Του ΤΑΣΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Το καλοκαίρι του 2014 βρέθηκα στο Εδιμβούργο. Ήταν η χρονιά του δημοψηφίσματος. Οι κάτοικοι της Σκωτίας σε δύο μήνες έπρεπε να πάρουν μια κρίσιμη απόφαση. Αν θα παραμείνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο ή αν θα αποκτήσουν μια ξεχωριστή κρατική οντότητα.
Στο κέντρο της πόλης, στο τέλος ενός μεγάλου εμπορικού δρόμου δεσπόζει το κάστρο. Εκεί υπήρχαν πυρετώδεις εργασίες για το στήσιμο ενός προκατασκευασμένου αμφιθεάτρου, στο οποίο πραγματοποιείται το Διεθνές Φεστιβάλ Εδιμβούργου τον Αύγουστο.
Στην διάρκεια της περιήγησης στην πόλη, που συνήθως κάνει κάθε επισκέπτης, που βρίσκεται για πρώτη φορά στην πρωτεύουσα της Σκωτίας, βρέθηκα στο πανεπιστήμιο. Ένα κτίριο γοτθικού ρυθμού, που βρίσκεται στο κέντρο του Εδιμβούργου.
Όπου κι αν περπάτησα στο Εδιμβούργο, πουθενά δεν συνάντησα αφίσες ή άλλα συνθήματα γραμμένα στους τοίχους, που θα υποστήριζαν το ναι ή το όχι στην απόσχιση. Ιδιαίτερη εντύπωση επίσης μου έκανε η καθαριότητα που συνάντησα στον προαύλιο χώρο του πανεπιστημίου.
Ούτε ένα χαρτάκι στο έδαφος, ούτε μια αφίσα κολλημένη στους τοίχους. Εκεί οι παρατάξεις δεν έχουν κανένα λόγο και ρόλο στα φοιτητικά δρώμενα. Η πόλη ήταν πεντακάθαρη και οι πινακίδες εξ ίσου καθαρές, που σε πληροφορούσαν για την κατεύθυνση που θα ήθελες να ακολουθήσεις.
Στα καθ’ ημάς τώρα. Αν μεταφερθούμε στην Αθήνα και στην Ελλάδα γενικότερα, η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική. Η τουριστική κατά τα άλλα χώρα, βρίθει από την βαρβαρότητα των ακατανόητων βανδαλισμών σε πινακίδες της τροχαίας καθώς και σε αντίστοιχες μουτζούρες και συνθήματα σε κάθε τοίχο δημόσιου ή ιδιωτικού κτιρίου.
Μια εικόνα που δεν έχει σχέση με μια χώρα, που μεγάλο μέρος των εσόδων της προέρχεται από τον τουρισμό, μια και συμβαίνει να αποτελεί την βαριά βιομηχανία της Ελλάδας. Αν προσθέσει κανείς και την προεκλογική περίοδο, που ως μη όφειλε, άρχισε ένα εξάμηνο πριν από την προσφυγή στις κάλπες, αντιλαμβάνεται τι ηχορύπανση και τι αφισορύπανση μας περιμένει.
Ταυτόχρονα σε επίπεδο κυβερνητικής δραστηριότητας, σημαίνει παράλυση της κρατικής μηχανής και αδρανοποίηση του κυβερνητικού έργου. Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση προκειμένου να ελαχιστοποιήσει την φθορά, αρχίζει να παρεκκλίνει της όποιας νομιμότητας επιχείρησε να επιβάλει, με πιο χαρακτηριστική αυτήν της παράτασης για τις άδειες οικοδομής σε μη άρτια οικόπεδα και την αναστολή κατεδαφίσεων παράνομων κτισμάτων σε παραλίες, για τα οποία υπάρχουν αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις.
Δυστυχώς οι βίοι δεν είναι παράλληλοι με αυτές άλλων χωρών, όπου η δημοκρατία είναι ώριμη και η αυθαιρεσία δεν υπάρχει, μια και οι πολίτες σχεδόν στο σύνολό τους τηρούν τους νόμους και δεν συναντά κανείς κόμματα που να συνθηματολογούν υπέρ της ανυπακοής.
Συνήθως η τετραετία της θητείας της κυβέρνησης είναι δεδομένη, και ο ελεγκτικός ρόλος της αντιπολίτευσης προσδιορισμένος, κυρίως εντός του Κοινοβουλίου. Κριτική αφορά τις πράξεις και της παραλήψεις του κόμματος που ασκεί την εξουσία, και οι όποιες εποικοδομητικές προτάσεις αναφέρονται σε ένα καλύτερο αύριο για τους πολίτες.
Στην Ελλάδα η προοπτική των εκλογών, έστω και μετά την παρέλευση ενός εξαμήνου είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για πολιτικό χαβαλέ και για κορώνες λαϊκισμού, που δεν έχουν αρχή μέση και τέλος. Αν κανείς με σοβαρότητα επιχειρήσει να κωδικοποιήσει τα ακούγονται με πραγματικά επιχειρήματα, δεν θα βγάλει άκρη.
Η αυθαιρεσία δεν περιορίζεται στον ασαφή λόγο της μιας πλευράς, επεκτείνεται και στα αριθμητικά δεδομένα. Πολύ απλά, ούτε στους αριθμούς δεν συμφωνούν τα κόμματα έστω κι αν προέρχονται από κρατικές επίσημες πηγές ή διεθνείς οργανισμούς.
Βεβαίως όλα αυτά απευθύνονται σε ένα αμαθές και συχνά ευκολόπιστο κοινό. Το πάθος για την αναρρίχηση στην εξουσία, δεν έχει ούτε ηθικούς ούτε λογικούς φραγμούς.
Πόσοι άραγε από αυτούς που έστησαν χορούς και πανηγύρια το βράδυ του δημοψηφίσματος τον Ιούλιο του 2015, κατάλαβαν ότι την επομένη ο λογαριασμός που ήρθε, ήταν κατά πολύ βαρύτερος από εκείνον που προηγήθηκε με τις προτάσεις Γιούνκερ;
Δυστυχώς ελάχιστοι αν όχι κανείς. Ο λαϊκισμός και ο φανατισμός σαρώνει τα πάντα, όπως η ανεμοθύελλα στην έρημο. Το κακό είναι ότι ταυτόχρονα σβήνει τα σημάδια της πορείας, που πρέπει να ακολουθήσει κανείς, για να φτάσει στον προορισμό του.
Εδώ τίθεται το ερώτημα πόσο ώριμη είναι, έστω και αυτή η αδιάλειπτη μετά το 1974 δημοκρατία μας; Και το πρόβλημα δεν λύνεται δια της αποχής. Χρειάζεται η ενεργός συμμετοχή του κάθε πολίτη. Γιατί η δημοκρατία και η προάσπιση της είναι κυρίως θέμα των πολιτών.
Κατά Αριστοτέλη ποιος είναι ο άριστος πολίτης; Είναι ο ενεργός πολίτης, που συμμετέχει κατά προαίρεσιν στις αποφάσεις της πόλης του -τόσο με την ευρύτερη έννοια του βουλεύεσθαι και κρίνειν, όσο και με τη στενότερη έννοια της άσκησης εξουσίας- είναι ο φρόνιμος και μετριοπαθής άνθρωπος, ο επαρκώς διαβιών (ούτε υπερπλούσιος ούτε υπέρπτωχος), ο οποίος πράττει με ευθύνη, για να διασφαλίζει στην πόλη του την ευμάρεια, την παιδεία και την ειρήνη. Είναι ο ελεύθερος νους που δημιουργεί εν αυτονομία και ζει «κατά προαίρεσιν» αλλά ταυτόχρονα υπακούει εθελότρεπτα στο νόμο και παράγει ατομικά και συνολικά έργα αρετής.
Πόσα από αυτά τα χαρακτηριστικά κατά Αριστοτέλη, που διαχρονικά ισχύουν, διαθέτει σήμερα ο πολίτης; Δυστυχώς ελάχιστα. Γιατί η δημοκρατική συμπεριφορά είναι στάση ζωής. Το να ψηφίζουμε αυτούς που μας κάνουν ρουσφέτια, ή κάθε λογής προσωπικές εξυπηρετήσεις, δεν αποτελεί δημοκρατική συμπεριφορά.
ΟΙ εκλογές δεν είναι πανάκεια. Η ενεργός παρουσία του πολίτη μέσα από την καθημερινότητα, είναι αυτή που προσδιορίζει την δημοκρατική συμπεριφορά του, απέναντι στον διπλανό του και στην κοινωνία γενικότερα.
Ο Τζον Κένεντι είχε πει στους Αμερικανούς πολίτες: “Μη ρωτάς τι μπορεί να κάνει η πατρίδα για σένα, αλλά τι μπορείς να κάνεις εσύ για τη πατρίδα”…
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.