Ήταν εφικτή η Ένωση την περίοδο 1950-1974;

του Ανδρέα Θεοφάνους*


Συμπληρώνονται αυτές τις μέρες 73 χρόνια από το ιστορικό δημοψήφισμα της 15ης Ιανουαρίου του 1950 δια του οποίου η συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων τάχθηκε υπέρ της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Το αίτημα αυτό ήταν δίκαιο, θεμιτό και αναμενόμενο. Όμως δυστυχώς το διεθνές δίκαιο δεν καθορίζει πάντοτε το πολιτικό γίγνεσθαι ούτε καθοδηγεί τη διεθνή πολιτική. Αντίθετα, η έκβαση των ζητημάτων καθορίζεται εν πολλοίς από τα εμπλεκόμενα συμφέροντα καθώς και το ισοζύγιο δυνάμεων. Αυτό δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη ότι υποτιμούμε τη σημασία του διεθνούς δικαίου.

Σημειώνω συναφώς ότι μετά την εισβολή, την εθνοκάθαρση και την κατοχή του βορείου τμήματος της Κύπρου από την Τουρκία το καλοκαίρι του 1974 το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ παρέπεμψε σε διακοινοτικές συνομιλίες. Έτσι η Τουρκία, εμμέσως πλην σαφώς, κατέστη τρίτο μέρος στη διαμάχη. Πριν από την εισβολή ο ΟΗΕ στήριζε σθεναρά την υπόθεση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μετά το πραξικόπημα και την εισβολή το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ προσάρμοσε τις θέσεις του ανάλογα όχι με βάση το διεθνές δίκαιο. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι ο Πρόεδρος Αναστασιάδης δεν αποκρύβει τη δυσαρέσκειά του επί τούτου. Ενδεικτικά αναφέρω επίσης ότι στις πρόσφατές του Εκθέσεις για ανανέωση της ΟΥΝΦΙΚΥΠ ο ΓΓ του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες κρατεί ίσες αποστάσεις από το νόμιμο κράτος και την κατοχική οντότητα, ενώ εν πολλοίς η Τουρκία είναι στο απυρόβλητο.

Επιστρέφοντας στη δεκαετία του 1950 υπογραμμίζεται ότι ο αγώνας της ΕΟΚΑ δεν εκπλήρωσε τους στόχους που είχαν τεθεί ως αποτέλεσμα του ισοζυγίου δυνάμεων και της ρεαλπολιτίκ. Το Σύνταγμα Ζυρίχης και Λονδίνου αντικατόπτριζε το ανισοζύγιο δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο όπου η Ελλάδα δεν ήταν το ισχυρότερο μέρος. Η απογοήτευση που ένοιωθαν οι Έλληνες της Κύπρου ήταν δικαιολογημένη – όχι μόνο η Ένωση δεν επετεύχθη αλλά με βάση το δοτό σύνταγμα οι Τουρκοκύπριοι απέκτησαν υπερβολικά δικαιώματα και προνόμια.

Για τον λόγο αυτό καθώς και επειδή το Σύνταγμα ήταν δυσλειτουργικό ο Πρόεδρος Μακάριος επεδίωξε την τροποποίησή του. Η ελληνική κυβέρνηση συμβούλευσε τον Μακάριο να μην επιχειρήσει οτιδήποτε που θα δημιουργούσε κρίση στην Κύπρο και την Ανατολική Μεσόγειο καθώς δεν επιθυμούσε την αντιπαράθεση με την Τουρκία. Υπογραμμίζεται επίσης ότι «ο κίνδυνος εξ ανατολών» δεν αποτελούσε δόγμα για την Ελλάδα πριν το 1974. Αντίθετα οι προτεραιότητες ήταν ο αντικομουνισμός και η προσήλωση στο ΝΑΤΟ.

Στην κρίση που ξέσπασε την περίοδο 1963-64 η κρατική υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η εδαφική της ακεραιότητα κινδύνευσαν. Η φιλοσοφία του Σχεδίου Άτσεσον παρέπεμπε σε κάποια μορφή διπλής ένωσης. Σε σχέση με την υποτιθέμενη απώλεια ευκαιρίας για Ένωση στις 20 Αυγούστου του 1964 μπορεί να λεχθεί ότι ο Μακάριος δεν αποδέχθηκε την εισήγηση των Αθηνών για μονομερή κήρυξη της Ένωσης καθώς θεωρούσε ότι η τελική έκβαση θα ήταν η διχοτόμηση. Άλλωστε στη βεβαία περίπτωση κρίσεως οι ΗΠΑ θα μεσολαβούσαν μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για μια συμβιβαστική διευθέτηση.

Πέραν τούτου, πρέπει να ενθυμούμεθα ότι λίγες μέρες προηγουμένως όταν η τουρκική αεροπορία βομβάρδισε την Τηλλυρία σκορπώντας την καταστροφή και τον θάνατο, η ελληνική αεροπορία δεν παρενέβη καθώς η Ελλάδα δεν επιθυμούσε εμπλοκή με την Τουρκία. Τι άλλαξε από τις 8-9 Αυγούστου μέχρι τις 20 Αυγούστου 1974 και θα ήταν δυνατή η ανάληψη πρωτοβουλιών που θα οδηγούσαν στην Ένωση; Είχε μεταβληθεί το ανισοζύγιο δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο; Θεωρώ ότι υπό τις περιστάσεις ήταν εύλογη η ανησυχία του Μακαρίου και της πολιτικής ηγεσίας της Κύπρου και ως εκ τούτου η μη μονομερής κήρυξης της Ενώσεως. Στην πορεία και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου θα συμφωνούσε με τον Μακάριο.

Αναφέρεται συναφώς ότι η Έκθεση του Ειδικού Αντιπροσώπου του ΓΓ ΟΗΕ Γκάλο Πλάζα (1965) υπογράμμιζε ότι στην Κύπρο δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για ομοσπονδία. Ως εκ τούτου ο Πλάζα προέκρινε μια διευθέτηση στη βάση ενός ενοποιημένου κράτους (integrated state). Η Έκθεση φωτογράφιζε λύση ενιαίου κράτους. Ταυτόχρονα θεωρούσε ότι η Ένωση θα έπρεπε να αποκλειστεί. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που δεν αξιοποιήθηκε η Έκθεση αυτή όσον θα έπρεπε από την κυπριακή κυβέρνηση. Σημειώνεται ότι η τουρκική πλευρά αντέδρασε έντονα στην εν λόγω Έκθεση καθώς απέρριπτε την ομοσπονδία.

Η ελληνική μεραρχία αποσύρθηκε τον Δεκέμβριο του 1967 μετά τα γεγονότα στην Κοφίνου. Και τότε υπήρξε ο κίνδυνος τουρκικής επέμβασης. Μετά από μεσολάβηση των ΗΠΑ η σύγκρουση απεφεύχθη καθώς η Ελλάδα υπαναχώρησε. Από την πλευρά του ο Πρόεδρος Μακάριος επέμενε και πέτυχε τη διατήρηση της Εθνικής Φρουράς.

Στις διακοινοτικές συνομιλίες που ακολούθησαν μετά την εξαγγελία της πολιτικής του εφικτού ο Μακάριος κατηγορείτο από την Ελλάδα και την Τουρκία ότι ήταν μαξιμαλιστής και ότι θα έπρεπε να επιδείξει ευελιξία για μια τελική διευθέτηση του Κυπριακού. Τη θέση αυτή υιοθετούσαν και διάφοροι κύκλοι στη Λευκωσία. Μάλιστα επιστεύετο ότι θα έπρεπε ο Μακάριος να καταλήξει σε συμφωνία ικανοποιώντας τις απαιτήσεις της τουρκικής πλευράς για ουσιαστική τοπική αυτοδιοίκηση καθώς, ούτως ή άλλως, είχε επέλθει σαφής βελτίωση των Συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου. Παράλληλα όμως ένα μεγάλο μέρος της αντιμακαριακής παράταξης θεωρούσε τον Κύπριο Πρόεδρο ως ανθενωτικό και μειοδότη.

Οι περισσότεροι από αυτούς που συμμετείχαν στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 εναντίον του Μακαρίου θεωρούσαν τον Κύπριο Πρόεδρο ως το εμπόδιο για την Ένωση. Όταν επεκράτησε το πραξικόπημα ξαφνιάστηκαν όταν άκουσαν ότι η πραξικοπηματική κυβέρνηση θα συνέχιζε τις διακοινοτικές συνομιλίες με στόχο ένα ενιαίο κράτος. Όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο αναμένετο η στήριξη από την Ελλάδα. Αυτό όμως δεν έγινε. Η διαμεσολάβηση των ΗΠΑ είχε και πάλιν ως στόχο την αποτροπή ενός ελληνοτουρκικού πολέμου. Η Ελλάδα και πάλιν δεν επενέβη για να αποκρούσει την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Και όταν ο Προεδρεύων Γλαύκος Κληρίδης ζήτησε τη στρατιωτική στήριξη της Ελλάδας στις 14 Αυγούστου 1974 μετά το ναυάγιο των συνομιλιών στη Γενεύη και τη νέα τουρκική επίθεση από θαλάσσης, αέρος και ξηράς ο Έλληνας Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής απάντησε ότι δεν μπορούσε να ανταποκριθεί λόγω αποστάσεως.

Δυστυχώς η Κύπρος υπέστη τεράστια καταστροφή ως αποτέλεσμα ενδογενών και εξωγενών παραγόντων. Και ακόμα δεν έχουμε δει το τέλος της κυπριακής τραγωδίας. Πέραν τούτου, υπογραμμίζεται ότι ενώ ο στόχος της Ενώσεως την περίοδο 1950-1974 δεν ήταν εφικτός λόγω του ανισοζυγίου δυνάμεων εις βάρος της Ελλάδος, ο στόχος της ολοκλήρωσης της κυπριακής ανεξαρτησίας ήταν εφικτός.

Η έκβαση αυτή ήταν σαφώς υπέρτερη από την υφιστάμενη κατάσταση η οποία εξελίχθηκε μετά το ολέθριο πραξικόπημα της ξενοκίνητης Χούντας του Ιωαννίδη και όχι από τη δήθεν μη πραγματοποίηση της Ένωσης τον Αύγουστο του 1964. Είναι σημαντικό να μαθαίνουμε από την ιστορία για να αποφύγουμε νέα λάθη. Στη σημερινή κρίσιμη συγκυρία οφείλουμε να προχωρήσουμε με τη μέγιστη δυνατή ενότητα, σοβαρότητα καθώς και με διεκδικητικό πραγματισμό.


* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.


Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ