της Έλενας Χελβατζόγλου
«Το αποτύπωμα του μεταναστευτικού, η αναζήτηση μιας νέας ισορροπίας με τη φύση, η καταστροφή των οικοσυστημάτων από την ανθρώπινη δραστηριότητα, η ποιητική αντιμετώπιση του καθημερινού τοπίου και η αναπαράσταση τοπίων με ψηφιακό φωτογραφογενή τρόπο που δεν υπάρχουν στην απτή γεωγραφία». Αυτά τα στοιχεία θα γνωρίσει κανείς στην έκθεση φωτογραφίας με τίτλο «landscape stories» έως τις 28 Αυγούστου με το τοπίο της Ελλάδας να πρωταγωνιστεί ως εθνική παρακαταθήκη. Ο επιμελητής του MOMus-Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης κος Ηρακλής Παπαϊωάννου αλλά και ο Δημήτρης Κοιλαλούς και η Ρέα Παπαδοπούλου, δυο από τους 19 φωτογράφους που απαρτίζουν την έκθεση, μοιράζονται στο SPEAKNEWS ιδέες, συναισθήματα και σκέψεις πίσω από τις ιστορίες αυτές.
Ηρακλής Παπαϊωάννου, επιμελητής MOMus-Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης
«landscape stories»: Οι ιστορίες των τοπίων. Ο τίτλος ακούγεται ξεκάθαρος και ιδιαίτερα ενδιαφέρων. Γιατι επιλέχθηκε το συγκεκριμένο κόνσεπτ; Ποιος είναι ο σκοπός της έκθεσης αυτής; Τι έχει να προσφέρει τόσο στο κοινό όσο και στην τέχνη της φωτογραφίας στην Ελλάδα;
Η έκθεση landscape stories συνιστά μια ελλειπτική περιήγηση στη σύγχρονη ελληνική φωτογραφία τοπίου του 21ου αιώνα, προσπαθώντας να επισκοπήσει λιγότερο καθιερωμένους δημιουργούς ή λιγότερο γνωστούς για το τοπιογραφικό τους έργο. Περιλαμβάνει 19 δημιουργούς το έργο των οποίων αγγίζει ένα ικανό εύρος προβληματισμών αισθητικών, ιστορικών, περιβαλλοντικών, κοινωνικών, φανερώνοντας την πολυτιμότητα και την πολυπλοκότητα του περιβάλλοντος μέσα από το οποίο γεννιούνται οι τοπιογραφικές αναπαραστάσεις.
Η έκθεση επιχειρεί να παρουσιάσει σύγχρονες προσεγγίσεις του ελληνικού τοπίου, εξετάζοντας τη φυσική και περιαστική εκδοχή του και όχι την αστική. Από που ξεκίνησε αυτή η ιδέα;
Η ιδέα ξεκίνησε από την παραδοχή ότι το τοπίο στην Ελλάδα αποτελεί εθνική παρακαταθήκη, τόσο για τις ιστορικές και μυθολογικές του καταβολές, όσο και λόγω της οικονομικής του ανάπτυξης τις τελευταίες δεκαετίες. Για λόγους που συνδέονται με το μεγάλο μέγεθος του σχετικού υλικού, προτιμήθηκε το αστικό τοπίο, η εξέλιξη δηλαδή του δομημένου χώρου, να μελετηθεί σε ξεχωριστή έκθεση.
Τι είναι αυτο που, κατά τη γνώμη σας, θα αποτυπωθεί περισσότερο στη μνήμη των επισκεπτών από την έκθεση; Γεννιούνται προβληματισμοί μετά από μία επίσκεψη στο MOMus;
Αυτό που νομίζω ότι ο επισκέπτης κρατά είναι τον πλούτο των τοπιογραφικών εργασιών της εγχώριας σκηνής, καθώς και την προσπάθεια να ψηλαφηθούν προβληματισμοί όπως, μεταξύ άλλων, το αποτύπωμα του μεταναστευτικού, η αναζήτηση μιας νέας ισορροπίας με τη φύση, η καταστροφή των οικοσυστημάτων από την ανθρώπινη δραστηριότητα, η ποιητική αντιμετώπιση του καθημερινού τοπίου, η αναπαράσταση τοπίων με ψηφιακό φωτογραφογενή τρόπο που δεν υπάρχουν στην απτή γεωγραφία.
Τι είναι αυτό που έχετε αποκομίσει από την εμπειρία του «landscape stories»;
Τη χαρά και το προνόμιο να συνεργαστώ με πολλούς καλλιτέχνες που δεν είχε τύχει ως τώρα να δουλέψουμε μαζί. Ακόμη την πεποίθηση ότι η ελληνική φωτογραφική σκηνή διευρύνεται σταδιακά και σημαντικά, και ανανεώνεται παρακολουθώντας τους σύγχρονους προβληματισμούς.
«Η μελέτη τοπίου είναι ένα καθρέφτισμα του κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε, του τρόπου με τον οποίο τον διαμορφώνουμε, τον υπερασπιζόμαστε ή τον καταστρέφουμε, και με την έννοια αυτή από μια τέτοια έκθεση μπορούν να αντληθούν χρήσιμα συμπεράσματα για την εποχή και την κοινωνία μας»
Γιατί είναι σημαντική η φωτογραφία τοπίου; Και τελικά ποιος είναι ο λόγος ύπαρξής της;
Η μελέτη του τοπίου δεν είναι (και δεν ήταν ποτέ) μια αμιγώς αισθητική υπόθεση. Είναι παράλληλα ένα καθρέφτισμα του κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε, του τρόπου με τον οποίο τον διαμορφώνουμε, τον υπερασπιζόμαστε ή τον καταστρέφουμε, και με την έννοια αυτή από μια τέτοια έκθεση μπορούν να αντληθούν χρήσιμα συμπεράσματα για την εποχή και την κοινωνία μας.
Ποια είναι η πιο δυνατή εμπειρία που έχει χαραχθεί στη μνήμη σας από το MOMus;
Εργάζομαι στο μουσείο περισσότερα από είκοσι χρόνια και είχα την ευκαιρία να ζήσω πολλές καλές και μοναδικές στιγμές, δημιουργικές περιόδους και συνεργασίες, και αναμφίβολα άλλες οι οποίες ήταν δύσκολες. Προσπαθώ να κρατώ τα θετικά και να σκέφτομαι το μουσείο ως ένα θεσμό που μπορεί να προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στην κοινότητα των φωτογράφων, των φιλότεχνων, αλλά και στο ευρύτερο κοινό.
Πιστεύετε πως η τέχνη της φωτογραφίας έχει χάσει την αξία της σήμερα; Τι θα συμβουλεύατε τους νέους που θέλουν να ασχοληθούν με αυτην;
Η φωτογραφία ως εικόνα στην ψηφιακή εποχή απολαμβάνει τη μεγαλύτερη δημοφιλία που είχε ίσως ποτέ εικαστικό μέσο στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, συνιστώντας μαζί με το βίντεο το κυρίαρχο νόμισμα επικοινωνίας. Ένα μικρό κλάσμα των εικόνων αυτών διαθέτει καλλιτεχνικό πρόταγμα και απολαμβάνει πιστεύω μεγάλη αναγνώριση σε σχέση με παλαιότερες εποχές. Θα συμβούλευα τους νέους να αγαπήσουν την τέχνη ειλικρινά (και τη φωτογραφία ως τέτοια) και να την αφήσουν να αλλάξει τη ζωή τους. Ακόμη να είναι εργατικοί και ειλικρινείς με τον εαυτό τους απέναντι σ’ αυτό που κάνουν.
Δημήτρης Κοιλαλούς, φωτογράφος
«landscape stories»: Οι ιστορίες των τοπίων. Τι φωτογραφίες θα δει το κοινό από εσάς όταν επισκεφτεί την έκθεση;
Οι φωτογραφίες με τις οποίες συμμετέχω είναι από μια προηγούμενη δουλειά που έγινε στην Ελλάδα. Είχε σχέση με το προσφυγικό και έχει ήδη εκτεθεί πολλές φορές -κυρίως εκτός Ελλάδας. Επειδή, λοιπόν, ένα κομμάτι της ήταν τοπιογραφίκό, ο Ηρακλής Παπαϊωάννου αποφάσισε κάποιες από αυτές τις φωτογραφίες να τις εντάξει στην έκθεση.
Οι περισσότερες φωτογραφίες προέρχονται από την ελληνική παραμεθόριο και έγιναν με αφορμή τις προσφυγικές μετακινήσεις. Δεν χρησιμοποιώ την λέξη προσφυγική κρίση, γιατί δεν θεωρώ ότι φωτογράφισα την προσφυγική κρίση. Η προσφυγική κρίση ήταν, απλώς, η αφορμή για να φωτογραφίσω. Νομίζω ότι, σε γενικές γραμμές, η προσφυγική κρίση φωτογραφήθηκε με πολύ δραματοποιημένο και στερεοτυπικό τρόπο, κάτι που δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να προκύπτει από τη δική μου δουλειά.
Η τοπιογραφία που εμφανίζεται σε αυτήν την δουλειά είναι εξ ολοκλήρου η τοπιογραφία της ελληνικής παραμεθορίου. Είναι τόποι που σχετίζονται με την ιστορία που ήθελα να αφηγηθώ. Η δική μου ιστορία σχετίζεται με την μεταβατική ταυτότητα των ανθρώπων. Είναι, δηλαδή, μία δουλειά η οποία έχει μια κατά κάποιον τρόπο ανθρωπολογική διάσταση. Δε θα πω πως είναι μία πορτραιτοκεντρική δουλειά -με την αυστηρή έννοια της φωτογραφίας πορτραίτου που υποτίθεται ότι αποτυπώνει χαρακτήρες- ωστόσο, ένα από τα βασικά στοιχεία-εργαλεία για την αφήγησή μου είναι οι φωτογραφίες ανθρώπων.
Σε κάποιο σημείο στο σχετικό σημείωμα της δουλειάς -που φαίνεται και στο βιβλίο που εκδόθηκε με την δουλειά αυτή- γράφω ότι το έργο «…εστιάζοντας περισσότερο στο υπαρξιακό παρά στο ιστορικό επίπεδο, αποτυπώνει τη γενική ταυτότητα του φυγά, εκείνου που προσπαθεί να αποδράσει, εκείνου που προσεταιρίζεται άλλες, ενδιάμεσες προσωρινές ταυτότητες και μιλά όχι μόνο για εκείνους που φωτογράφισε, αλλά κυρίως για όλους εκείνους που δεν φωτογράφισε, όλους εκείνους που σιωπηλοί, απογυμνωμένοι, παλεύουν να ανασυστήσουν έναν «εαυτό» από τα λίγα που τους έχουν απομείνει…»
Αυτοί οι άνθρωποι την δεδομένη χρονική συγκυρία βρέθηκαν σε έναν συγκεκριμένο τόπο, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν τα τοπία της ελληνικής παραμεθορίου, που έχουν πολύ συγκεκριμένη (χαρακτηριστική) ταυτότητα.
«Οι τόποι προσδιορίζονται από τους ανθρώπους που τους κατοικούν και αντιστρόφως οι άνθρωποι διαμορφώνονται από τους τόπους και τα τοπία τα οποία έχουν κατοικήσει. Άνθρωποι και τοπία είναι δύο πράγματα εντελώς αλληλένδετα, που το ένα είναι καθρέφτης του άλλου. Οι ιδιότητες του ενός προβάλλονται πάνω στο άλλο».
Έτσι, οι παραμεθόριες περιοχές που αποτύπωσα σαν την βασική τοπιογραφία του έργου μου, και που κατά κανόνα δεν κατοικούνται μόνιμα, δεν φέρουν κάποιο χαρακτηριστικό ανθρώπινο αποτύπωμα. Δεν περιέχουν τοπόσημα, ούτε είναι αναγνωρίσιμοι. Μοιάζουν έρημοι, χωρίς σαφή ταυτότητα και ίσως μελαγχολικοί. Με αυτήν την έννοια έχουν μια οικουμενικότητα καθώς θα μπορούσαν να βρίσκονται οπουδήποτε και όχι μόνο στην Ελλάδα.
Η διαφορετική αντίληψη του εκάστοτε θεατή
Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο θεατής την φωτογραφία είναι βέβαια εντελώς υποκειμενικός. Δηλαδή, αυτό το οποίο εισπράττει ο θεατής δεν είναι υποχρεωτικά ίδιο με αυτό το οποίο αποτυπώνει ο φωτογράφος -πολύ δε περισσότερο με αυτό που αισθάνεται ο φωτογράφος. Κατά την γνώμη μου βέβαια ούτε πρέπει να είναι ζητούμενο για έναν φωτογράφο να προσπαθεί να “δείξει ή να δηλώσει κάτι συγκεκριμένο”. Ο θεατής θα δει εκείνο που θέλει εκείνος, θα δώσει δικές του προεκτάσεις και δικές του εξηγήσεις.
«Και αυτό γιατί οι φωτογραφίες δεν είναι ποτέ μονοδιάστατες. Δεν υπάρχει μονοσήμαντη σχέση μεταξύ έργου και θεατή».
Ο καθένας τις αντιλαμβάνεται, τις αισθάνεται και τις εισπράττει εντελώς υποκειμενικά. Δηλαδή, ένα συναίσθημα που μπορεί να γεννήσει μια φωτογραφία είναι διαφορετικό σε κάθε άνθρωπο που την κοιτάζει. Αν αναφέρουμε, για παράδειγμα, τις λέξεις λιμάνι, βουνό, θάλασσα, ο καθένας τις αντιλαμβάνεται και τις φαντάζεται διαφορετικά. Θα αναφέρω ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα για την φωτογραφία με το τυφλό κορίτσι που εκτίθεται στην έκθεση και που έχει σε πολύ έντονο βαθμό αυτήν την διάσταση της αμφισημίας.
Είχα γνωρίσει μία οικογένεια στην Ειδομένη που είχαν ένα κοριτσάκι -περίπου 8 χρονών- που ήταν τυφλό. Είχα αναπτύξει μία πολύ ιδιαίτερη και τρυφερή σχέση μαζί της. Δεν είχα πρόθεση να την φωτογραφίσω, γιατί είναι ένας τύπος πορτραίτου που δεν με έλκει ιδιαιτέρως, γιατί συνήθως ξεκινάει με μια θετική προκατάληψη αφού προκαλεί και “εκβιάζει” την συμπάθεια του θεατή. Μια μέρα που πήγα στην οικογένεια για να δω το κορίτσι, εκείνο έλειπε… ρώτησα που ήταν και μου την έδειξαν λίγο παραπέρα να παίζει στην μέση ενός σκουπιδότοπου. Είχε ελαφριά συννεφιά. Ακριβώς την στιγμή που γύρισα να την κοιτάξω, μία ηλιαχτίδα έπεφτε πάνω της και εκείνη, λουσμένη από το ζεστό χειμωνιάτικο φως είχε γυρίσει το κεφάλι με μια ελαφριά κλίση προς τον ήλιο -ακολουθώντας την αίσθηση της ζέστης αφού δεν έβλεπε. Ξαφνικά, όλη αυτή εικόνα έγινε μία σουρεαλιστική μεταμόρφωση που μου θύμισε τα χριστουγεννιάτικα αυτοκόλλητα της δεκαετίας του ‘50 και ‘60, με τα αγγελάκια να κοιτάνε προς τα πάνω -προς τον ουρανό· μου θύμισε τα αγγελάκια στους πίνακες του Boucher και του Ραφαήλ στο Ροκοκό και στην Αναγέννηση. Οι ροζ κάλτσες ήταν σαν ροζ συννεφάκια κόντρα στον θαλασσί ουρανό, και παρόλο που αρχικά δεν είχα καμία πρόθεση να την φωτογραφίσω, την φωτογράφισα.
Αναφέρω ολόκληρο το περιστατικό γιατί είναι μία φωτογραφία που μπορεί να την δει κανείς με αρκετούς και εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους τρόπους και δείχνει πως μια προφανής φωτογραφία μπορεί να έχει τόσο διαφορετικές αναγνώσεις. Οι περισσότεροι προβάλλουν πάνω στο κορίτσι τον οίκτο τους· για το γεγονός ότι είναι πρόσφυγας, για το γεγονός ότι είναι ένα παιδάκι που παίζει μέσα στα σκουπίδια ή για το γεγονός ότι είναι τυφλό. Για εμένα ήταν καταρχάς ένα παράδοξο με αναφορές στην ζωγραφική και οπτικές ομοιότητες με μια πολύ συγκεκριμένη εικονογραφία, που ειδικά μέσα σε εκείνο το ζοφερό περιβάλλον φαινόντουσαν απίθανες. Πάνω από όλα ήταν μια φωτογραφία που μέσα της περιείχε την ‘ευγένεια’ της ζωγραφικής. Και υπήρχε και η αλήθεια βέβαια… ότι αυτό ήταν ένα κορίτσι που έπαιζε σε ένα σκουπιδότοπο, ήταν ευτυχισμένο γιατί δεν άκουγε εκρήξεις, και πολύ περισσότερο γιατί δεν της φώναζαν οι γονείς της για να μαζευτεί στο σπίτι ή να σταματήσει να παίζει! Στην ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ήταν ένα χαρούμενο ελεύθερο παιδί που απολάμβανε τον ήλιο, το παιχνίδι και την ελευθερία του! Ως εκ τούτου εγώ την αντιλαμβάνομαι σαν μια αισιόδοξη φωτογραφία που αποπνέει ελπίδα μέσα στον ζόφο του πολέμου και της προσφυγιάς.
Καταλήγοντας μπορώ να πω ότι ποτέ δεν προσπαθώ να δηλώσω κάτι μέσα από τις φωτογραφίες που κάνω. Προφανώς φωτογραφίζω έχοντας κάτι πολύ συγκεκριμένο στο μυαλό μου όμως, κάθε έργο έχει την δική του ζωή και ο θεατής πάντοτε βλέπει αυτό που θέλει ο ίδιος να δει.
Σκοπός
«Την κάθε φωτογραφία πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε κατά κάποιο τρόπο σαν μια λέξη. Μία λέξη είναι πολύ εύκολο να την αρθρώσεις ή να την γράψεις αρκεί να την έχεις διδαχθεί…»
Αντίστοιχα (και εξίσου εύκολα πλέον αφού δεν χρειάζεται να έχεις διδαχθεί τίποτα) μια φωτογραφία είναι μια μικρή απομονωμένη διατύπωση. Και είναι πλέον εύκολο αυτήν την ‘ωραία’ φωτογραφία να την βγάλει οποιασδήποτε (ειδικά με την βοήθεια των σύγχρονων φωτογραφικών μηχανών και έξυπνων προγραμμάτων). Όμως είναι διαφορετικό όταν προσπαθήσεις να βάλεις την λέξη ή τις λέξεις σε μια πρόταση ή πολύ περισσότερο να τις τοποθετήσεις σε ένα κείμενο που έχει συνοχή, έχει νοηματικό βάθος και ενδεχομένως λέει κάτι καινούργιο ή κάτι σημαντικό. Και το αντίστοιχο συμβαίνει με τις φωτογραφίες. Η εικόνα είναι εύκολη· το νόημα που προκύπτει είναι πολύ πιο περίπλοκο ζήτημα.
Κατά την γνώμη μου πρέπει να αντιληφθούμε όχι μόνο σαν θεατές αλλά και σαν φωτογράφοι ότι κάθε έργο είναι μια τοποθέτηση του καλλιτέχνη πάνω σε κάτι. Συνήθως είναι μια τοποθέτηση πάνω στο θέμα που φωτογραφίζει, εκτός εάν χρησιμοποιεί αυτό που φωτογραφίζει σαν μια αλληγορία, πράγμα που συμβαίνει πολύ συχνά. Είναι ο τρόπος που εκείνος το καταλαβαίνει, το παίρνει και (μέσω του τρόπου του και του ύφους του) το διαμορφώνει σε ένα σύνολο από οπτικές ιδέες και το αναδιατυπώνει. Άρα στην πραγματικότητα, όταν βγάζω μία φωτογραφία ενός χώρου ή ενός τόπου αυτό που συμβαίνει (σε μένα) είναι ότι η συγκεκριμένη εικόνα και ο τρόπος με τον οποίο την έχω φωτογραφίσει γίνεται «λέξη» για την ιστορία που θέλω να πω.
Έτσι, ο θεατής που βλέπει την φωτογραφία ή τις φωτογραφίες μου, θεωρητικά πρέπει να τις αντιλαμβάνεται στο πλαίσιο αυτού που θέλω να πω· και αντίστοιχα, κάθε επιμελητής όταν κάνει μία έκθεση και χρησιμοποιεί φωτογραφίες διαφορετικών φωτογράφων και κάνει μια συνολικότερη αναδιατύπωση… Από την στιγμή που το έργο φεύγει από τα χέρια του καλλιτέχνη ταξιδεύει ελεύθερα και δεν μπορεί να μην γίνει αντικείμενο συνεχών -και βέβαια διαφορετικών- τέτοιων αναδιατυπώσεων.
Γιατί είναι σημαντική η φωτογραφία τοπίου; Και τελικά ποιος είναι ο λόγος ύπαρξής της;
Καταρχάς να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Η έννοια του τοπίου είναι μία έννοια κατασκευασμένη. Τι σημαίνει αυτό; Τι σημαίνει τοπίο και πως το “τοπίο” διαφέρει από τον “χώρο”; Έχει άλλες ιδιότητες; Έχει άλλη ταυτότητα; Χωρίς να επεκταθώ πολύ, όταν ο “αόριστος” χώρος αποκτά γεωμετρία, ιδιότητες και ταυτότητα, τότε είναι που μεταμορφώνεται σε Τοπίο.
Η εικονογράφηση του τοπίου, η οποία στην πραγματικότητα άρχισε να υπάρχει σαν είδος περίπου στο Μπαρόκ με τους Claude Lorraine και Nicolas Poussin, περιείχε πάρα πολλούς συμβολισμούς, είχε συγκεκριμένες συμπαραδηλώσεις και πολύ χαρακτηριστικά στοιχεία ως προς την διάταξη του, την γεωμετρία του, την χρωματική του γκάμα, ακόμα και τον φωτισμό του. Έκτοτε εκείνος ο τρόπος -που ήταν εντελώς αποτέλεσμα της φαντασίας- αποτέλεσε την βασική στερεοτυπική αναφορά στην έννοια του Τοπίου, είτε αναφερόμαστε στην δημιουργία του ‘Αγγλικού Κήπου’ είτε στις τοπιογραφίες των Turner, Constable και Van Gogh, είτε στις φωτογραφικές τοπιογραφίες των Ansel Adams, του Thomas Struth, του Stephen Shore ή του Alec Soth. Όλες οι αναφορές αντλούνται ακόμα από εκείνες τις κλασσικές Μπαρόκ τοπιογραφίες.
Αυτό, λοιπόν, που κάνει η φωτογραφία Τοπίου δεν είναι μόνο είναι ότι προσδιορίζει τον χώρο που συμβαίνει αυτό που φωτογραφίζεται. Επιπλέον, σχετίζεται με τον τρόπο που λέγεται η ιστορία -δηλαδή το ύφος. Βασικά θεωρώ ότι η φωτογραφία Τοπίου εκτός του ότι συνιστά σημείο αναφοράς (δηλαδή “βρισκόμαστε εκεί”) είναι πολύ υψηλού συμβολισμού και αποτελεί πολύ σημαντικό μέρος της φωτογραφικής γλώσσας, αφού σχετίζεται όχι μόνο με την ιστορία που θέλουμε να αφηγηθούμε αλλά και τον τρόπο που την αφηγούμαστε.
Ρέα Παπαδοπούλου, φωτογράφος / αρχιτέκτονας
«landscape stories»: Οι ιστορίες των τοπίων. Τι φωτογραφίες θα δει το κοινό από εσάς όταν επισκεφτεί την έκθεση;
Στην έκθεση «landscape stories» έχουν επιλεγεί από τον επιμελητή Ηρακλή Παπαϊωάννου δυο φωτογραφία μου θέματα. Το Πρώτο είναι η ‘Λίμνη Που Δεν Βλέπεις’ στο οποίο ασχολούμαι με μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση αυθαίρετης δόμησης καλοκαιρινών κατοικιών, στις οποίες συμβίωναν για δυο δεκαετίες Χριστιανικές και Μουσουλμανικές οικογένειες, στην Ροδόπη και το δεύτερο είναι τρεις εικόνες από τα τα ‘Διαταραγμένα Εδάφη΄ που είναι μία εργασία σε εξέλιξη όπου αποτυπώνω τα ορατά και αόρατα σημάδια που αφήνουμε εμείς οι άνθρωποι στο Ελληνικό τοπίο.
Ποιο είναι το κριτήριο που, κατά τη γνώμη σας, μπορεί να σταθεί η αφορμή για να επιλέξετε να να αποτυπώσετε με τον φωτογραφικό σας φακό ένα τοπίο;
Εδώ και αρκετά χρόνια με απασχολούν θέματα κυρίως περιβαλλοντικά. Παρατηρώ το τοπίο που αλλάζει και σε πολλές περιπτώσεις να καταστρέφεται αλλά πάντα υπάρχει αυτή η τρομερή φύση η οποία μπορεί να ανακαταλάβει τον χώρο της και να κρύψει ότι έχουμε κάνει εμείς οι άνθρωποι. Στην περίπτωση της ‘Λίμνης Που Δεν Βλέπεις’, αυτή η Λίμνη εξαφανίζεται πίσω από την γραμμή των σπιτιών που χτίζονται στο εύθραυστο οικοσύστημα ενός προστατευόμενου υγροτόπου. Παρατηρώντας τις σειρές των χρωματιστών σπιτιών σκέφτομαι ότι και αυτά δημιουργούν ένα νέο γοητευτικό, για μένα, τοπίο. Αυτό το νέο τοπίο, που μου προξενούσε ευχαρίστηση και ανησυχία ταυτόχρονα, ήταν που με έκανε να φωτογραφίζω την περιοχή ξανά και ξανά.
«Με γοητεύει το τοπίο, ιδίως εκεί που υπάρχει ο φορμαλισμός και η αναρχία μαζί αυτό το ατέλειωτο ταξίδι στα επίπεδα του χρόνου και του τόπου»
Ποιο είναι το κριτήριο που, κατά τη γνώμη σας, μπορεί να σταθεί η αφορμή για να επιλέξετε να να αποτυπώσετε με τον φωτογραφικό σας φακό ένα τοπίο; Ποια τα συναισθήματα πριν από τη λήψη αλλά και μετά, όταν προκύπτει τελικά το αποτέλεσμα που επιθυμείτε;
Με γοητεύει το τοπίο, ιδίως εκεί που υπάρχει ο φορμαλισμός και η αναρχία μαζί. Η περιέργεια για το τι ήταν πριν, πως είναι τώρα και πως θα είναι μετά – αυτό το ατέλειωτο ταξίδι στα επίπεδα του χρόνου και του τόπου – επίσης έχουν γίνει αφορμή να ξεκινήσουν κάποια από τις φωτογραφικά μου θέματα. Ταυτόχρονα διαβάζω και ακούω ιστορίες για τους τόπους αυτούς. Δουλεύω συνήθως κάθε θέμα για καιρό και μερικές φορές αυτό μεταμορφώνεται, όπως και το τοπίο, καταλήγοντας σε μία σειρά εικόνων που κατά κάποιο τρόπο συνδέονται, και στη κάθε μία να υπάρχει η δική της ιστορία. Όμως τον τόπο από τον οποίο ξεκίνησα διστάζω πάντα να αποχωριστώ, έτσι και τα θέματα μου δεν τελειώνουν εύκολα και γρήγορα.
Είστε ένας από τους 19 φωτογράφους που συμμετέχουν στην έκθεση. Ποιο στοιχείο είναι αυτό που σας ξεχωρίζει; Θεωρείτε πως υπάρχει μία κοινή γραμμή μεταξύ σας;
Είναι μεγάλη μου τιμή να είμαι μαζί με τόσους εξαιρετικούς φωτογράφους της σύγχρονης ελληνικής φωτογραφίας. Η κοινή γραμμή είναι το Ελληνικό τοπίο όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, όμως κάθε φωτογράφος έχει την δική του ιστορία για αυτό και τον δικό του τρόπο να την αφηγηθεί.
Έκθεση «landscape stories»
Απόψεις της σύγχρονης ελληνικής φωτογραφίας τοπίου
MOMus-Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης
(Αποθήκη Α’, Προβλήτα Α’, λιμάνι Θεσσαλονίκης)
8 Μαρτίου – 28 Αυγούστου 2022
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.