Της Δρ Άννας Κωνσταντινίδου*
Άραγε, το Κράτος που η Διεθνής Διπλωματία το 1923 έδωσε πολιτειακή υπόσταση (ενν. το τουρκικό) έχει διαμορφώσει δικό του πολιτισμικό απόθεμα ή η οντολογική ύπαρξή του βασίζεται είτε σε «δάνεια» από άλλες χώρες και εθνοτικές ομάδες είτε στον αναθεωρητικό τρόπο με τον οποίο προσπαθεί να διαμορφώσει την πολιτική του και να επιβληθεί με παράνομο τρόπο σε άλλα κρατικά μορφώματα και έθνη; Στις 20 Ιουλίου 1974, ο Ελληνισμός βίωσε την πιο σκληρή στιγμή της σύγχρονης ιστορίας του, την Εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο, τον Αττίλα Ι. Η κατοχική Τουρκία, ακόμα και στην στρατιωτική αυτή επιχείρηση που αντίκειται στη διεθνή ευνομία και το Διεθνές Δίκαιο, έδωσε ένα ξένο πολιτισμικά προσωνύμιο προς το εθνολογικό υπόβαθρό της, το όνομα του Ούννου, Αττίλα. Το τουρκικό κράτος έχει ποινικό μητρώο, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο αείμνηστος ακαδημαϊκός, Νεοκλής Σαρρής. Έχει ποινικό μητρώο στην Ιστορία, την Κοινωνία, το Διεθνές Σύστημα. Η φετινή μαύρη επέτειος μνήμης του Ελληνισμού από την Εισβολή στην Κύπρο συμπίπτει με τα 100 χρόνια μνήμης από τη Μικρασιατική Καταστροφή, μία ακόμα μελανή πτυχή της Ιστορίας μας.
Και οι δύο επέτειοι έχουν κοινή συνισταμένη, τον αναθεωρητισμό της Τουρκίας έναντι των δικαίων του Ελληνισμού. Μια, ωστόσο, συνισταμένη, που είναι προϊόν δύο σημαντικών συνιστωσών: α. των παραλείψεων και λαθών του ελληνικού παράγοντα (ελλαδικού και κυπριακού), β. του διμορφισμού των συμμάχων μας. Η Ιστορία και τα αρχειακά έγγραφα είναι οι αδιάψευστοι μάρτυρες και για τις δύο τραγωδίες του Ελληνισμού. Το ζήτημα, που πλέον, καθίσταται αυτοσκοπός είναι πώς η Διπλωματία του Ελληνισμού ως μία γροθιά θα κινήσει ένα κοινό σχέδιο και ένα κοινό μηχανισμό για την επίλυση ενός Ζητήματος που καθίσταται όνειδος για τη Διεθνή Διπλωματία, όπως εξάλλου πρέπει να διαλαμβάνεται η μη στοχευμένη επίλυση του Κυπριακού εδώ και 48 χρόνια (που είναι η πλέον κατάφορη και εξόφθαλμη καταστρατήγηση της διεθνούς νομιμότητας), όπου ένα δυτικό, ευρωπαϊκό κράτος βρίσκεται εν έτει 2022 λαβωμένο από μία αναθεωρητική χώρα.
Ιστορικά και πολιτικά τεκμηριωμένο καθίσταται το γεγονός, ότι ενόσω η Μ. Βρετανία διατηρεί στρατιωτική παρουσία στο Νησί, θα συνεχίσει να υφίσταται ο τουρκικός παράγοντας, που είναι το μέσο και ο μοχλός για την ύπαρξη της εκεί. Εμείς ως Διπλωματία κάτω από ποιο πρίσμα οφείλουμε, ως εκ τούτου, να δούμε τη σχέση μας με το βρετανικό κράτος από εδώ και στο εξής;
Αρχικά πρέπει να πούμε, καθώς η Μ. Βρετανία βρίσκεται σε πολιτική αναταραχή λόγω της παραίτησης Τζόνσον που στο κοντινό μέλλον θα οδηγήσει σε εκλογές, ότι είναι τελείως αφελές αυτό που συχνά λέγεται πόσο τουρκόφιλος είναι ο εκάστοτε πρωθυπουργός της Αγγλίας. Είναι αδόκιμο να μπαίνει σε ζύγι η συμπεριφορά και οι σχέσεις του επικεφαλής της βρετανικής Κυβέρνησης με το τουρκικό κράτος, αφού ο τρόπος που οι Βρετανοί πρωθυπουργοί χειρίστηκαν και χειρίζονται το Κυπριακό έχει καθαρά να κάνει με την προάσπιση αποκλειστικά των εθνικών συμφερόντων τους. Παρόλα αυτά και είναι τελείως διαφορετική αυτή η παράμετρος,και τελείως διαφορετικό ότι στο έπακρο επωφελημένο βγαίνει το τουρκικό κράτος που όχι μόνο δε φέρει εθνοτικής φύσης ερείσματα στο κυπριακό κατεστημένο, αλλά αντίθετα είναι κράτος κατοχής.
Η πρώτη κίνηση που οφείλει να πράξει η Διπλωματία του Ελληνισμού, είναι να επιληφθεί του ζητήματος της λύσης (ένα ακόμα όνειδος της Διεθνούς Διπλωματίας) των εγγυητριών δυνάμεων. Αν δεν εκπέσει αυτό το καθεστώς, πώς είναι δυνατόν να λυθεί το Κυπριακό;
Η μόνη εγγυήτρια Δύναμη για την Κύπρο, όπως άλλωστε αποτελεί για όλα τα κράτη- μέλη της, είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή ένας Θεσμός!
Φυσικά, υφίσταται και το αντεπιχείρημα, ότι όλο αυτό είναι τελείως θεωρητικό, μια και γιατί τόσες δεκαετίες ένας πολιτικός του Ελληνισμού δεν βρέθηκε να κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση; Τι λοιπόν μπορεί να έχει αλλάξει και γιατί πρέπει εμείς ως γροθιά, Ελλαδίτες και Κύπριοι να το αλλάξουμε τώρα;
- Η Μ. Βρετανία μπορεί να είναι ένα Κράτος που φέρει αποτύπωμα σε μεγάλους Οργανισμούς, και φυσικά μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αλλά πλέον έχει αποκλίνοντα συμφέροντα με την ΕΕ. Το Κυπριακό πρώτα και κύρια είναι ένα ενωσιακό ζήτημα και κάτω από το πρίσμα αυτό η Διπλωματία του Ελληνισμού πρέπει να το προωθεί στη Διεθνή Κοινότητα.
- Η Ανατολική Μεσόγειος καθίσταται αποκλειστικά ένα γαλλικό- αμερκανικό bras de fer κι αν αυτό που τη δεδομένη στιγμή εξελίσσεται στο μεσογειακό χώρο προσπαθήσουμε να το ερμηνεύσουμε ως τα «απόνερα» ή το έρεισμα της αμερικανό- ρωσικής αντιπαλότητας χάνουμε την πραγματική διάσταση για τη Διπλωματία της περιοχής. Στη βάση και μόνο αυτή οφείλουμε να κινηθούμε με γνώμονα τη θέση μας στην Ευρώπη, για να δώσουμε στην Κύπρο την αξιοπρέπεια που της αξίζει ως κυρίαρχο Κράτος.
- Η Διπλωματία του Ελληνισμού οφείλει να καταστρώσει ενιαίο σχεδιασμό, με κυρίαρχο στοιχείο ότι το Κυπριακό δεν είναι ούτε Παλαιστινιακό ούτε Ουκρανικό. Γιατί το Κυπριακό είναι ζήτημα καθαρά παράνομης κατοχής που δε φέρει εθνοτικής φύσης διάσταση, ώστε να υφίσταται το έρεισμα της δικαιολογίας για την προάσπιση μίας εθνοτικής και θρησκευτικής μειονότητας.
Η Διπλωματία του Ελληνισμού οφείλει να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο και τρόπο για να καταδείξει κι όχι να αποδείξει (γιατί η Ιστορία και η Εθνολογία είναι οι αδιάψευστοι μάρτυρες) ότι τεχνηέντως οι Βρετανοί ήδη από το 1918, προκειμένου να προασπίσουν τα συμφέροντά τους στην περιοχή ταύτισαν το Κυπριακό με το Παλαιστινιακό (καθώς ήδη από το 1918 άρχισε να σχεδιάζεται πολιτικά ό, τι στις επόμενες δεκαετίες έπραξαν οι Βρετανοί δίνοντας υπόσταση σε εξισλαμισμένους πληθυσμούς). Και είναι αναγκαίο, η Διπλωματία του Ελληνισμού να καταστρώσει τώρα ένα κοινό σχέδιο δράσης που θα το βάλει ψηλά στην ατζέντα των από εδώ και πέρα Συνόδων των Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οργάνων που συμμετέχει, γιατί είναι ενδεδειγμένη η χρονική στιγμή για κάτι τέτοιο.
- Και είναι ενδεδειγμένη η χρονική στιγμή, αφενός λόγω του Ουκρανικού που πλέον διαφάνηκε ότι ο αναθεωρητισμός των Κρατών βρίσκεται στο απόγειο, μη φοβούμενα ότι η Διεθνής Κοινωνία συμπλέκεται μεταξύ της κάτω από διαφορετικές θεσμικές βάσεις, αφετέρου ότι οι ΗΠΑ, και αυτό αποδεικνύεται μέσω της διάταξης του νομοσχεδίου για τη μη πώληση αμυντικού εξοπλισμού, έχουν κατανοήσει ότι η Τουρκία είναι ένα επικίνδυνο κράτος για τη διεθνή ευταξία.
Εν κατακλείδι το Κυπριακό Ζήτημα πρέπει να μπει σε αποφασιστικές, διπλωματικές ράγες, πριν τις εκλογές στο τουρκικό κατεστημένο και μάλιστα φέτος που συμπληρώνονται 100 χρόνια από τον Πόλεμο στη γη των Ελλήνων, τη Μικρά Ασία.
Η Άννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός- Διεθνολόγος, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, επιστημονική συνεργάτιδα της ίδιας σχολής, διδάσκουσα στην Ανώτερη Διακλαδική Σχολή Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ) και τη Σχολή Εθνικής Άμυνας (ΣΕΘΑ).
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.