και θα ήταν κοινότοπο να πούμε ότι βρίσκεται σε μια περίοδο αναζήτησης. Ακόμα και όταν φαινόταν να έχει φτάσει σε ένα επίπεδο πληρότητας, εκεί μέσα υπήρχε το σπέρμα της αμφισβήτησης και της ανατροπής.
Σήμερα η τέχνη διαμορφώνεται σ’ ένα εξαιρετικά ασταθές περιβάλλον προσπαθώντας να βρει ένα σταθερό βηματισμό. Νομίζω ότι δεν τον έχει βρει ακόμη και δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό. Εκείνο που θέλω να επισημάνω είναι ότι ακόμα και σε εποχές που δεν δίνουν ελπίδες ανάτασης, κυοφορούνται πράγματα. Αυτά λίγο-πολύ προβάλλονται στις μεγάλες εκθέσεις σε διάφορα μέρη του κόσμου. Μερικές φορές είναι βραδείας εξελίξεως διαδικασίες και αυτό το έχουμε δει επανειλημμένα στο χώρο της τέχνης.
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.