Καλοκαίρι και… καπινιά

Της Καρίνας Ιωαννίδου


 

«Αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς, μην περιμένεις να σε ξύσει κανένας άλλος». Μεγάλη αλήθεια! Την περιμένω για περισσότερες από δύο ώρες «ξεχασμένη» σε μια πολυθρόνα. Και αυτό γιατί; Γιατί είμαι ψυχούλα κι όταν εκείνη βρέθηκε σε ανάγκη την περιμάζεψα σπίτι μου πιστεύοντας πως θα μου έδειχνε τόση δα ευγνωμοσύνη και τρυφερότητα. Αλλά, με ηπάτησε ο πανούργος όφις -κρυμένος πίσω από το προσωπείο της πρόσχαρης και συμπονετικής ανηψιάς-. Αποδείχτηκε σκληρή, κυνική και ακαμάτρα! Γιατί εμ μου κατέστρεψε το μαλλί εμ γέλαγε κι από πάνω όταν της φώναζα: «Τί ροζαλί χρώμα είναι αυτό; Σαν το «μαλλί της γριάς» μου το έκανες». «Όλες οι ηρωίδες της Άγκαθα Κρίστι έχουν την ίδια κουπ. Είσαι Θεούλα,  θειούλα μου… μάτς μουτς» μου απάντησε.  Μετά άνοιξε τον ανεμιστήρα, μου έβαλε φαΐ  στο πιατάκι -σαν να ήμουνα το pet της- και βγήκε έξω για σουλάτσο.  Τουλάχιστον θα θυμηθεί να μου φέρει αυτό που της παράγγειλα; Πολύ αμφιβάλλω! Γιατί αυτή το μόνο που κάνει χρόνια τώρα είναι να μου «κριτσανίζει» την σύνταξή χράτσα χρούτσα χράτσα χρούτσα… με ήχο αηδιαστικό και απαίσιο… «Όταν θέλεις κάτι να πατάς το μπουτόν. Πάτα το κι έτρεξα» μου είπε και μετά έγινε «καπινός και καπινιά»… Το πατάω το κουμπί, ε, και;

Πατάω το κουμπί και βγαίνει μια χοντρή

ίδια  μπισόν φριζέ, μου λέει νιξ fumé

Και από απέναντι έχω κι αυτόν τον γέροντα να μου τραγουδάει:

«Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο,
φύλαξε και για μας λίγο χαλβά…
Θεία Μάρω, στην ποδιά σου αύριο,
θα γείρουμε σαν ορφανά παιδιά».

«Θεία, να πεις τη θεία σου, σαρδανάπαλε, του φωνάζω. Το έπιασα το υπονοούμενο αλλά δεν θα «φας». Νιξ «χαλβάς». Κι αν φας να είναι ο «χαλβάς» ορφανός από αμύγδαλα.

Ου να μου χαθείτε πια, όλοι! Κι εσύ, κι η ανιψιά μου κι ο «σκιτζής» γιατρός. Θέλετε να με ξεκάνετε! «Παίζετε» με τα νεύρα μου. Αυτοί δε, οι δύο τελευταίοι το τερμάτισαν. Μου δήλωσαν εν χορώ και ανερυθρίαστα: Τέρμα το κάπνισμα! Μόλις το άκουσα προς στιγμήν γέλασα, αλλά όταν κατάλαβα ότι το εννοούσαν, τους μούτζωσα, τους έφτυσα και τώρα μόνον που το σκέφτομαι κορώνω. Σηκώνομαι με δυσκολία από την πολυθρόνα να φτάσω μέχρι το παράθυρο. Έχω μια ζάλη από την υπεροξυγόνωση. Είμαι άκαπνη για μέρες. Πνίγομαι. Χρειάζομαι επειγόντως τη δόση μου. Έχω όλα τα συμπτώματα στερητικού συνδρόμου: αίσθημα κόπωσης, εκνευρισμό, πονοκέφαλο…. Έτσι μου ‘ρχεται να τσιρίξω: «Μ΄ ακούει κανείς; Θέλω να καπνίσω, ΤΩΡΑ! Ουφ! φτάνω μέχρι το παράθυρο. Προσπαθώ να το ανοίξω αλλά αυτό μου αντιστέκεται. Τα καταφέρνω με κόπο.  Αυτό τρίζει, όχι από καθαριότητα, από παλαιότητα κι εγκατάλειψη. Αναπνέω βαθιά! Επιτέλους, αναπνέω βενζόλιο, διοξείδιο του θείου, όζον, αιωρούμενα σωματίδια… αέρια… δυνατό  το κοκτέιλ, χάρις στους car tenders… Μπόμπα! Δεν προφταίνω να πω την τελευταία λέξη κι ακούγεται ένα εκκωφαντικό μπαμ. Τρομάζω. Αναπηδάω κάνοντας  ρυθμικά αλματάκια σαν να «παίζω» σχοινάκι. Βρε, δεν λες καλά που φοράω ενισχυμένο κιλοτάκι γιατί αλλιώς θα είχαμε τίποτα διαρροές… Έπειτα ακούω φωνές από το δρόμο. Έχουν βγει όλοι να δούνε τι συνέβη, «Εξάτμιση ήτανε» ακούω κι ησυχάζω! Μετά, κλείνω τα μάτια και τραβάω βαθιές τζούρες.  Αυτό ήτανε  Φορντ… αυτό Μερσέντες… αυτό φορτηγό… Αααχχχχ… ανάσανα…

Μετά αρχίζω να ψάχνω όλο το σπίτι, σιγοτραγουδώντας, για τίποτα ξεχασμένα «κόκκαλα»…

Ήρθε μια γριά απ΄ την πόλη

και έφερε το εύρω… εύρω

Παναγίτσα μου να το έβρω!

Μου πέταξαν ό,τι καπνίζεται αλλά εγώ δεν τα παρατάω.

Όταν τους ρώτησα γιατί μου πέταξαν τα τσιγάρα μου άκουσον, άκουσον τι μου απάντησαν: «Γιατί ψηφίστηκε αντικαπνιστικός νόμος και βγήκε και εσωτερικός κανονισμός απαγόρευσης». Καλέ, ούτε η Χούντα δεν είχε ψηφίσει τέτοιο νόμο! Αλλά, δεν με ξεγελάτε εμένα. Έχω καταλάβει τι κρύβεται πίσω από αυτή τη συνομωσία. Αν σταματήσω το κάπνισμα, η ασφάλιση υγείας μου θα είναι φθηνότερη. Αλλά με αυτό το πλευρό να κοιμάστε. Εσείς μπλοφάρε… εγώ fumare…

Ακούω βήματα, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα στο δωμάτιο το «τέρας». Μου δίνει ένα πακέτο στα χέρια. «Σου αγόρασα κάτι για να ξεχαστείς» μου λέει..

…Φοβού τις ανιψιές και δώρα φέρουσες… Το πιάνω, το επεξεργάζομαι. «Καπνός, είναι καπνός!», φωνάζω δυνατά! Κάτι καλύτερο μου απαντάει. «Πίπα;» ξαναρωτάω με προσδοκία κι αρχίζω να «πιππίζω» με το στόμα, ηχομιμητικά, σαν να παίζω πραγματικά τον αυλό και το πρόσωπό μου να παραμορφώνεται σε κάθε φύσημα.  Τότε, εκείνη χαιρέκακα μου λέει: «Κάτι ακόμα καλύτερο!» Τρομάζω! «Δεν φαντάζομαι να είναι κανένα από εκείνα τα διαβολοπραματάκια που ατμίζουν; Να καπνίσω θέλω όχι να θυμιάσω…».

Ανοίγω το πακέτο. Βλέπω ένα βιβλίο. Διαβάζω τον τίτλο: «Ιστορίες από την Ελληνική Επανάσταση»!

– Για την «Μπουμπουλίνα» με πέρασες ή για τον «Καραϊσκάκη» -που με έχεις αφήσει με το μουστάκι τσιγκέλι- Πότε θα μου κάνεις αποτρίχωση;

Μετά πιάνω το βιβλίο. Το επεξεργάζομαι. Τρίβω στα δάκτυλα το χαρτί. Η μυρωδιά του είναι το πρώτο πράγμα που «χτυπάει» στη μύτη μου.  Μυρίζει ψεύτικο παγωτό. Η μυρωδιά του μου  ξυπνάει μνήμες από το παρελθόν και με μεταφέρει νοερά σε αγαπημένα καλοκαίρια. Φρεσκοκομμένο γρασίδι, ξαφνικές μπόρες, τρυφερές στιγμές. Θυμάμαι, επίσης, ξεκάθαρα πως σε όλες αυτές τις περιστάσεις άναβα τσιγάρο.

Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες, πέφτει το μάτι μου σε κάτι ενδιαφέρον. Διαβάζω φωναχτά «… Μια φορά ο Κολοκοτρώνης είχε ξεμείνει από καπνό για το τσιμπούκι του… Έξυσε τότε με το μαχαιράκι τα κατακάθια απ΄ την καπνιά, άναψε την πίπα και τα ρούφηξε. Του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι… δηλητηριάστηκε… «Άιντε κατακαημένη Ελλάδα να περιμένεις να σε ελευθερώσει ο Κολοκοτρώνης, κι αυτός να μην μπορεί να ελευθερωθεί από τον καπνό… φτάνει ως εδώ»… μονολόγησε και πέταξε την πίπα».

Ναι, και είδες και τα χαΐρια «Γέρο». Ποιους πήγες να ελευθερώσεις βρε αγαθιάρη; Αυτοί «χθες» φυλάκισαν εσένα, σήμερα φυλακίζουν απροστάτευτες γριές για να τις εκμεταλλεύονται;

Anyway, τουλάχιστον είναι καλής ποιότητας χαρτί για μπάφο αλλά με τί θα το γεμίσω; σκέφτομαι.

Ψάχνω ένα γύρω περιμετρικά το δωμάτιο. Το μάτι μου πέφτει σε ένα ροζ κουτί στολισμένο επάνω στο σκρίνιο, πολύ κιτς, η αλήθεια είναι. Ανοίγω το καπάκι και με «παίρνει» η μπόχα. Είναι παραγεμισμένο με μια σκόνη σαν φούμο και ζέχνει. Αλλά, δε βαριέσαι, θα το δοκιμάσω. Παίρνω λίγη από την μυστηριώδη αυτή σκόνη, την τοποθετώ προσεκτικά μέσα στο χαρτάκι, μετά σαλιώνω το χαρτάκι, το ισιώνω, το ανάβω, παίρνω μια βαθιά τζούρα και αυτό ήτανε… δεν θυμάμαι τίποτα μετά…

Κάποια στιγμή ξυπνάω από φωνές, φασαρία. Αυτή μου φώναζε στ΄ αυτί υστερικά:

-Θεία! Θεία! Τι έκανες; «Κάπνισες τον θείο Παναγιώτη;». Το σόι μας εκτός από τρελούς… έχει και κανίβαλους…

Μετά Αυτή άρχισε να μιλάει με Εκείνον:

– Φτηνά τη γλίτωσε η κυρία Μάρω. Είναι ευτύχημα που δεν πρόφτασε να πάρει πολύ καπνό μέσα στα πνευμόνια της. Αλλιώς, στην ηλικία της θα είχε επέλθει το μοιραίο. Η στάχτη από ανθρώπινα υπολείμματα είναι πιο επικίνδυνη κι από τον θανατηφόρο συνδυασμό κοκαΐνης και LSD.

-Δηλαδή, γιατρέ, θέλετε να μου πείτε ότι υπάρχει προηγούμενο;

-Βεβαίως! Η τελευταία μόδα στον κόσμο του λευκού θανάτου είναι το  σνιφάρισμα τέφρας νεκρών ανθρώπων….

-Δεν το πιστεύω! Μα να «καπνίσει» τον μακαρίτη τον άντρα της!

Εγώ, άκουγα. Γκιχ δεν έβγαζα. Έκανα τον ψόφιο κοριό προσπαθώντας να βγάλω νόημα από τη συζήτηση σχετικά με αυτόν τον «Παναγιώτη»… Ναι, κάποτε γνώριζα έναν «Παναγιώτη» αλλά εκείνος ξαφνικά χάθηκε! Μην είδατε τον Παναή; Έγινε καπινός και καπινιά…. Ένα περίεργο πράγμα…


Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ