Ένα βιβλίο. Δύο δημοσιογράφοι-συγγραφείς. Ο ένας, ο Βαγγέλης, εν αγνοία του. Μετά θάνατον. Ο άλλος, ο γιος του Γιώργος, σώζει τα διηγήματα του μπαμπά και γράφει για την σκληρή αρρώστια που πήρε τον Βαγγέλη μακριά του
Τι κάνεις όταν ο άλλος είναι μπροστά σου εκεί, η ίδια φυσιογνωμία που σε μεγάλωσε, αλλά ταυτόχρονα απουσιάζει; Όταν βλέπεις με τα μάτια σου το πρόσωπο του πατέρα σου, του μπαμπά Βαγγέλη, του υπερήρωα των παιδικών σου χρόνων, του μιλάς με τη βεβαιότητα πως πίσω του βρίσκεται και το πνεύμα, το μυαλό, η καρδιά που αγαπάς, αλλά… αλλά αυτά, αλλά η ουσία του μπαμπά δεν είναι εκεί; Πώς διαχειρίζεσαι τη σκληρή αρρώστια;
Ο γιος του Βαγγέλη, ο δημοσιογράφος Γιώργος Χριστοφορίδης, απάντησε σε αυτά τα ερωτήματα γράφοντας ένα βιβλίο. Αυτή ήταν η προσωπική του απάντηση στο Αλτσχάιμερ. Όπως είπε ο ίδιος, μιλώντας στο SpeakNews, «άρχισα να γράφω χωρίς καμία απολύτως πρόθεση να δημοσιεύσω τα γραπτά μου. Σα μια μορφή αυτό-ψυχοθεραπείας, για να μπορέσω να διαχειριστώ κάτι που ήταν εντελώς έξω από το σύστημά μου. Ομολογώ, με ντροπή, ότι στην αρχή θύμωνα. Ναι, ντρέπομαι τόσο πολύ, αλλά θύμωνα με έναν άνθρωπο άρρωστο. Γιατί είναι τόσο ύπουλη αυτή η αρρώστια… Έχεις τον άνθρωπό σου μπροστά σου, τον βλέπεις όπως τον γνωρίζεις και τον αγαπάς και, την ίδια στιγμή, δεν είναι αυτός εκεί. Σε ρωτά και τρείς και τέσσερις και πέντε φορές πόσων χρόνων είναι ο γιος σου. Απανωτά. Και του απαντάς. Κι αυτός ξαναρωτά. Αμέσως μετά. Κι αμέσως το διαγράφει. Και ξανά και ξανά. Και θυμώνεις. Και ντρέπεσαι».
Και το βιβλίο «Βαγγέλης: 25 (+1) Ιστορίες Πριν το Αλτσχάιμερ» (εκδόσεις Ianos) πώς προέκυψε, λοιπόν;
Αρχικά, θέλησα μονάχα να «ξανα-επισκεφτώ», όπως λέω, τον μπαμπά Βαγγέλη. Αυτά τα είκοσι πέντε διηγήματα που είχε γράψει -και διέσωσε η μαμά μου- μου έδωσαν την καλύτερη ευκαιρία. Διαβάζοντας τις ιστορίες που έγραψε ο μπαμπάς πριν το Αλτσχάιμερ, μπόρεσα καλύτερα να διαχειριστώ τον μπαμπά μετά το Αλτσχάιμερ. Θυμήθηκα πρόσωπα και καταστάσεις που είχα ζήσει κι εγώ ως γιος -γιατί ο μπαμπάς έγραφε πάντα αυτοβιογραφικά. Κυρίως για την αγαπημένη του Θεσσαλονίκη.
Πολύ για τη Χαλκιδική, που εμείς οι Θεσσαλονικείς καλά γνωρίζουμε ότι σαν αυτή δεν έχει. Πάνω από όλα, όμως, έγραφε για τη μεγάλη του αγάπη, τον Άνθρωπο. Τον αγαπούσε αυτόν τον Άνθρωπο ο Βαγγέλης. Τον άνθρωπο κάθε χρώματος, κάθε κοινωνικής τάξης, κάθε μονοπατιού της ζωής. Κι ανακάλυψα καινούρια πράγματα μέσα από τα διηγήματα του μπαμπά. Όπως μια ευαισθησία που δεν είχα καταγράψει -τουλάχιστον σε αυτό το βαθμό- καθώς μεγάλωνα.
Θες επειδή οι δικές μου κεραίες -απασχολημένες με άλλα πράγματα- δεν την έπιασαν τότε, θες επειδή ο ίδιος δεν την άφηνε να ξεδιπλωθεί σε όλο της το εύρος γιατί θεωρούσε πως δεν του το επέτρεπε ο ρόλος του πατέρα όπως τον είχε στο μυαλό του; Το σημαντικό είναι ότι η αυτό-ψυχοθεραπεία είχε αποτέλεσμα. Με βοήθησε τόσο πολύ να διαχειριστώ και την αρρώστια και, αργότερα, την απώλεια… Βέβαια, για την απώλεια του μπαμπά είσαι πάντα απροετοίμαστος. Ό,τι κι αν έχει προηγηθεί…
Και πότε αποφασίσατε, κ. Χριστοφορίδη, όντως να προχωρήσετε στην έκδοση αυτών των κειμένων;
Η ταξινόμηση των 25 κειμένων του Βαγγέλη, αυτή η εκ νέου επίσκεψη στον μπαμπά των παλιότερων χρόνων, άνοιξε το δρόμο στο μυαλό μου για ακόμη ένα κείμενο, που έμελλε να αποτελέσει το δεύτερο μέρος του βιβλίου. Θέλησα να γράψω πώς έζησα εγώ τον μπαμπά Βαγγέλη, πώς τον είδα μεγαλώνοντας και πώς τον βλέπω τώρα, εκ των υστέρων. Στην πραγματικότητα και το δεύτερο αυτό μέρος από ιστορίες απαρτίζεται, απλά αυτές έχουν μια στοιχειώδη ροή, αρχή-μέση-τέλος. Ιστορίες που αρχίζουν από το Αλτσχάιμερ ως αφορμή εξιστόρησης, περνούν όλα τα στάδια των εικόνων του γιου -που μεγαλώνει- για τον πατέρα του, καταλήγουν πάλι στο Αλτσχάιμερ και την απώλεια του Βαγγέλη. Α, όχι.
Η αλήθεια είναι ότι πηγαίνουν και λίγο παραπέρα. Λίγο μετά την απώλεια, υπάρχει ένα κομμάτι το οποίο το θεωρώ ως το «μετά τον επίλογο». Κάνει μια αναφορά στα παιδιά μου, τη Δήμητρα και τον Ανδρέα. Είναι αυτό το κλείσιμο που, προσωπικά, με συγκινεί περισσότερο από κάθε άλλο σημείο του βιβλίου. Η συνέχεια…
Άρα, το δεύτερο μέρος του βιβλίου εστιάζει στο Αλτσχάιμερ;
Σίγουρα είναι καίριο στοιχείο του δεύτερου μέρους το Αλτσχάιμερ. Δεν ήθελα, όμως, το γραπτό μου να εστιάζει μόνο στην αρρώστια. Γιατί ο Βαγγέλης ήταν ένας άνθρωπος δυναμικός, ένας τύπος ωραίος που είχε πράγματα να πει. Ο Βαγγέλης δεν ήταν η αρρώστια. Και, επειδή ακριβώς -όταν έγραφα- θυμόμουν τον έναν Βαγγέλη, αλλά ζούσα και τον άλλον, τον κουρασμένο από την αρρώστια, ήθελα το κείμενό μου να σώσει τον πρώτο. Τον μπαμπά Βαγγέλη και τον δημοσιογράφο Βαγγέλη.
Γιατί ο Βαγγέλης ήταν δημοσιογράφος, με την έννοια της λέξης. Η δημοσιογραφία ήταν στο αίμα του. Έτσι, πριν φτάσω να μιλήσω για το δύσκολο θέμα του Αλτσχάιμερ, διηγούμαι πολλές ιστορίες για την δημοσιογραφία. Μια δημοσιογραφία, όμως, μιας άλλης εποχής. Τότε, που η διάψευση αποτελούσε ρετσινιά αδιανόητη. Όταν, στους νέους ρεπόρτερς που έπιαναν στα χέρια τους στυλό, το πρώτο πράγμα που τους έλεγαν οι παλιότεροι όταν ότι «καλύτερα να χάσεις δέκα ειδήσεις, παρά να διακινδυνεύσεις να δημοσιεύσει η εφημερίδα μία είδηση που δεν ισχύει, που θα φάμε διάψευση». Θα μου πείτε: καμία σχέση με το «μην αφήνεις την αλήθεια να χαλάσει μια ωραία ιστορία» που πρωτο-άκουσα όταν κατέβηκα στην Αθήνα. Καμία σχέση με τη δημοσιογραφία του σήμερα… Σίγουρα.
Όπως το βλέπω εγώ, για αυτόν ακριβώς τον λόγο οι συγκεκριμένες ιστορίες δημοσιογραφίας μπορεί να έχουν μια αξία για τον αναγνώστη του «Βαγγέλης: 25 (+1) Ιστορίες Πριν το Αλτσχάιμερ». Διότι, παρά το γεγονός πως εγώ επέλεξα στο βιβλίο μου να μην κάνω καμία απολύτως σύγκριση μεταξύ της δημοσιογραφίας μιας άλλης εποχής και της δημοσιογραφίας του σήμερα, οι ιστορίες είναι τόσο δυνατές που κάνουν τις συγκρίσεις από μόνες τους. Και ο αναγνώστης τις δικές του.
Το γράψατε, δηλαδή, για να μοιραστείτε την εμπειρία σας με άλλους ανθρώπους που ζουν ανάλογες καταστάσεις με αγαπημένα τους πρόσωπα; Ίσως και για να τους βοηθήσετε;
Σίγουρα ο αρχικός στόχος μου ήταν να βοηθήσω τον εαυτό μου. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Αυτή η αυτό-ψυχοθεραπεία στην οποία ήδη αναφέρθηκα. Δεν είχα σκεφτεί ότι ίσως ήμουν σε θέση να βοηθήσω και κάποιον άλλον. Δεν είμαι γιατρός, δεν είμαι επιστήμονας, δεν είμαι ειδικός στο Αλτσχάιμερ. Είμαι ένας άνθρωπος που έζησε τον πατέρα του να υποφέρει από την αρρώστια, να τον απομακρύνει σταδιακά -και επί περίπου 8 χρόνια- από κοντά μας και, τελικά, να τον σκοτώνει. Είμαι, επιπλέον, ένας δημοσιογράφος που τα έζησε όλα αυτά, άρα ένας άνθρωπος που καταγράφει γεγονότα όλη του τη ζωή και, τώρα, καταγράφει αυτά που ο ίδιος έζησε.
Αφού ολοκλήρωσα το κείμενο αυτό σκέφτηκα ότι μπορεί να έχει κάποια αξία και για άλλους ανθρώπους που βιώνουν τη σκληρή αρρώστια στην καθημερινότητά τους. Όμως, η αλήθεια είναι ότι δεν είναι αυτός ο λόγος που αποφάσισα να εκδώσω τα γραπτά μου, να τα μετατρέψω σε βιβλίο με την πολύτιμη βοήθεια των εκδόσεων Ianos. Για άλλο λόγο το έκανα. Γιατί, στην πορεία αυτή της αναζήτησης του μπαμπά Βαγγέλη που είχε χάσει το δρόμο του εξαιτίας του Αλτσχάιμερ, βρήκα κι έναν άλλον άνθρωπο, αυτόν τον δίπλα στο Αλτσχάιμερ. Που μένει συνήθως στη σκιά. Και δεν αναφέρομαι σε εμάς, τα παιδιά, ή τους άλλους συγγενείς του ασθενή. Μιλώ για τον έναν, τον δίπλα στο Αλτσχάιμερ. Μιλώ, συγκεκριμένα, για τη μαμά Σούλα. Μιλώ για την κάθε μαμά Σούλα, που ζει δίπλα στο Αλτσχάιμερ και μαζί με το Αλτσχάιμερ, εικοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, επτά μέρες την εβδομάδα. Για αυτή τη Σούλα στην οποία αποκλειστικά οφείλει την όποια ποιότητα ζωής έχει πια, αλλά και την ίδια την επιβίωσή του, ο κάθε μπαμπάς Βαγγέλης. Ε, λοιπόν, η μάνα μου είναι ηρωίδα. Όλες οι Σούλες είναι ηρωίδες.
Η Σούλα, λοιπόν, ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο αποφάσισα να εκδώσω αυτό το βιβλίο. Για να μάθουν οι άνθρωποι που θα μου κάνουν την τιμή να διαβάσουν το βιβλίο, για να αποκτήσουν μια μικρή ιδέα του Γολγοθά της Σούλας. Έτσι, ώστε την επόμενη φορά που θα σταθούν απέναντι σε έναν άνθρωπο που ζει δίπλα στο Αλτσχάιμερ να ξέρουν, λίγο καλύτερα, πώς να του συμπεριφερθούν.
Ένα βιβλίο, δύο συγγραφείς, λοιπόν…
Ναι, ο ένας συγγραφέας εν αγνοία του. Κι η αλήθεια είναι ότι ο μπαμπάς Βαγγέλης, όσο ήταν ακόμη μαζί μας, δεν έβλεπε τον εαυτό του ως συγγραφέα. Ήταν αυστηρός με τον εαυτό του. Και γενικά, αλλά ιδιαίτερα όταν η κουβέντα ερχόταν στο θέμα της έκδοσης ενός βιβλίου. Και την πήγαινα συχνά την κουβέντα εκεί. Γιατί, ως παιδί, ήθελα ο δημοσιογράφος μπαμπάς μου να εκδώσει κι αυτός ένα βιβλίο. Τόσοι και τόσοι άλλοι δημοσιογράφοι είχαν εκδώσει τα δικά τους. Γιατί όχι κι ο δικός μου; Ο μπαμπάς Βαγγέλης όμως -σήμερα είμαι πεπεισμένος- ήθελε, άμα ήταν να κυκλοφορήσει βιβλίο με την υπογραφή του, αυτό να είναι περίπου για Πούλιτζερ. Είχε μια ταπεινοφροσύνη τόσο σπάνια για τους δημοσιογράφους του σήμερα…
Έτσι, όταν τον έπρηζα να γράψει το βιβλίο του, μου έλεγε ότι όντως το είχε αρχίσει -για να πάψω να τον πρήζω- αλλά, σήμερα το καταλαβαίνω, δεν είχε τέτοια πρόθεση πραγματική. Έγραφε, κι αυτός, για τον εαυτό του. Αυτά τα διηγήματα που έσωσε η μαμά Σούλα. Διηγήματα, ως δημοσιογράφος κι αυτός, από περιστατικά και καταστάσεις που είχε ο ίδιος ζήσει, που είχαν ξεδιπλωθεί μπροστά του. Σ’ ένα γράμμα του, όταν σπούδαζα στο Βέλγιο, μου λέει ότι έχει αρχίσει να γράφει ένα βιβλίο με ιστορίες ανθρώπων που συναντά κάθε μέρα στα αστικά λεωφορεία της Θεσσαλονίκης, στα λεωφορεία του ΟΑΣΘ.
Όμως, τέτοια διηγήματα δεν εντοπίσαμε στα γραπτά του. Και είμαι βέβαιος ότι, αν τυχόν υπήρχαν, θα τα είχε ξετρυπώσει η μαμά Σούλα. Το σίγουρο είναι ότι ο Βαγγέλης, για τη μετακίνησή του μέσα στη Θεσσαλονίκη, χρησιμοποιούσε αποκλειστικά τα αστικά λεωφορεία. Και, όταν εξέφρασα την επιθυμία να ακολουθήσω τα βήματά του στη δημοσιογραφία, μου είπε: «Γιώργο, θα παίρνεις το αστικό το πρωί για να πας στην εφημερίδα και το αστικό για να γυρίσεις το βράδυ. Ο δημοσιογράφος πρέπει να γυρνά την πόλη με το αστικό. Μόνο έτσι παίρνει τη μυρωδιά της, έρχεται σε επαφή με το κλίμα των ανθρώπων της».
Και ο Βαγγέλης συνέχισε να παίρνει το αστικό και μετά τη συνταξιοδότηση. Ακόμη και όταν η αρρώστια είχε κάνει την εμφάνισή της και βρισκόταν στα αρχικά της στάδια. Όσο ακόμη μπορούσε να μετακινείται μόνος του, χωρίς να είναι πολύ επικίνδυνο να μη βρει το δρόμο να γυρίσει. Μετά, μόνο μαζί με τη Σούλα. Αλλά, έπαιρνε το αστικό. Και πήγαινε όλο και πιο μακριά, σε όλο και περισσότερες γειτονιές της αγαπημένης του Θεσσαλονίκης που ίσως δεν είχε προλάβει να οργώσει τόσο όσο θα ήθελε, τα προηγούμενα χρόνια. Να προλάβει, να τη δει περισσότερο ακόμη.
Αναφερθήκατε στη μητέρα σας και στα παιδιά σας, στους οποίους εξάλλου αφιερώνετε και το βιβλίο σας. Υπάρχουν κάποιοι άλλοι άνθρωποι που έπαιξαν ρόλο στην έκδοσή του;
Ναι και σας ευχαριστώ που μου δίνετε την ευκαιρία να τους αναφέρω. Είναι ο Νίκος ο Καρατζάς, η ψυχή των εκδόσεων Ianos, η καθοδήγηση του οποίου υπήρξε ανεκτίμητη, καθώς γνωρίζει όσο κανείς άλλος τον χώρο του βιβλίου. Αλλά και οι άνθρωποι του Ιανού, που από την πρώτη στιγμή αγκάλιασαν το παιδί μου, αντιλήφθηκαν την ιδιαίτερη σημασία που είχε ο «Βαγγέλης» για μένα και το αγάπησαν κι αυτοί. Και ΤΟΝ αγάπησαν κι αυτοί. Ιδιαίτερα η Σοφία Τριανταφύλλου, που επιμελήθηκε την έκδοση με τόση ευαισθησία με τόση φροντίδα. Και η Ξένια Αποστολίδου, στην οποίο χρωστάω όλη την καλαισθησία του «Βαγγέλης: 25 (+1) Ιστορίες Πριν το Αλτσχάιμερ».
κ. Χριστοφορίδη, σας ευχαριστώ πολύ για την κοινή μας περιπλάνηση στο πρώτο σας εκδοτικό εγχείρημα, στον δικό σας «Βαγγέλη».
Εγώ σας ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δώσατε να συστήσω τον Βαγγέλη στους αναγνώστες σας.
Συγγραφείς, δύο δημοσιογράφοι, μπαμπάς και γιος. Ο ένας, εν αγνοία του…
Ο Βαγγέλης Χριστοφορίδης άφησε τη σφραγίδα του στη δημοσιογραφία της Θεσσαλονίκης. Ειδικά στο οικονομικό ρεπορτάζ, επί δεκαετίες οι νεότεροι του απέδιδαν τον τίτλο του πατριάρχη. Από τον Ελληνικό Βορρά στη Ναυτεμπορική και από τη Ναυτεμπορική στο γραφείο Τύπου της Τράπεζας Μακεδονίας Θράκης.
Ο Γιώργος Χριστοφορίδης ακολούθησε τα βήματα του Βαγγέλη, από τη Ναυτεμπορική, στην Καθημερινή, αρχισυντάκτης και διευθυντής σύνταξης στη Μακεδονία, στο Βήμα και, μετά, στην Αθήνα διευθυντής σύνταξης στο Πρώτο Θέμα, διευθυντής στο newsbomb.gr, εκδότης της εφημερίδας Το ΧΩΝΙ και σήμερα γενικός διευθυντής του newsique.gr και συνεταίρος της εταιρείας επικοινωνίας MindSupport.
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.