της Έλενας Χελβατζόγλου
«Το αποτύπωμα του μεταναστευτικού, η αναζήτηση μιας νέας ισορροπίας με τη φύση, η καταστροφή των οικοσυστημάτων από την ανθρώπινη δραστηριότητα, η ποιητική αντιμετώπιση του καθημερινού τοπίου και η αναπαράσταση τοπίων με ψηφιακό φωτογραφογενή τρόπο που δεν υπάρχουν στην απτή γεωγραφία». Αυτά τα στοιχεία θα γνωρίσει κανείς στην έκθεση φωτογραφίας με τίτλο «landscape stories» έως τις 28 Αυγούστου, με το τοπίο της Ελλάδας να πρωταγωνιστεί ως εθνική παρακαταθήκη. Ο επιμελητής του MOMus-Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης κος Ηρακλής Παπαϊωάννου αλλά και ο Δημήτρης Κοιλαλούς και η Ρέα Παπαδοπούλου, δυο από τους 19 φωτογράφους που απαρτίζουν την έκθεση, μοιράζονται στο SPEAKNEWS ιδέες, συναισθήματα και σκέψεις πίσω από τις ιστορίες αυτές.
Ηρακλής Παπαϊωάννου, επιμελητής MOMus-Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης
«landscape stories»: Οι ιστορίες των τοπίων. Γιατί επιλέχθηκε το συγκεκριμένο κόνσεπτ;
Η έκθεση landscape stories συνιστά μια ελλειπτική περιήγηση στη σύγχρονη ελληνική φωτογραφία τοπίου του 21ου αιώνα, προσπαθώντας να επισκοπήσει λιγότερο καθιερωμένους δημιουργούς ή λιγότερο γνωστούς για το τοπιογραφικό τους έργο. Περιλαμβάνει 19 δημιουργούς το έργο των οποίων αγγίζει ένα ικανό εύρος προβληματισμών αισθητικών, ιστορικών, περιβαλλοντικών, κοινωνικών, φανερώνοντας την πολυτιμότητα και την πολυπλοκότητα του περιβάλλοντος μέσα από το οποίο γεννιούνται οι τοπιογραφικές αναπαραστάσεις.
Από που ξεκίνησε αυτή η ιδέα;
Η ιδέα ξεκίνησε από την παραδοχή ότι το τοπίο στην Ελλάδα αποτελεί εθνική παρακαταθήκη, τόσο για τις ιστορικές και μυθολογικές του καταβολές, όσο και λόγω της οικονομικής του ανάπτυξης τις τελευταίες δεκαετίες. Για λόγους που συνδέονται με το μεγάλο μέγεθος του σχετικού υλικού, προτιμήθηκε το αστικό τοπίο, η εξέλιξη δηλαδή του δομημένου χώρου, να μελετηθεί σε ξεχωριστή έκθεση.
Τι είναι αυτο που, κατά τη γνώμη σας, θα αποτυπωθεί περισσότερο στη μνήμη των επισκεπτών από την έκθεση;
Αυτό που νομίζω ότι ο επισκέπτης κρατά είναι τον πλούτο των τοπιογραφικών εργασιών της εγχώριας σκηνής, καθώς και την προσπάθεια να ψηλαφηθούν προβληματισμοί όπως, μεταξύ άλλων, το αποτύπωμα του μεταναστευτικού, η αναζήτηση μιας νέας ισορροπίας με τη φύση, η καταστροφή των οικοσυστημάτων από την ανθρώπινη δραστηριότητα, η ποιητική αντιμετώπιση του καθημερινού τοπίου, η αναπαράσταση τοπίων με ψηφιακό φωτογραφογενή τρόπο που δεν υπάρχουν στην απτή γεωγραφία.
Γιατί είναι σημαντική η φωτογραφία τοπίου; Και τελικά ποιος είναι ο λόγος ύπαρξής της;
Η μελέτη του τοπίου δεν είναι (και δεν ήταν ποτέ) μια αμιγώς αισθητική υπόθεση. Είναι παράλληλα ένα καθρέφτισμα του κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε, του τρόπου με τον οποίο τον διαμορφώνουμε, τον υπερασπιζόμαστε ή τον καταστρέφουμε, και με την έννοια αυτή από μια τέτοια έκθεση μπορούν να αντληθούν χρήσιμα συμπεράσματα για την εποχή και την κοινωνία μας.
Πιστεύετε πως η τέχνη της φωτογραφίας έχει χάσει την αξία της σήμερα;
Η φωτογραφία ως εικόνα στην ψηφιακή εποχή απολαμβάνει τη μεγαλύτερη δημοφιλία που είχε ίσως ποτέ εικαστικό μέσο στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, συνιστώντας μαζί με το βίντεο το κυρίαρχο νόμισμα επικοινωνίας. Ένα μικρό κλάσμα των εικόνων αυτών διαθέτει καλλιτεχνικό πρόταγμα και απολαμβάνει πιστεύω μεγάλη αναγνώριση σε σχέση με παλαιότερες εποχές.
Δημήτρης Κοιλαλούς, φωτογράφος
Τι φωτογραφίες θα δει το κοινό από εσάς όταν επισκεφτεί την έκθεση;
Οι φωτογραφίες με τις οποίες συμμετέχω είναι από μια προηγούμενη δουλειά που έγινε στην Ελλάδα. Είχε σχέση με το προσφυγικό και έχει ήδη εκτεθεί πολλές φορές -κυρίως εκτός Ελλάδας. Οι περισσότερες φωτογραφίες προέρχονται από την ελληνική παραμεθόριο και έγιναν με αφορμή τις προσφυγικές μετακινήσεις. Δεν χρησιμοποιώ την λέξη προσφυγική κρίση, γιατί δεν θεωρώ ότι φωτογράφισα την προσφυγική κρίση. Η προσφυγική κρίση ήταν, απλώς, η αφορμή για να φωτογραφίσω. Νομίζω ότι, σε γενικές γραμμές, η προσφυγική κρίση φωτογραφήθηκε με πολύ δραματοποιημένο και στερεοτυπικό τρόπο, κάτι που δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να προκύπτει από τη δική μου δουλειά.
Η τοπιογραφία που εμφανίζεται σε αυτήν την δουλειά είναι εξ ολοκλήρου η τοπιογραφία της ελληνικής παραμεθορίου.
Είναι τόποι που σχετίζονται με την ιστορία που ήθελα να αφηγηθώ. Η δική μου ιστορία σχετίζεται με την μεταβατική ταυτότητα των ανθρώπων. Είναι, δηλαδή, μία δουλειά η οποία έχει μια κατά κάποιον τρόπο ανθρωπολογική διάσταση. Δε θα πω πως είναι μία πορτραιτοκεντρική δουλειά -με την αυστηρή έννοια της φωτογραφίας πορτραίτου που υποτίθεται ότι αποτυπώνει χαρακτήρες- ωστόσο, ένα από τα βασικά στοιχεία-εργαλεία για την αφήγησή μου είναι οι φωτογραφίες ανθρώπων.
Αυτοί οι άνθρωποι την δεδομένη χρονική συγκυρία βρέθηκαν σε έναν συγκεκριμένο τόπο, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν τα τοπία της ελληνικής παραμεθορίου, που έχουν πολύ συγκεκριμένη (χαρακτηριστική) ταυτότητα. Οι τόποι προσδιορίζονται από τους ανθρώπους που τους κατοικούν και αντιστρόφως οι άνθρωποι διαμορφώνονται από τους τόπους και τα τοπία τα οποία έχουν κατοικήσει. Άνθρωποι και τοπία είναι δύο πράγματα εντελώς αλληλένδετα, που το ένα είναι καθρέφτης του άλλου. Οι ιδιότητες του ενός προβάλλονται πάνω στο άλλο.
Έτσι, οι παραμεθόριες περιοχές που αποτύπωσα σαν την βασική τοπιογραφία του έργου μου, και που κατά κανόνα δεν κατοικούνται μόνιμα, δεν φέρουν κάποιο χαρακτηριστικό ανθρώπινο αποτύπωμα. Δεν περιέχουν τοπόσημα, ούτε είναι αναγνωρίσιμοι. Μοιάζουν έρημοι, χωρίς σαφή ταυτότητα και ίσως μελαγχολικοί. Με αυτήν την έννοια έχουν μια οικουμενικότητα καθώς θα μπορούσαν να βρίσκονται οπουδήποτε και όχι μόνο στην Ελλάδα.
Η διαφορετική αντίληψη του εκάστοτε θεατή
Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο θεατής την φωτογραφία είναι βέβαια εντελώς υποκειμενικός. Δηλαδή, αυτό το οποίο εισπράττει ο θεατής δεν είναι υποχρεωτικά ίδιο με αυτό το οποίο αποτυπώνει ο φωτογράφος -πολύ δε περισσότερο με αυτό που αισθάνεται ο φωτογράφος.
Θα αναφέρω ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα για την φωτογραφία με το τυφλό κορίτσι που εκτίθεται στην έκθεση και που έχει σε πολύ έντονο βαθμό αυτήν την διάσταση της αμφισημίας.
Είχα γνωρίσει μία οικογένεια στην Ειδομένη που είχαν ένα κοριτσάκι -περίπου 8 χρονών- που ήταν τυφλό. Είχα αναπτύξει μία πολύ ιδιαίτερη και τρυφερή σχέση μαζί της. Δεν είχα πρόθεση να την φωτογραφίσω, γιατί είναι ένας τύπος πορτραίτου που δεν με έλκει ιδιαιτέρως, γιατί συνήθως ξεκινάει με μια θετική προκατάληψη αφού προκαλεί και “εκβιάζει” την συμπάθεια του θεατή. Μια μέρα που πήγα στην οικογένεια για να δω το κορίτσι, εκείνο έλειπε… ρώτησα που ήταν και μου την έδειξαν λίγο παραπέρα να παίζει στην μέση ενός σκουπιδότοπου. Είχε ελαφριά συννεφιά. Ακριβώς την στιγμή που γύρισα να την κοιτάξω, μία ηλιαχτίδα έπεφτε πάνω της και εκείνη, λουσμένη από το ζεστό χειμωνιάτικο φως είχε γυρίσει το κεφάλι με μια ελαφριά κλίση προς τον ήλιο -ακολουθώντας την αίσθηση της ζέστης αφού δεν έβλεπε. Ξαφνικά, όλη αυτή εικόνα έγινε μία σουρεαλιστική μεταμόρφωση που μου θύμισε τα χριστουγεννιάτικα αυτοκόλλητα της δεκαετίας του ‘50 και ‘60, με τα αγγελάκια να κοιτάνε προς τα πάνω -προς τον ουρανό· μου θύμισε τα αγγελάκια στους πίνακες του Boucher και του Ραφαήλ στο Ροκοκό και στην Αναγέννηση. Οι ροζ κάλτσες ήταν σαν ροζ συννεφάκια κόντρα στον θαλασσί ουρανό, και παρόλο που αρχικά δεν είχα καμία πρόθεση να την φωτογραφίσω, την φωτογράφισα.
Αναφέρω ολόκληρο το περιστατικό γιατί είναι μία φωτογραφία που μπορεί να την δει κανείς με αρκετούς και εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους τρόπους και δείχνει πως μια προφανής φωτογραφία μπορεί να έχει τόσο διαφορετικές αναγνώσεις. Οι περισσότεροι προβάλλουν πάνω στο κορίτσι τον οίκτο τους· για το γεγονός ότι είναι πρόσφυγας, για το γεγονός ότι είναι ένα παιδάκι που παίζει μέσα στα σκουπίδια ή για το γεγονός ότι είναι τυφλό. Για εμένα ήταν καταρχάς ένα παράδοξο με αναφορές στην ζωγραφική και οπτικές ομοιότητες με μια πολύ συγκεκριμένη εικονογραφία, που ειδικά μέσα σε εκείνο το ζοφερό περιβάλλον φαινόντουσαν απίθανες. Πάνω από όλα ήταν μια φωτογραφία που μέσα της περιείχε την ‘ευγένεια’ της ζωγραφικής. Και υπήρχε και η αλήθεια βέβαια… ότι αυτό ήταν ένα κορίτσι που έπαιζε σε ένα σκουπιδότοπο, ήταν ευτυχισμένο γιατί δεν άκουγε εκρήξεις, και πολύ περισσότερο γιατί δεν της φώναζαν οι γονείς της για να μαζευτεί στο σπίτι ή να σταματήσει να παίζει! Στην ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ήταν ένα χαρούμενο ελεύθερο παιδί που απολάμβανε τον ήλιο, το παιχνίδι και την ελευθερία του! Ως εκ τούτου εγώ την αντιλαμβάνομαι σαν μια αισιόδοξη φωτογραφία που αποπνέει ελπίδα μέσα στον ζόφο του πολέμου και της προσφυγιάς.
Καταλήγοντας μπορώ να πω ότι ποτέ δεν προσπαθώ να δηλώσω κάτι μέσα από τις φωτογραφίες που κάνω. Προφανώς φωτογραφίζω έχοντας κάτι πολύ συγκεκριμένο στο μυαλό μου όμως, κάθε έργο έχει την δική του ζωή και ο θεατής πάντοτε βλέπει αυτό που θέλει ο ίδιος να δει.
Ρέα Παπαδοπούλου, φωτογράφος / αρχιτέκτονας
Τι φωτογραφίες θα δει το κοινό από εσάς όταν επισκεφτεί την έκθεση;
Στην έκθεση «landscape stories» έχουν επιλεγεί από τον επιμελητή Ηρακλή Παπαϊωάννου δυο φωτογραφικά μου θέματα. Το Πρώτο είναι η «Λίμνη Που Δεν Βλέπεις» στο οποίο ασχολούμαι με μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση αυθαίρετης δόμησης καλοκαιρινών κατοικιών, στις οποίες συμβίωναν για δυο δεκαετίες Χριστιανικές και Μουσουλμανικές οικογένειες, στην Ροδόπη, και το δεύτερο είναι τρεις εικόνες από τα «Διαταραγμένα Εδάφη» που είναι μία εργασία σε εξέλιξη όπου αποτυπώνω τα ορατά και αόρατα σημάδια που αφήνουμε εμείς οι άνθρωποι στο Ελληνικό τοπίο.
Ποιο είναι το κριτήριο που, κατά τη γνώμη σας, μπορεί να σταθεί η αφορμή για να επιλέξετε να αποτυπώσετε με τον φωτογραφικό σας φακό ένα τοπίο;
Εδώ και αρκετά χρόνια με απασχολούν θέματα κυρίως περιβαλλοντικά. Παρατηρώ το τοπίο που αλλάζει και σε πολλές περιπτώσεις να καταστρέφεται αλλά πάντα υπάρχει αυτή η τρομερή φύση η οποία μπορεί να ανακαταλάβει τον χώρο της και να κρύψει ότι έχουμε κάνει εμείς οι άνθρωποι. Στην περίπτωση της ‘Λίμνης Που Δεν Βλέπεις’, αυτή η Λίμνη εξαφανίζεται πίσω από την γραμμή των σπιτιών που χτίζονται στο εύθραυστο οικοσύστημα ενός προστατευόμενου υγροτόπου. Παρατηρώντας τις σειρές των χρωματιστών σπιτιών σκέφτομαι ότι και αυτά δημιουργούν ένα νέο γοητευτικό, για μένα, τοπίο. Αυτό το νέο τοπίο, που μου προξενούσε ευχαρίστηση και ανησυχία ταυτόχρονα, ήταν που με έκανε να φωτογραφίζω την περιοχή ξανά και ξανά.
Ποιο είναι το κριτήριο που, κατά τη γνώμη σας, μπορεί να σταθεί η αφορμή για να επιλέξετε να αποτυπώσετε με τον φωτογραφικό σας φακό ένα τοπίο;
Με γοητεύει το τοπίο, ιδίως εκεί που υπάρχει ο φορμαλισμός και η αναρχία μαζί. Η περιέργεια για το τι ήταν πριν, πως είναι τώρα και πως θα είναι μετά – αυτό το ατέλειωτο ταξίδι στα επίπεδα του χρόνου και του τόπου – επίσης έχουν γίνει αφορμή να ξεκινήσουν κάποια από τις φωτογραφικά μου θέματα. Ταυτόχρονα διαβάζω και ακούω ιστορίες για τους τόπους αυτούς. Δουλεύω συνήθως κάθε θέμα για καιρό και μερικές φορές αυτό μεταμορφώνεται, όπως και το τοπίο, καταλήγοντας σε μία σειρά εικόνων που κατά κάποιο τρόπο συνδέονται, και στη κάθε μία να υπάρχει η δική της ιστορία. Όμως τον τόπο από τον οποίο ξεκίνησα διστάζω πάντα να αποχωριστώ, έτσι και τα θέματα μου δεν τελειώνουν εύκολα και γρήγορα.
Είστε ένας από τους 19 φωτογράφους που συμμετέχουν στην έκθεση. Ποιο στοιχείο είναι αυτό που σας ξεχωρίζει; Θεωρείτε πως υπάρχει μία κοινή γραμμή μεταξύ σας;
Είναι μεγάλη μου τιμή να είμαι μαζί με τόσους εξαιρετικούς φωτογράφους της σύγχρονης ελληνικής φωτογραφίας. Η κοινή γραμμή είναι το Ελληνικό τοπίο όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, όμως κάθε φωτογράφος έχει την δική του ιστορία για αυτό και τον δικό του τρόπο να την αφηγηθεί.
Έκθεση «landscape stories»
Απόψεις της σύγχρονης ελληνικής φωτογραφίας τοπίου
MOMus-Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης
(Αποθήκη Α’, Προβλήτα Α’, λιμάνι Θεσσαλονίκης)
8 Μαρτίου – 28 Αυγούστου 2022
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.