Την λήψη στοχευμένων μέτρων στήριξης που θα έχουν συγκεκριμένη χρονική διάρκεια, προτείνει, μεταξύ των άλλων, στην τριμηνιαία έκθεσή του, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής και σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «τα μέτρα αυτά θα πρέπει να είναι προσωρινά, στοχευμένα και να χρηματοδοτούνται από πρόσθετα τρέχοντα έσοδα, ώστε να μην επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος».
Ταυτόχρονα, αντιτίθεται στην λήψη οριζόντων μέτρων και σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «στις σημερινές συνθήκες, δεν υπάρχουν περιθώρια γενικευμένων παρεμβάσεων – όπως στην περίοδο της πανδημίας – καθώς θα επιδεινώσουν την ήδη εύθραυστη δημοσιονομική κατάσταση και θα καταστήσουν τη χώρα μας ευάλωτη σε κάθε είδους διαταραχές».
Παράλληλα στην έκθεση αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η ελληνική οικονομία κατέγραψε υψηλό ρυθμό ετήσιας μεγέθυνσης 7% στο πρώτο τρίμηνο του έτους, αρκετά πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (5,4%). Το ποσοστό ανεργίας του Απριλίου είναι σημαντικά μειωμένο σε σχέση με το προηγούμενο έτος (12,5% από 17,2%), καθώς η απασχόληση κατέγραψε εντυπωσιακή αύξηση κατά 10,8%.
Ενδεικτικά στην έκθεση αναφέρονται τα εξής:
Από την άλλη πλευρά, στο πρώτο τρίμηνο του έτους, ο δείκτης μισθολογικού κόστους μειώθηκε κατά 1,9% σε σχέση με πέρυσι, ενώ το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι σχεδόν δυόμισι φορές υψηλότερο από το πρώτο τρίμηνο του 2021 (6,4 δισ. από 2,6 δισ.).
Ο πληθωρισμός, τέλος, αυξάνεται συστηματικά, καθώς τον Μάιο ο εναρμονισμένος δείκτης έφτασε το 10,5% και ο εθνικός δείκτης το 11,3%.
Στα δημόσια οικονομικά, τα στοιχεία του πρώτου 4μήνου δείχνουν σαφώς βελτιωμένη εικόνα του πρωτογενούς αποτελέσματος Γενικής Κυβέρνησης σε σχέση με το πρώτο τετράμηνο του προηγούμενου έτους, κατά 5,4 δισ. ευρώ, που οφείλεται κυρίως στην άρση των έκτακτων μέτρων για την πανδημία, αλλά και στην αύξηση των φορολογικών εσόδων (κυρίως ΦΠΑ) εξαιτίας του πληθωρισμού. Παράλληλα, ο λόγος δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ συνεχίζει την πτωτική του πορεία εξαιτίας της σημαντικής ανόδου του ονομαστικού ΑΕΠ, λόγω του υψηλότερου πληθωρισμού.
Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με την υλοποίηση των δεσμεύσεων που έχουν συμφωνηθεί, είχαν ως αποτέλεσμα την απόφαση εξόδου από την ενισχυμένη εποπτεία και την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου, που παραμένει ένα επίπεδο κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.
Οι εξελίξεις στην ελληνική οικονομία καθορίζονται από τις συνθήκες της διεθνούς οικονομίας, που είναι ανησυχητικές εξαιτίας τριών, τουλάχιστον, παραγόντων: το αυξημένο κόστος ενέργειας, την άνοδο των επιτοκίων και τη γεωπολιτική αστάθεια, ο συνδυασμός των οποίων εντείνει την οικονομική αβεβαιότητα. Η παρατεταμένη αβεβαιότητα, με τη σειρά της, θα επηρεάσει την αντίληψη του κινδύνου και κατά συνέπεια τις κινήσεις κεφαλαίων που χρηματοδοτούν τόσο τις ιδιωτικές επενδύσεις όσο και τον δημόσιο δανεισμό, ενώ παράλληλα ενδέχεται να οδηγήσει και σε αναβολή καταναλωτικών αποφάσεων.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο υψηλός ρυθμός μεγέθυνσης του πρώτου τριμήνου είναι οπωσδήποτε μια θετική εξέλιξη, πρέπει όμως να ληφθούν υπόψη δύο στοιχεία. Το πρώτο, είναι η χαμηλή βάση σύγκρισης, δηλαδή η αρνητική μεγέθυνση του πρώτου τριμήνου 2021 (-1,7%), καθώς τα περιοριστικά μέτρα βρίσκονταν ακόμα σε ισχύ. Το δεύτερο, είναι ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία άρχισε στα τέλη Φεβρουαρίου, δηλαδή οι επιπτώσεις του αφορούσαν μόνο τον τελευταίο μήνα του πρώτου τριμήνου.
Με αυτά τα δεδομένα, το γραφείο αναμένει επιβράδυνση από το δεύτερο τρίμηνο του έτους, η έκταση της οποίας θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από την επίδοση του τουρισμού, τον βαθμό ενεργοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης, την επίπτωση του αυξημένου κόστους ενέργειας και την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού.
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.