Η Αλεξάνδρα Σδούκου, Γ.Γ. Ενέργειας του Υπουργείου Περιβάλλοντος & Ενέργειας, μιλάει στο SPEAKNEWS για τους στόχους που έχει θέσει η κυβέρνηση για ενεργειακή μετάβαση, αύξηση των πράσινων επενδύσεων, απολιγνιτοποίηση, έρευνες υδρογονανθράκων, και πως όλα αυτά μπορούν να συνδυαστούν σε ένα ευρύτερο σχέδιο για ενεργειακή αυτάρκεια της χώρας.
Κυρία Σδούκου, η ενεργειακή μετάβαση της χώρας αποτέλεσε μεγάλο στόχο της παρούσας κυβέρνησης. Είναι τελικά εφικτοί οι στόχοι που τέθηκαν; Σε ποια φάση βρισκόμαστε σήμερα;
Θα σας το θέσω διαφορετικά. Εάν δεν υπήρχε η έννοια της ενεργειακής μετάβασης, θα έπρεπε να την επινοήσουμε! H μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικών εκπομπών ρύπων είναι, όχι απλώς ένα μεγάλο στοίχημα που οφείλουμε να κερδίσουμε, αλλά επιτακτική ανάγκη. Σήμερα τολμώ να ισχυριστώ ότι αυτό το στοίχημα το έχουμε ήδη κερδίσει και μάλιστα εν μέσω των χειρότερων συνθηκών! Να σας δώσω ορισμένα παραδείγματα: Οι συνολικές εκπομπές CO2 μειώθηκαν το 2020 σε ποσοστό 27,8%, όταν ο αρχικός στόχος ήταν 20%. Η συμμετοχή των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας έφθασε στο 22%, από 20% που ήταν ο ευρωπαϊκός στόχος και το 2022 η συνολική κατανάλωση ενέργειας έφθασε στο 45,3%!
Πόσο ελκυστικός προορισμός είναι η χώρα μας για πράσινες επενδύσεις;
Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστώ πως η χώρα διαθέτει τεράστιο ανανεώσιμο δυναμικό. Ήλιος και άνεμος είναι δύο πανίσχυρες και φθηνές πηγές ενέργειας που δίνουν στην Ελλάδα ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, γεγονός που την καθιστά πολύ ελκυστικό προορισμό για ξένες άμεσες επενδύσεις στον τομέα της πράσινης ενέργειας. Ενισχύουμε αυτή την δυναμική με διαρκείς παρεμβάσεις στο ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς, για να διευκολύνουμε τον πακτωλό επενδύσεων στην καθαρή ενέργεια. Διακηρυγμένος στόχος μας είναι η προσέλκυση επενδύσεων ύψους 35 δισ. ευρώ στις ΑΠΕ έως το 2030!
Πως απαντάτε στην κριτική που ασκείται στην κυβέρνηση, ότι έθεσε πολύ στενά χρονικά όρια για την απολιγνιτοποίηση, με συνέπειες στο οικονομικό κόστος, το οποίο μετακυλίεται στους Έλληνες πολίτες.
Πράγματι, η απόφαση για την απολιγνιτοποίηση δεν έγινε δεκτή από όλο το φάσμα της πολιτικής, της αγοράς και της κοινωνίας. Εν τούτοις, πρέπει να σημειώσω ότι η κριτική που μας ασκήθηκε είναι ολότελα άδικη. Να σας θυμίσω μόνο ότι το 2019, το κόστος του φυσικού αερίου, που αποτελεί κυρίαρχο καύσιμο σε όλη την Ευρώπη, ήταν μόλις 10-20 ευρώ/MWh, που σημαίνει ότι μπορούσαμε να παράγουμε σημαντικά φθηνότερη ηλεκτρική ενέργεια σε σύγκριση με τον ακριβό λιγνίτη που δεν μπορεί να αποτελέσει τμήμα μιας μακροπρόθεσμης ενεργειακής στρατηγικής για τη χώρα.
Παρά την πρόσκαιρη αύξηση της παραγωγής από λιγνίτη, για λόγους ενίσχυσης της ενεργειακής ασφάλειας, η πλήρης απολιγνιτοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής θα έχει συντελεστεί έως το τέλος του 2028. Η απομάκρυνση από τον λιγνίτη δίνει το πολιτικό στίγμα αυτής της Κυβέρνησης και σηματοδοτεί την είσοδο της Ελλάδας στην πρωτοπορία των κρατών που υιοθετούν πλήρως τις αρχές της καθαρής ενέργειας.
Δίπλα στο σχέδιο για την ενεργειακή μετάβαση, η κυβέρνηση έχει ενεργοποιήσει ένα άλλο μεγάλο σχέδιο, αυτό για τον εντοπισμό κοιτασμάτων φυσικού αερίου. Μπορούν αυτά τα δύο να συμβαδίσουν; Δεν ακυρώνει στην ουσία η εξόρυξη ορυκτών καυσίμων την πράσινη μετάβαση;
Είναι ένα πολύ εύλογο ερώτημα που μου δίνει την ευκαιρία να καταρρίψω αυτό τον μύθο. Η εισβολή στην Ουκρανία, ανέδειξε τις διαρθρωτικές αδυναμίες της Ευρώπης στον τομέα της ενέργειας αλλά μετέβαλε, παράλληλα και τα δεδομένα στην αγορά του φυσικού αερίου, επαναφέροντας στο προσκήνιο το σκέλος της παραγωγής. Ακόμη πιο σημαντικό όμως, και αναφέρομαι στους επικριτές της κυβερνητικής πολιτικής στο θέμα, είναι ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση του προγράμματος σεισμικών ερευνών οφειλόταν κατά κύριο λόγο, αφενός στις πολύ χαμηλές τιμές του αερίου την περασμένη δεκαετία, και αφετέρου στην στρατηγική αποεπένδυσης που εφάρμοσαν οι εταιρίες του κλάδου, υπό το φως της προώθησης πράσινων πολιτικών σε όλη την Ευρώπη.
Διαβεβαιώνω πως οι στόχοι για την ενεργειακή μετάβαση της χώρας θα εκπληρωθούν στο ακέραιο. Επομένως, θεωρώ ότι δεν είναι ασυμβίβαστη η έρευνα υδρογονανθράκων με την ενεργειακή μετάβαση. Όχι μόνο δεν θα την επηρεάσει στο παραμικρό, αντιθέτως θα την διευκολύνει καθώς ενισχύει την ενεργειακή ασφάλεια κατά τη μεταβατική περίοδο.
Οι πολίτες, τόσο τα νοικοκυριά όσο και οι επιχειρήσεις, αντιμετώπισαν ένα τεράστιο κύμα ακρίβειας στην ενέργεια, στο οποίο η κυβέρνηση απάντησε με επιδοτήσεις. Ως πότε μπορεί να συνεχιστεί αυτή η πολιτική;
Επιτρέψτε μου να απαντήσω, κατ΄αρχάς, με μια διαπίστωση. Αυτά που έχει πράξει η Κυβέρνηση για να θωρακίσει την ελληνική κοινωνία από τις χειρότερες επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης, δεν έχουν προηγούμενο! Αμέσως μόλις έγινε σαφές το περίγραμμα της απειλής που συνόδευε το αρχικό άλμα των τιμών του φυσικού αερίου, σπεύσαμε, σε πείσμα των καιρών και εκείνων που μας αμφισβητούσαν, να προστατεύουμε τους οικιακούς και επιχειρηματικούς καταναλωτές, επιδοτώντας τους λογαριασμούς ρεύματος και φυσικού αερίου, στο βαθμό που μας επέτρεπαν τα δημοσιονομικά περιθώρια της χώρας.
Πάνω από 8 δισ. ευρώ διαθέσαμε προς αυτό το σκοπό και χάρη σε αυτό το ευρύ πλέγμα προστασίας, περιορίσαμε σημαντικά τις επιπτώσεις από το άλμα στο κόστος της ενέργειας. Οι επιδοτήσεις θα πάψουν όταν και οι τιμές των ενεργειακών προϊόντων γίνουν ξανά προσιτές για τους καταναλωτές και η αγορά λειτουργήσει ομαλά. Έως τότε, θα συνεχίσουμε να στηρίζουμε έμπρακτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις, τηρώντας στο ακέραιο την αρχική μας δέσμευση.
Με ποιους τρόπους επηρέασε ο πόλεμος στην Ουκρανία την πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης στα ενεργειακά θέματα; Πέρα από τη διαχείριση της κρίσης, μήπως γεννήθηκαν και ευκαιρίες για τη χώρα μας, που δεν υπήρχαν παλιότερα;
Κοιτάξτε, ο πόλεμος είναι μια αδιανόητη πραγματικότητα αλλά είναι ευτύχημα ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε καλύτερη θέση από πολλές χώρες, λόγω της θέσης της αλλά, κυρίως, λόγω των εμπροσθοβαρών πολιτικών και των στρατηγικών υποδομών φυσικού αερίου που αναπτύσσει. Εκτός του τερματικού σταθμού της Ρεβυθούσας, απλώνουμε ένα ολόκληρο νέο δίκτυο FSRU στην Αλεξανδρούπολη, στην Κόρινθο και αργότερα αν χρειαστεί αλλού. Έχουμε ακόμη διασυνδετήριους αγωγούς με τις γειτονικές χώρες των Βαλκανίων, συζεύξεις με τα ηλεκτρικά δίκτυα της Ιταλίας και στα επόμενα χρόνια με την Αίγυπτο. Αναβαθμίζουμε επίσης, τη μεταφορική ικανότητα του εθνικού δικτύου φυσικού αερίου και υπολογίζουμε βάσιμα ότι με αυτά τα έργα, το 2026 θα μπορούμε να διαθέτουμε πλήρη ανεξαρτησία επιλογής προμηθευτών φυσικού αερίου και θα έχουμε καταστεί καθαροί εξαγωγείς LNG προς στα Βαλκάνια και τις χώρες της ΝΑ Ευρώπης.
Είναι εφικτός στόχος η ενεργειακή αυτάρκεια της χώρας μας; Μέσα από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο;
Όλη μας η προσοχή έχει εστιαστεί ακριβώς σε αυτό που ρωτάτε. Η ενεργειακή κρίση του τελευταίου έτους αναδεικνύει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τη θεμελιώδη ανάγκη μείωσης της ενεργειακής εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα. Οφείλουμε λοιπόν να αντιστρέψουμε το σκηνικό της εξάρτησης. Αν δεχτούμε ότι η συμμετοχή των ΑΠΕ, λόγω των εγγενών προβλημάτων που χαρακτηρίζει αυτή την τεχνολογία, δεν θα καλύπτει παρά μόλις ένα 35% της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας, το 2030, αντιλαμβάνεστε το δρόμο που έχουμε να διανύσουμε. Τα έργα υποδομών που διαθέτει η χώρα είναι ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
Βάσει των σημερινών συνθηκών, τι μπορείτε να προβλέψετε για το ενεργειακό τοπίο της Ελλάδας το 2030;
Κοιτάξτε, θέλω να βλέπω τα πράγματα στη ζωή με ρεαλισμό και αισιοδοξία. Και δουλεύοντας μεθοδικά πάνω σε αυτά που θέλεις να πετύχεις, είναι βέβαιο ότι θα φτάσεις στο στόχο. Αυτό, λοιπόν, διαβλέπω και για το μελλοντικό ενεργειακό τοπίο της χώρας μας. Θέτουμε λοιπόν, ακόμη πιο φιλόδοξους στόχους στο νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, που συνοψίζονται στον διπλασιασμό των πράσινων επενδύσεων έως το 2030. Βασικός στόχος είναι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας να καλύπτεται κατά το 80% από ΑΠΕ και μονάδες φυσικού αερίου με δυνατότητα αξιοποίησης και καύσης και άλλων “πράσινων αερίων” και υδρογόνου.
Επίσης προσβλέπουμε στον περαιτέρω εξηλεκτρισμό των μετακινήσεων και των μεταφορών, στην ανάπτυξη ενός ισχυρού πανελλαδικού δικτύου σταθμών φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων, στην αύξηση του αριθμού των ενεργειακά αναβαθμισμένων κτιρίων, και σε διατήρηση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στα σημερινά επίπεδα. Προσβλέπουμε ακόμη να δημιουργήσουμε τις βάσεις για μια σημαντική αύξηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας για προϊόντα και υπηρεσίες που απαιτεί αυτό το μεγάλο άλμα προς το 2050. Εφόσον όλα πάνε καλά, θα μπορέσουμε να απολαύσουμε σταθερές και φθηνές τιμές στην ενέργεια για όλους και να συμβάλλουμε καθοριστικά στην προστασία του περιβάλλοντος.
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.