του Ανδρέα Θεοφάνους*
Αναπόφευκτα ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα για τις άμεσα εμπλεκόμενες χώρες, την ΕΕ καθώς και για τη διεθνή κοινότητα. Δυστυχώς ενώ έχουν περάσει περισσότερο από έξι μήνες από την έναρξη της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία δεν διαφαίνεται η οποιαδήποτε σοβαρή προοπτική ουσιαστικών συνομιλιών για τερματισμό του πολέμου. Είναι προφανές ότι η σύγκρουση στην Ουκρανία αποτελεί ταυτόχρονα και πεδίο σκληρής αντιπαράθεσης μεταξύ Ρωσίας και Δύσης.
Έχει ήδη κατ΄ επανάληψιν υποδειχθεί ότι από την αντιπαράθεση αυτή η ΕΕ καταβάλλει το δικό της τίμημα: λιγότερη ασφάλεια, λιγότερη ευημερία και περισσότερη αστάθεια. Ενδεχομένως οι ηγεσίες των χωρών της ΕΕ καθώς και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να είχαν υποτιμήσει το κόστος του πολέμου και των κυρώσεων, το οποίο είναι τεράστιο. Πέραν τούτου, με τα υφιστάμενα δεδομένα δεν μπορεί να προβλεφθεί με ακρίβεια το μέλλον.
Η Ουκρανία αντιστέκεται στη Ρωσία με την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική στήριξη της Δύσης. Παρά ταύτα οι Ρωσικές δυνάμεις έχουν κατακτήσει ένα μεγάλο μέρος της νοτιοανατολικής Ουκρανίας. Για λόγους των δικών της ζωτικών συμφερόντων όπως η ίδια τα προσδιορίζει καθώς και για λόγους γοήτρου η Μόσχα παραμένει προσηλωμένη στον στόχο της επικράτησης καθώς και της εδραίωσης της θέσης της στο διεθνές σύστημα. Αλλά και η Ουκρανία τονίζει την αποφασιστικότητά της να αγωνισθεί για την αποκατάσταση της εδαφικής της ακεραιότητας με την πολυδιάστατη στήριξη της Δύσης. Η Ρωσία θεωρεί ότι ο πραγματικός στόχος των ΗΠΑ, της ΕΕ και της Βρετανίας είναι η αποδυνάμωση και εάν είναι δυνατό η συρρίκνωσή της.
Η κατάσταση αυτή εμπεριέχει τον κίνδυνο περαιτέρω κλιμάκωσης. Το χειρότερο σενάριο είναι η χρήση όπλων μαζικής καταστροφής. Πέραν τούτου, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ο κίνδυνος σοβαρής δολιοφθοράς ή ατυχήματος σε σταθμούς παραγωγής πυρηνικής ενέργειας. Μια τέτοια εξέλιξη θα έχει θλιβερές συνέπειες.
Και ενώ οι προεκτάσεις για την ασφάλεια δεν μπορούν να αγνοηθούν, παράλληλα επικρατεί έντονος προβληματισμός για τις επιπτώσεις του πολέμου και των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας για την ίδια την ΕΕ. Δεν είναι μόνο ο πληθωρισμός που είναι πλέον διψήφιος αλλά και το ορατό ενδεχόμενο μιας νέας ύφεσης. Ο στασιμοπληθωρισμός της σημερινής περιόδου είναι χειρότερος από εκείνο της περιόδου της δεκαετίας του 1970. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι θα βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχιας.
Οι ψηλότερες τιμές στην ενέργεια και σε πολλά άλλα προϊόντα και υπηρεσίες δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν στη σημερινή συγκυρία με μια περιοριστική νομισματική πολιτική. Μια τέτοια πολιτική θα εντείνει τη ροπή προς μια βαθύτερη ύφεση με τεράστιο κοινωνικο-οικονομικό κόστος. Είναι πλέον κατανοητό ότι οι κυρώσεις δεν τιμωρούν μόνο τη Ρωσία αλλά δημιουργούν τεράστιο κόστος και στους Ευρωπαίους πολίτες.
Διάφοροι αναλυτές σε πολλές χώρες θεωρούν ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία και η αντιπαράθεση Ρωσίας και Δύσης θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Τονίζουν επίσης ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να οικοδομηθεί μια Ευρωπαϊκή και παγκόσμια αρχιτεκτονική ασφάλειας χωρίς τη συμμετοχή της ίδιας της Ρωσίας. Με το ίδιο σκεπτικό τονίζεται ότι οι στόχοι της ευημερίας, της συνεργασίας και της ανάπτυξης δεν εξυπηρετούνται από πολεμικές συγκρούσεις τέτοιας κλίμακας καθώς και τις πρωτοφανείς κυρώσεις που έχουν επιβληθεί.
Ενώ θα ήταν δυνατό να είχε αποφευχθεί η Ρωσική εισβολή και ο πόλεμος δυστυχώς δεν είναι δυνατό να γυρίσει πίσω το ρολόι. Τα δεδομένα σήμερα παραπέμπουν σε τεκτονικές αλλαγές στο Ευρωπαϊκό και στο διεθνές γίγνεσθαι.
Η Κίνα δηλώνει ότι δεν προτίθεται να υποστεί τις συνέπειες ενός πολέμου στον οποίο η ίδια δεν έχει καμία εμπλοκή. Μεταξύ άλλων, το Πεκίνο θα προμηθεύεται τη Ρωσική ενέργεια σε τιμές που ίσχυαν πριν από τον πόλεμο. Την ίδια στιγμή το κόστος της ενέργειας για τη Γερμανία και τις άλλες χώρες της ΕΕ θα αυξηθεί ουσιαστικά. Αναπόφευκτα η κατάσταση αυτή πλήττει τους Ευρωπαίους καταναλωτές αλλά επίσης υποσκάπτει την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών της ΕΕ. Ο αντίκτυπος για τις ΗΠΑ δεν είναι ο ίδιος καθώς δεν εξαρτούνται ενεργειακά από τη Ρωσία. Πέραν τούτου, οι Αμερικανικές εξαγωγές ενέργειας προς χώρες της ΕΕ θα είναι σε ψηλότερες τιμές από ό,τι οι Ρωσικές.
Μια ποιοτική ανάλυση των δεδομένων και της δυναμικής που βρίσκεται σε εξέλιξη οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι προκλήσεις για την ίδια την ΕΕ στο στρατιωτικό, πολιτικό, ενεργειακό και οικονομικό πεδίο είναι τεράστιες. Δεν αποτελεί επίσης έκπληξη ότι η κάθε χώρα μέλος της Ένωσης έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες και προσεγγίσεις για τη μεγάλη αυτή κρίση. Ενδεχομένως η καθολική προσκόλληση στην πολιτική των κυρώσεων θα δοκιμασθεί. Ήδη πέραν της Ουγγαρίας, η οποία ακολουθεί τη δική της πορεία, και η Βουλγαρία προβληματίζεται για την ενεργειακή της πολιτική τονίζοντας ότι ο πραγματισμός υποδεικνύει άλλες προσεγγίσεις. Επιπρόσθετα, σε σχέση με την εισήγηση κάποιων χωρών για απαγόρευση εισόδου στην ΕΕ σε Ρώσους πολίτες υπάρχουν έντονες διαφωνίες.
Ακόμα όμως και πριν από τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία η ΕΕ αντιμετώπιζε σοβαρά διλήμματα και προβλήματα. Η ανισότητα μεταξύ αλλά και εντός χωρών της ΕΕ αποτελούσε και εξακολουθεί να αποτελεί μεγάλη πρόκληση. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις σε σωρεία ζητημάτων μεταξύ Ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου καθώς και μεταξύ της Δυτικής και της Κεντροανατολικής Ευρώπης προβληματίζουν. Με τον πόλεμο στην Ουκρανία και την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης μεταξύ Ρωσίας και Δύσης τα δεδομένα έχουν επιδεινωθεί. Δεν είναι τυχαίο που ο Πρόεδρος της Γαλλίας Μακρόν δήλωσε πρόσφατα ότι η εποχή της ευημερίας και της αφθονίας έχει παρέλθει. Την ίδια στιγμή Γερμανοί αξιωματούχοι προειδοποιούν ότι οι προσεχείς χειμώνες θα είναι πολύ δύσκολοι.
Κάτω απ΄ αυτά τα δεδομένα η ΕΕ καλείται να προβληματισθεί για τις στρατηγικές της επιλογές και την περαιτέρω πορεία της. Ήδη τα δύσκολα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα δημιουργούν επιπρόσθετους κινδύνους για πολιτική αστάθεια και ροπή προς ακραία ρεύματα. Εάν η ΕΕ δεν καταφέρει να δώσει προοπτική και ελπίδα για το αύριο το κάθε κράτος με βάση τις δικές του ιδιαιτερότητες εκ των πραγμάτων θα ενεργήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για να περιορίσει το κόστος και να δημιουργήσει νέες προοπτικές. Μια τέτοια εξέλιξη θα δοκιμάσει εκ νέου την Ένωση.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.