Alegría…

της Καρίνα Ιωαννίδου


Από μικρός ούτε «έκοβα» ούτε «έραβα» τη συμπεριφορά μου για να είμαι αρεστός. Ήμουν ο εαυτός μου. Μοναδικός, Αληθινός, Ελεύθερος. Όταν ο  Ισπανός πατέρας μου, την «έκανε» προς Λανθαρότε, απέκτησα δεύτερο «πατέρα». Ο πατριός μου ήταν πολύ cool τύπος όσο για τη μαμά μου ήτανε φίνα κι ελαστική σαν καλσόν λύκρα. Ποτέ δεν μου φόρεσαν «γκέμια». Αυτά τα «φόρεσα» αργότερα μόνος μου εν είδει  αξεσουάρ γιατί πολύ μου άρεσαν τα εξαντρίκ.

Από μικρός ένιωθα καλλιτεχ-άνθρωπος… Είχα δε μεγάλη γκάμα από ιδιότητες…  Ηθοποιός, χορευτής, σκηνοθέτης, ζωγράφος, μόδιστρος αλλά και τυλιχτής δώρων. Στις πρώτες τάξεις του δημοτικού μου άρεσε να τυλίγω δώρα για όλους… τύλιγα βιβλία, κουζινικά, παιχνίδια. Είχα τυλίξει όλα σχεδόν τα αντικείμενα στο σπίτι, μετά άρχισα να τυλίγω τη μαμά, τον «μπαμπά», τους συγγενείς, τους φίλους…. Ήμουν εντελώς καλλιτεχνική φύση… και πολύ Intellectual ήδη από το νηπιαγωγείο.  Το χιούμορ,  το νάζι, τα πολύχρωμα πουκάμισα, το τρανταχτό γέλιο, με έκαναν ιδιαίτερα ελκυστικό και δημοφιλή  στις παρέες.  Ήμουν η ηλιαχτίδα που φώτιζε μια μουντή μέρα…

Όταν οι μεγαλύτεροι και πιο δυνατοί, στο σχολείο,  έψαχναν θύματα ανάμεσα στους μικρούς, αδύναμους και διαφορετικούς, σε αυτήν την ανισορροπία δύναμης και αντοχής, εγώ, δεν κρυβόμουνα, πρόβαλα το χιούμορ και την δηλητηριώδη ατάκα μου και συχνά κατάφερνα να «γυρίζω μπούμερανγκ» την επίθεση κάθε επίδοξου bully.

-Με λες «μπούλη», σε λέω κι εγώ bully. Είμαστε πάτσι και πόστα, Κώθτα.

-Κώστα, με λένε!

– Στα Ισπανικά Κώθτα.

Εδώ, επεμβαίνει κι ένας δεύτερος.

-Ξέρεις ισπανικά;

-Είμαι μισός Ιθπανός, από τον μπαμπά.

-Αφού δεν έχεις μπαμπά, bastard!

-Έχω και μάλιστα δύο! Έχω δύο κουλτούρες να αντιτάξω σε δύο «κουμπούρες». Ole!

 

Τότε, ο ένας νταής μου επιτίθεται και μου σκίζει τα καινούρια φανταχτερά μου ρούχα. Μετά στέκεται μπροστά μου και περιμένει χασκογελώντας την αντίδρασή μου. Εγώ, μένω προς στιγμήν «κόκαλο» και μετά αρχίζω να περιεργάζομαι για κάποια δευτερόλεπτα τα σκισμένα μου ρούχα, το βολάν που προέκυψε στο μπροστινό μέρος του πουκαμίσου μου, τις ασυμμετρίες στα «κοψίματα» του υφασμάτινου παντελονιού μου και μετά κραυγάζω για να με ακούσουν όλοι: «Ουάου, έγινε τόσο ελαφρύ και αέρινο το ρούχο, αναδεικνύει τόσο τέλεια τις γραμμές του σώματός μου. Υπέροχη δουλειά! Είσαι ένας αυτοδίδακτος μόδιστρος. Σπουδαίο ταλέντο. Αυτή είναι η νέα τάση που προτείνει η ιταλική Vogue. Σε ευχαριστώ, bro». Εκείνος, μένει ενεός να με κοιτάζει καθώς απομακρύνομαι με αργά και σταθερά βήματα. Στο στήθος, ωστόσο, η καρδιά κτυπάει, σαν ταμπούρλο σε ντο μείζονα πολλαπλασιάζοντας την τιμή του φυσιολογικού ήχου με διέσεις επί διέσεων, ενώ την ίδια στιγμή παλεύω εν κινήσει να κουμπώσω ό,τι έχει απομείνει από το πουκάμισό μου, μην και πεταχτεί «έξω» η καρδιά μου… Από απόσταση ασφαλείας πια ακούω τον ένα νταή να κοροϊδεύει τον άλλον:

-Σε είπε «μοδίστρα» ρε; Χα χα… Σε «έκανε expose», o «γιόλας»!

-Ποιόν είπες «μοδίστρα» ρε; Εμένα; (Έσκουζε ο ψευτοπαλληκαράς και σκούπιζε τη μύτη του καθώς τον είχαν πάρει τα «ζουμιά»).

Καθώς φούντωνε ο καβγάς μεταξύ τους εγώ από μακριά σιγοτραγουδούσα το: «Καίγομαι καίγομαι / Ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά»… Ε, ναι, «άναβα» φωτιές από τότε…

Όταν ήρθε η ώρα να επιλέξω «καριέρα», η μαμά μου που υπεραγαπώ, μου εξήγησε πως πρέπει να επιλέξω μια κατεύθυνση πιο ρεαλιστική και μια συμπεριφορά πιο κανονική γιατί τα καλλιτεχνικά, τα φρου φρου και τα αρώματα δεν είναι κανονική δουλειά για έναν παιδί που ο «πατέρας» του εργάζεται σκληρά για να τους ζήσει.  Τότε, εγώ ευθαρσώς της απάντησα: «Πρώτον, ο «μπαμπάς» δεν είναι ο πραγματικός πατέρας μου, ole, και δεύτερον κάποιος που είναι αριστούχος και δημιουργικός μπορεί να γίνει ό,τι θελήσει ο ίδιος, ole ole, και να φοράει φανταχτερές στολές σαν τον Μπάτμαν, τον Σούπερμαν ή την Κατγούμαν…  Ole! ole! ola!

-Ξέρω ότι είμαι πολύ ελαστική μαζί σου… αλλά αυτό πρέπει να αλλάξει…  Είσαι ένα παιδί διαφορετικό από τα άλλα… Σου λέω ότι είσαι σπουργίτι κι εσύ μου λες ότι είσαι φλαμίνγκο!

-Μα είμαι φλαμίνγκο! Είμαι πολύ ροζ για σπουργίτι!

-Και πως θα ζήσεις; Εδώ υπάρχει έτοιμη δουλειά, στρωμένη… θα βγάζεις καλά λεφτά…

Κριντζάρω» και μόνο που το σκέφτομαι.  Νιώθω να με πνίγει η μαρμαρόσκονη… Sorry, αλλά εγώ, αγαπώ τη χρυσόσκονη και με αγαπά κι εκείνη…

– Μα, πρέπει να συμβαδίζεις με τους άλλους.

α όνειρά μου διαφέρουν από των άλλων…

-Είναι απόκλιση να μην μοιάζεις με τους όμοιους σου! Θα έχεις προβλήματα στη ζωή σου! Θα πάρεις τον κακό το δρόμο…

-Σιγά, μην γίνω κι ο Μπάμπης ο Σουγιάς! Εσείς είστε που μου βάζετε το μαχαίρι στο λαιμό…

Επειδή, δηλαδή, ο «μπαμπάς» είναι μαρμαράς πρέπει εγώ σώνει και καλά να «πληρώσω» το πατρικό μάρμαρο; Με φαντάζεστε, εμένα, σε νταμάρι να κόβω και να ράβω μάρμαρα; Κι όμως, το έκανα ένα καλοκαίρι αλλά αντί να «ψηθώ» εγώ στη δουλειά «έψησα το ψάρι στα χείλη» στους άλλους.  Έτριβα το μάρμαρο, το γυάλιζα με ένα μηχανάκι χειρός που έμοιαζε με γυαλοχαρτιέρα, κρατούσα σταθερή την μια άκρη με το ένα χέρι και με το άλλο το περνούσα πάνω από το μάρμαρο και όταν αυτό έρχονταν και γυάλιζε θαμπωνόμουνα από την πολύ  γυαλάδα. Μου άρεσε το στραφταλιζέ αλλά με «κριντζάριζε», εκείνος ο οξύς ανατριχιαστικός ήχος που παράγονταν δια της τριβής. Μου διάλυε όλη τη «μαγεία» που είχα μέσα μου αλλά, εγώ, όταν δεν υπάρχει «μαγεία» την φτιάχνω  μόνος μου. Έτσι, μετέτρεψα την  χειρωνακτική αυτή εργασία σε καλλιτεχνική λαξεύοντας  το μάρμαρο -που προορίζονταν για παραγγελίες πελατών- δίνοντας του σχήμα, όγκο, μορφή, ώσπου, με πήρανε χαμπάρι και έγινα  persona non grata  στο εργοτάξιο. Είχα, προλάβει να φτιάξω εντωμεταξύ μερικά έργα με σκαλίσματα του γούστου μου, που μου τα «κατάσχεσαν», ωστόσο, οι υπάλληλοι του πατριού μου.

Για λίγο με άφησαν ήσυχο, σύντομα όμως συγκλήθηκε έκτακτο οικογενειακό συμβούλιο με θέμα το «μέλλον» μου. «Αν επιμένετε να ασχοληθώ με το μάρμαρο, Okey… θα γίνω γλύπτης!». Ουπς! Νεκρική σιγή έπεσε στο δωμάτιο. Σκασίλα μου! Εμένα, πάντα με μάγευαν τα γυμνά σώματα σε χαλαρές στάσεις ανάπαυσης με φόντο

τους λευκούς τοίχους των μουσείων. Αυτή η ακίνητη κίνηση μου έκοβε την ανάσα. Γράφτηκα  κρυφά σε ένα εργαστήρι μαρμαρογλυπτικής. «Teacher, δίδαξέ με!» είπα στον Τεχνίτη. Δεν έχω να σου πληρώνω δίδακτρα. Είμαι ορφανός. Θα σε «πληρώνω» με ταλέντο, φαντασία, καλαισθησία». Γέλασε και με κράτησε. Αποδείχτηκε πως είχα εξαιρετική αντίληψη των διαστάσεων, της ισορροπίας των όγκων κι ευκινησία και δεξιοτεχνία στις κινήσεις των χεριών και των δακτύλων! Όλοι ζητούσαν τη γνώμη μου για την προσπάθειά τους: «Αχ, τι άσχημο, το καημένο» τους έλεγα. «Μα είναι ο «Σωκράτης»!» μου απαντούσαν. «Εγώ, δουλεύω μόνον «Απόλλωνες» και «Αφροδίτες», ole, ole, ole!», έλεγα,  και αυτοσχεδίαζα κάνοντας τις χαρακτηριστικές κινήσεις των χεριών και το ρυθμικό χτύπο των ποδιών του φλαμένκο δίνοντας  χρώμα στο γκρίζο περιβάλλον και  alegría  στην πεζή καθημερινότητα.

Μια μέρα γύρισε σπίτι ο πατριός μου και είπε σε εμένα και τη μητέρα να καθίσουμε γιατί έχει κάτι σοβαρό να μας πει:

-Ένας πελάτης που ήρθε σήμερα στο εργοτάξιο είδε τα γλυπτά που είχα πάνω στο γραφείο μου και με ρώτησε: «Ποιου καλλιτέχνη είναι;». «Του γιού μου» του απάντησα απορημένος. Είναι αυτοδίδακτος». Εκείνος, αφού τα περιεργάστηκε σχολίασε: «Ο γιός σας είναι πραγματικός καλλιτέχνης. Να τον στείλετε να το σπουδάσει. Μπορώ να σας προτείνω κάποιες σχολές εδώ αλλά και στο εξωτερικό… (Είπε ο «μπαμπάς» και μας έδειξε μια λίστα με σχολές)… Αυτές είναι οι επιλογές που έχουμε!!!

-Μπαμπά, φύλαξες τα έργα μου!!!

Ήταν  η πρώτη φορά που τον αποκαλούσα μπαμπά χωρίς εισαγωγικά!

Δεν ξέρω αν ήταν όντως η πιο ευτυχισμένη μέρα της δικής μου ζωής αλλά μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι για τους γονείς μου ήτανε!


 


Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ