Γράφει η Καρίνα Ιωαννίδου*
Χαράματα 28ης Οκτωβρίου 1940. Το προηγούμενο βράδυ είχαμε πέσει να κοιμηθούμε ανυποψίαστοι για ό,τι έμελλε να μας «ξημερώσει»… Είμασταν ακόμα σε βαθύ ύπνο, δεν είχε καν προλάβει να ανατείλει το πρώτο φως του ήλιου όταν ακούστηκαν να ηχούν δυνατά τα τύμπανα του πολέμου. Η είδηση «έτρεχε» με την ταχύτητα του φωτός και διαδίδονταν από στόμα σε στόμα: «Πόλεμος! Οι Ιταλοί εισβάλλουν…».
Ο άντρας μου από τη μια στιγμή στην άλλη από τα έδρανα των δικαστηρίων πήρε φύλλο πορείας και βρέθηκε να πεζοπορεί για να πάει να πολεμήσει στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας. Η ώρα του αποχαιρετισμού δύσκολη. Σφικτές αγκαλιές σφιγμένες καρδιές, θολές ματιές… Κοιταζόμασταν στα μάτια τόσο έντονα σαν να προσπαθούσαμε να «παγώσουμε» ο ένας την εικόνα του άλλου για να την «κουβαλάμε» σαν φυλακτό μαζί μας, να την «αποθηκεύσουμε» στη μνήμη μας παντοτινά γιατί αισθανόμασταν πως μπορεί να είναι η τελευταία.
Φεύγει… «Θα τους «φάμε» μωρέ!» μου φωνάζει «Θα γυρίσω, μ΄ ακούς!»… Τον κοίταξα με δυσπιστία. Πρώτον γιατί ήτανε πάντα πολύ προσεχτικός, δεν χρησιμοποιούσε ποτέ «αγοραίες εκφράσεις» και δεύτερον και πιο σημαντικό γιατί ήταν βραχύσωμος, ισχνός, με «τρύπα» στο στομάχι. «Που πάει;» σκέφτηκα… «Πώς γίνεται ένας ασθενικός άνθρωπος να περπατήσει τόσο δρόμο μεταφέροντας στον ώμο ένα γυλιό ασήκωτο διπλάσιο από το σωματικό του βάρος; Θα προφτάσει να πολεμήσει;
Όταν ήρθε το πρώτο γράμμα από το Μέτωπο οι γειτόνισσες κοιτάζονταν με απορία σταυροκοπιότανε και σιγομουρμούριζαν: «Καλέ, ζει ακόμη αυτός;»
Καθημερινά τα πράγματα χειροτέρευαν…
Δίπλα μου έμενε η Ρεβέκκα με την οικογένειά της. Ήταν Εβραίοι στην καταγωγή, Ισπανοί στην υπηκοότητα. Εκείνο το πρωί, σχεδόν χαράματα, ήρθε σπίτι μου κλαίγοντας για να μου πει πως η κατάσταση επιδεινώνεται και πως σύντομα αυτή και οι ομοεθνείς της θα βρεθούν στο μάτι του κυκλώνα. Είχανε «πληροφόρηση», μου είπε… Ήρθε να με αποχαιρετήσει…΄Ένοιωσα τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια μου και την καρδιά μου να σπάει σε δυο κομμάτια. Η Ρεβέκκα είχε δύο γιους, δυο γιους που αγαπούσα όπως τα δικά μου παιδιά… Θα επιχειρούσαν, μου είπε, να διαφύγουν από τη θάλασσα.
Φόρεσαν διπλά και τριπλά ρούχα -το ένα πάνω στο άλλο- γιατί δεν έπρεπε να φαίνεται πως κουβαλάνε αποσκευές, πήρανε από μια τσάντα –όλο κι όλο- και άφησαν πίσω τους…το σπίτι τους, τους φίλους τους, ολόκληρη τη ζωή τους… Εκείνο το παγερό πρωινό, η Ρεβέκκα μου έδωσε τα κλειδιά του σπιτιού της και μου είπε: «Πάρε όλα μου τα έπιπλα, τα ρούχα κι ό,τι άλλο μπορεί να σου φανεί χρήσιμο». Αρνήθηκα κλαίγοντας με λυγμούς…και τότε με παρακάλεσε «Πάρε κάτι για να μη μας ξεχάσεις»… Με έμπασε μέσα στο σπίτι, κοίταξα ένα γύρω -χωρίς πραγματικά να βλέπω-. Τα δάκρια τρέχανε ποτάμι, τα μάτια μου προεξείχαν από τις κόγχες, κατακόκκινα… Μέσα σ΄ αυτή τη γενική θολούρα, είδα φλουταριστά, κρεμασμένες δύο μεγάλες φωτογραφίες πλαισιωμένες με ωραίες ασημένιες κορνίζες -οι γονείς της Ρεβέκκας στη μία, οι γονείς του άντρα της στην άλλη -. Μόλις τις είδα, αποφάσισα στη στιγμή: «Τις φωτογραφίες θα πάρω, κι όταν γυρίσετε πίσω μια μέρα θα είναι εδώ και θα σας περιμένουν»…Κλάψαμε σφιχταγκαλιασμένες και μετά «lehitraot» μου είπε η Ρεβέκκα, «Στο επανειδήν» της απάντησα εγώ…
Τα πράγματα ολοένα και χειροτέρευαν. Μια μέρα κάποιος χτύπησε δυνατά την εξώπορτα… τόσο δυνατά που «πήδηξα ως το ταβάνι»… Πλησιάζω, βάζω το αυτί μου στην πόρτα κι ακούω απ΄ έξω γερμανικά… Δεν καταλαβαίνω γρι… η καρδιά μου πάει στην Κούλουρη. Ανοίγω. Δεν έχω επιλογή. Βλέπω μπροστά μου έναν Γερμαναρά δύο μέτρα. Ξανθό, γαλανό, περιποιημένο και καθαρό. Θεέ μου πως μοσχοβολούσε-πόσο καιρό έχω να δω και να μυρίσω καθαρό άνθρωπο;… Όμορφος ήτανε! Μόλις με βλέπει μου φωνάζει απεγνωσμένα «Τουαλέτ, τουαλέτ»…. Τρέχω του φέρνω ένα καθρεφτάκι… αυτός να επιμένει «Τουαλέτ τουαλέτ»… Του δίνω μια ξεδοντιασμένη τσατσάρα… τότε αυτός μου κάνει με τον αγκώνα λυγισμένο μπρος πίσω «Προυυυυτ προουυυυτ»…
Κατάλαβα «κόψιμο»…». Πόσο τελικά μοιάζουμε οι άνθρωποι όταν έχουμε «κόψιμο» κι ανάγκη. Του δείχνω κατά που πέφτει η τουαλέτα. Τρέχει σαν τρελός αφού έχει ήδη λύσει το ζωνάρι του… Και τότε μου΄ ρχεται σκοτοδίνη… Στον καμπινέ έχω κάτι επαναστατικές φυλλάδες που μάζεψα από καταγής. Αφού τις διαβάζουμε για να τις εξαφανίσουμε τις χρησιμοποιούμε για να σκουπίζουμε τους «απαυτούς» μας. Αν μας πιάσουν θα μας εκτελέσουν. Προσεύχομαι να μην υποψιαστεί κάτι ο Γερμανός γιατί τότε Τετέλεσται! Κάποια στιγμή βγαίνει -αιώνας μου φάνηκε- βγαίνει πιο ανάλαφρος σίγουρα αλλά πιο σκυθρωπός… «Τάνκε φράου» μου λέει… «Με τις υγείες σας» του απαντάω…Βάζει τότε το χέρι στην τσέπη… Τα «κάνω πάνω μου», με το συμπάθιο…Τώρα θα βγάλει το περίστροφο και μπουμ μπουμ θα μου την μπουμπουνίσει… σκέφτομαι. Όμως, αυτός, βγάζει το χέρι από την τσέπη του και μου δίνει ένα σαπούνι μικρό, στρογγυλό, μοσχομυριστό… Λες κι άνοιξε ο Παράδεισος! Το άρωμά του με συνεπήρε. Μύριζε σανταλόξυλο! Μετά, αμίλητος και σκυθρωπός πάντα γύρισε την πλάτη του κι έφυγε στητός, κορδωτός, ανέκφραστος όπως ήρθε… Καλέ, τι να λέμε… «Κύριος»…
Κι ύστερα ήρθαν οι «Άλλοι Γερμανοί»… Περικύκλωσαν ένα γύρω το κτίριο, ούτε ξέραμε γιατί… Πανικός!…Έψαχναν κάποιον;;; κάτι;;; Μπορεί κι απλά να κάνανε επίδειξη ισχύος… Ακούγονταν φωνές: «Ράους…ράους»… «Όλοι έξω, με τα χέρια ψηλά» φώναζε ο διερμηνέας, «Σνέλ, σνέλ» «Γρήγορα, γρήγορα με τα πρόσωπα και τα χέρια στον τοίχο»… αστραπιαία άρπαξα τα παιδιά, να βγούμε έξω… και τότε μου ήρθε η κεραμίδα στο κεφάλι…Το ραδιόφωνο! Είχαμε ένα ραδιοφωνάκι, το ανοίγαμε το βράδυ, μαζευόμασταν ένα γύρω κι ακούγαμε το BBC. Ακούγαμε κάθε βράδυ τη φωνή που άρχιζε με τη χαρακτηριστική φράση «Εδώ Λονδίνο» «Εδώ Λονδίνο» και μπορεί οι ειδήσεις που μετέδιδε, κάτω από αυτές τις συνθήκες, να μην ήταν πολλές ή ευχάριστες, ήταν όμως έγκυρες και μας κρατούσαν σε επαφή με τον έξω κόσμο. Ραδιόφωνο, σήμαινε εκτέλεση επιτόπου!
Θεέ μου, σε αυτά τα κλάσματα του δευτερολέπτου έπρεπε να σκεφτώ κρυψώνα. Νιαρ, νιαρ, νιαούρισε το γατάκι που περιμαζέψαμε στο σπίτι… ψωριάρικο, τυφλό από την ασιτία, μικροσκοπικό σαν ποντίκι… «Εσύ μου έλειπες τώρα» σκέφτηκα, ενώ οι φωνές από έξω δυνάμωναν… Νιαρ, νιαρ, αυτό, το βιολί του. Τότε, ήταν που μου ήρθε η φαεινή ιδέα! Αρπάζω το καλάθι του μωρού, βάζω μέσα το ραδιόφωνο, από πάνω ότι κουρελαρία βρήκα μπροστά μου, αρπάζω το γατί, το μπαστακώνω μέσ΄ το καλάθι και τρέχω σαν την τρελή να βγω έξω… με δυο μωρά στην αγκαλιά και τα άλλα δύο τα μεγαλύτερα, δεξιά μου κι αριστερά μου, να με τραβολογάνε από τις τσέπες… Μπήκανε σπίτι οι Γερμανοί, το κάνανε φύλλο και φτερό… δεν άφησαν όρθιο τίποτα, μόνον το γατί βρήκα στη θέση του όταν έληξε ο «συναγερμός» και μας άφησαν να μπούμε ξανά μέσα… μασουλούσε κάτι που του δώσανε να φάει κι έγλειφε και τα μουστάκια του. Κι αυτές οι «ψυχούλες» με τα φιλοζωικά αισθήματα αφού ταΐσαν το γατί μου βγήκαν έξω κι εκτέλεσαν εν ψυχρώ ένα γείτονά μας γιατί είχαν βρει στο σπίτι του κάτι από τη λίστα με τα απαγορευμένα…
Περάσανε τα χρόνια, τέλειωσε κι ο πόλεμος… και μία ημέρα κτυπάει η πόρτα, ανοίγω και βλέπω μπροστά μου έναν κύριο, ψηλό, καστανό, καλοντυμένο, τζέντελμαν… «Παρακαλώ;» του λέω… «Με θυμάστε;». «Γνωριζόμαστε;» τον ρωτάω και τον κοιτάζω μέσα στα μάτια… Αχ, αυτά τα μάτια, τα λαδιά, τα καθάρια, τα τσακίρικα… κάτι μου λένε… αλλά δεν τολμώ να σκεφτώ τί. «Είμαι ο γιος της Ρεβέκκας, ο Ίνο»… Τα πόδια μου λύγισαν, ένοιωσα να χάνω τον κόσμο… Αυτός με αγκάλιασε, και με κάθισε απαλά σε μια πολυθρόνα… ενώ ταυτόχρονα ασυναίσθητα γύρισε το βλέμμα του στον κεντρικό τοίχο του σαλονιού και είδε… τις δύο φωτογραφίες των παππούδων του… Βούρκωσαν τα μάτια του και γίνανε έξαφνα γαλαζοπράσινες λίμνες που ξεχείλιζαν ορμητικά…
Δεν ξέρω πόση ώρα κλαίγαμε αγκαλιασμένοι. Που και που ανάμεσα στα αναφιλητά μας, ξέκλεβα καμιάν ανάσα και τον ρώταγα… «Ζει η Ρεβέκκα; Ζει ο πατέρας σου; Ο αδελφός σου;»… Σιωπή…
Τότε θυμήθηκα πως ήταν πάλι Οκτώβρης, όπως τότε, που ξεκίνησαν όλα. «lehitraot» μου είπε ο Ίνο, «στο επανειδήν» του απάντησα…
*Μέσα από «θραύσματα» διηγήσεων της γιαγιάς μου…
*Η Καρίνα Ιωαννίδου είναι θεατρική συγγραφέας, εργάζεται στο τμήμα Δημοσίων Σχέσεων του ΚΘΒΕ, και είναι ιδρυτικόμέλος του “Θέατρο Φλέμινγκ”
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.