Γράφει η Καρίνα Ιωαννίδου*
Το πιο θαυμαστό πράγμα που συνέλεξα στη ζωή μου ήταν το δίθυρο κοχύλι μου. Σπάνιο, όχι για το είδος του, αλλά για την απίστευτη ιστορία του. Ήταν ένα κοχύλι με την πατίνα του χρόνου επάνω του, χωρίς λάμψη, χωρίς γυαλάδα που, όμως, αν και φθαρμένο κατάφερε να αναδυθεί στην επιφάνεια της θάλασσας «ζωντανό» «ταξιδεύοντας», πρώτα, μέσα από ένα χρόνο «νεκρό».
Μου πρόσφερε την αγνότητα της ψυχής του, το θησαυρό των σκέψεων και των συναισθημάτων του, τη μοναδικότητά του. Αγάπησα αυτό το μικροσκοπικό πλάσμα, συνδέθηκα μαζί του και πάντα θα θυμάμαι την μέρα που ήρθε στη ζωή μου από τύχη; Καθόλου δεν πιστεύω στο τυχαίο. Το «τυχαίο» πάντα κρύβει αιτίες που το προκαλούν να εμφανιστεί στις ζωές μας. Κι εγώ, εκείνη τη στιγμή, είχα τόση ανάγκη από αληθινή ομορφιά, από αγνές και ανιδιοτελείς προθέσεις.
Καθόμουνα στην αμμουδιά και χάζευα πέρα μακριά ως εκεί που έσμιγαν τα μπλε του ουρανού και της θάλασσας, «άδεια» από σκέψεις, από συναισθήματα. Τα κύματα παιχνιδιάρικα άφριζαν και γλιστρώντας έφταναν απαλά προς το μέρος μου. Ένοιωθα το δροσερό τους χάδι στα γυμνά μου πέλματα και «άκουγα» τον ελαφρύ παφλασμό τους… πλαφ πλαφ σαν να μου ψιθύριζαν κάτι ενώ ανάδευαν αργά και μεθοδικά το θαλάσσιο σύμπαν τους. Ξαφνικά, ένοιωσα μια ανεξήγητη προσμονή σαν να περίμενα το «σύμπαν» αυτό κάτι να μου φέρει… Το τελευταίο κύμα που «έσπασε» στα πόδια μου, εναπόθεσε ελαφρά στα ακροδάκτυλά μου ένα μικρό κοχύλι. Το κοίταξα. Δεν ήταν συλλεκτικό, δεν ήταν καν όμορφο, αλλά δεν ξέρω τί ήταν αυτό που με παρακίνησε κι αντί να το πετάξω πίσω από εκεί που ήρθε, το έπιασα, το κράτησα στα χέρια μου, το περιεργάστηκα. Το καημένο! Δεν ήταν όμορφο. Ήταν σπασμένο σε πολλά σημεία και σκεπασμένο από ένα λεπτό στρώμα μιας υποπράσινης ρευστής ουσίας. Αυτό, όμως, που μου εξήψε την περιέργεια ήταν ότι μέσα στο όστρακο διέκρινα αμυδρά «ζωή». Μέχρι τότε είχα δει μόνον νεκρά κοχύλια. Τώρα, είδα εντός του, να κινείται ένα σπιθαμιαίο σώμα με ένα κεφαλάκι- τόσο μικρό σαν κεφαλάκι καρφίτσας-… «Εκπληκτικό! Πάντα βρίσκω άδεια κοχύλια!» μονολόγησα κι απόρησα όταν ήρθε η απάντηση…
-Εννοείς νεκρά γιατί οι κάτοικοί τους πέθαναν και τα κοχύλια αυτά έμειναν άδεια χωρίς τους ιδιοκτήτες τους.
-Τί είσαι εσύ, μικρό θαύμα της φύσης;
-Είμαι το «κοχύλι της Αφροδίτης». Πήρα το όνομά μου από τη Θεά που αναδύθηκε μέσα από τα κύματα της θάλασσας του τόπου μου, γυμνή, μέσα σε ένα γιγάντιο κοχύλι, το αρχαιότερο από τους προπάτορές μου.
-Πώς βρέθηκες εδώ; Έχασες τον προσανατολισμό σου; Μα γιατί τρέμεις; Με φοβάσαι, φίλε;
-Πώς μπορώ να εμπιστευτώ τους ανθρώπους; Είδαν πολλά τα μάτια μου…
-Μίλησέ μου, θέλω να ακούσω την ιστορία σου!
-Κανένας έως τώρα δεν μου το ζήτησε αυτό!
-Εγώ, θέλω πολύ να μάθω για σένα, φίλε…
Ήμουν ένα ευτυχισμένο κοχύλι. Ζούσα με την οικογένειά μου, τους συγγενείς, τους φίλους μου προσκολλημένο στον βραχώδη πυθμένα του βυθού, στην πιο θερμή, πιο αλμυρή, πιο όμορφη θάλασσα του κόσμου. Ζούσα σε ένα βυθό σιωπηλό μα αεικίνητο ανάμεσα σε κοράλλια, ψάρια, πεταλίδες, όστρακα, χελώνες, αστερίες, αστακούς και θαλάσσια φυτά. Είμασταν τρισεκατομμύρια πλάσματα εκεί κάτω, όλα σε διαρκή κίνηση.
-Πού ακριβώς ήταν το «σπίτι» σου;
-Το «σπίτι» μου το κουβαλάω πάντα μαζί μου. Είναι το κέλυφός μου. Ο βυθός ήταν ο τόπος που γεννήθηκα.
Μια μέρα, όμως, όλα άλλαξαν! Ακούστηκε μια τρομακτική έκρηξη, τα νερά φούσκωσαν, αντάριασαν κι η θάλασσα γέμισε κόκκινες φυσαλίδες, τέφρες, συντρίμμια. Τότε, αποκολλήθηκα βίαια από το βράχο μου και βρέθηκα έρμαιο να πλέω μεσοπέλαγα, αφημένο στο έλεος των κυμάτων. Επέζησα αλλά αλίμονο όλο ξεμάκραινα… ξεμάκραινα από τη ζωή που μέχρι τότε γνώριζα. Οι δικοί χάθηκαν! Άλλοι αποσυντέθηκαν, άλλοι διαλύθηκαν, άλλοι πέθαναν κι άλλοι ακόμα θα αγνοούνται, όπως κι εγώ, από την ημέρα εκείνη της μεγάλης συμφοράς.
-Πότε έγιναν αυτά;
-Θα πέρασε και μισός αιώνας από τότε αλλά ακόμα πονάω όταν επαναφέρω στη μνήμη μου εκείνα τα γεγονότα. Ήταν σαν χθες όταν ήχησαν οι σειρήνες του πολέμου. Ο οξύς κι ανατριχιαστικός ήχος τους έφτανε μέχρι κάτω στα σπλάγχνα του βυθού. Άκουγα θορύβους από πολεμικά πλοία, στρατιώτες να αποβιβάζονται στη στεριά, άκουγα αεροπλάνα να πετούν, βόμβες να πέφτουν. Από τις εκρήξεις δημιουργήθηκε ένα τεράστιο μανιτάρι και μετά… Δεν θυμάμαι τι έγινε μετά. Έχασα τις αισθήσεις μου. Όταν ξύπνησα το ωστικό κύμα με είχε βγάλει στην ακτή. Πριν προλάβω να συνέλθω ένιωσα ένα χέρι να με αρπάζει, να μου χαϊδεύει τη ράχη, να μου γυαλίζει το κέλυφος και να μου ψιθυρίζει «συνομωτικά»: «Αν σωθώ, θα σε χαρίσω στην Ανδρούλα μου». Μετά, εκείνος, άρχισε να σιγοτραγουδάει: «…Ροδοντυμένη αγάπη μου, τ’ αδόνι’ άμα σε δούσιν, /θαρρούν πως έν η άννοιξη τζαι γλυκοτζελαδούσιν./Νυχτώννει τζαι παρακαλώ πότε να ξημερώσει, /για να σε δουν τ’ αμμάδκια μου τζι ο νους μου να μερώσει….». Έπειτα, με έριξε βιαστικά μέσα στην τρύπια τσέπη του παντελονιού του κι άρχισε να τρέχει αλαφιασμένος.
Από εκείνη την τσέπη τα είδα και τα άκουσα όλα…
-Τί είδες; Τί άκουσες;…
-Βρεθήκαμε στο χωριό του. Εκεί, επικρατούσε πανικός. Θυμάμαι, άκουσα να δίνεται εντολή να μαζευτούν όλοι οι κάτοικοι στην πλατεία. Μετά στρατιώτες διάλεξαν κάποιους από τους συγκεντρωμένους, τους έβαλαν στη σειρά κατά μήκος ενός τοίχου. Αφού τους αφαίρεσαν τα ρολόγια από το χέρι, τα λεφτά, και τα πολύτιμα πράγματα που είχαν στις τσέπες τους, άρχισαν να τους πυροβολούν χωρίς οίκτο. Εκείνος, με εμένα στην τσέπη του, άρχισε να τρέχει μέσα στα αίματα αριστερά και δεξιά, προσπαθώντας να ξεφύγει από τα πυρά φωνάζοντας δυνατά: «Ανδρούλα μου!». Πίσω μας ακούγονταν δυνατές κραυγές. Μας πιάσανε. Τότε, άκουσα κάποιον να ρωτάει έναν ανώτερό του:
-Τι να τους κάνω τους αιχμαλώτους;
– Φορτώστε τους στο τρένο! Ήταν η απάντηση!
Όποιος το άκουσε, κατάλαβε τι σήμαινε αυτό: Γιατί, ακόμα κι εγώ που είμαι ένα ταπεινό κοχύλι ήξερα ότι στον τόπο αυτό δεν υπάρχουν σιδηροδρομικές γραμμές, ούτε τρένα…
Αργότερα βρέθηκα μέσα σε μια στοίβα από ρούχα, σταυρούς, ρολόγια, κοσμήματα, χρήματα -ό,τι είχαν μαζέψει οι στρατιώτες από τους πεθαμένους-. Μετά τη «διαλογή» με πέταξαν στη θάλασσα -μαζί με όλα τα άλλα άνευ αξίας αντικείμενα – στρυμωγμένο ακόμα μέσα στην τρύπια τσέπη ενός εφηβικού παντελονιού.
Από τότε, παραδέρνω στα κύματα, χωρίς να φτάνω ποτέ σε προορισμό. Το μαρτύριό μου πήρε τέλος, μόλις σήμερα, αλλά ο κόσμος, όπως τον ήξερα, έχει πάψει να υπάρχει.
-Εγώ, είμαι εδώ για σένα κοχύλι μου!
–Κάποτε ήμουν όμορφο! Ο τόπος μου «γεννάει» τα πιο όμορφα θαλάσσια κοχύλια, και κρύβει θησαυρούς μοναδικούς για τα μάτια όσων ξέρουν να τους αναγνωρίζουν. Αυτοί οι θησαυροί έγιναν η αιτία της καταστροφής του, αυτούς τους θησαυρούς ήρθαν να αρπάξουν γκρίζοι «καρχαρίες». Πριν από τα γεγονότα αυτά στα νερά μας δεν κολυμπούσαν ποτέ «καρχαρίες».
-Αυτός ο πόλεμος έχει τελειώσει πολλά χρόνια τώρα.
-Οι «καρχαρίες», όμως, είναι ακόμα εκεί. Αλλά, δεν τους φοβάμαι! Θέλω να γυρίσω πίσω, εκεί που ανήκω…
-Μείνε μαζί μου! Σε αγαπώ!
-Αν με αγαπάς βοήθησέ με να επιστρέψω! Πρέπει να βρω την Ανδρούλα. Με έταξε σε εκείνην. Θέλω να της πω πόσο την αγαπούσε εκείνο το παλληκάρι και να την ρωτήσω αν τον βρήκαν ποτέ ή αν ακόμα θεωρείται «Αγνοούμενος».
Αύριο φεύγουμε… Τελευταία νύχτα με το κοχύλι μου. Μέσα σε αυτή την ενότητα χρόνου που περάσαμε μαζί συγχωνεύονται όλα: Παρελθόν, Παρόν, και Μέλλον, ίσως;
Ταξιδεύουμε νοτιοανατολικά… γιατί είναι κάποιες ιστορίες που δεν ειπώθηκαν, γιατί είναι κάποιες αλήθειες που έμειναν μισές…
Και, να, μόλις τώρα φάνηκε στον ορίζοντα ο πρώτος γλάρος της Κερύνειας…
*Η Καρίνα Ιωαννίδου είναι θεατρική συγγραφέας, εργάζεται στο τμήμα Δημοσίων Σχέσεων του ΚΘΒΕ και είναι ιδρυτικό μέλος του “Θέατρο Φλέμινγκ“