της Καρίνας Ιωαννίδου
Ήμουν μοσχίδα ακόμη. Φοιτούσα στη ζωολογική σχολή βο(εί)ου ελλάδος. Μια σχολή με πρεστίζ, όχι καμιά, «βοϊδοσχολή»! Εκεί, διδάχτηκα τα βασικά μαθήματα ευζωίας: διατροφή, τρόπους να διακρίνω τα βρώσιμα από τα δηλητηριώδη χόρτα, μηρυκασμό, κοινωνική συμπεριφορά, μαθήματα αντιμετώπισης συμπτωμάτων οίστρου, μεθόδους ζευγαρώματος, φροντίδα νεογέννητων…
Όμως, από μικρή ήμουν ανήσυχο πνεύμα, κι ήθελα να μαθαίνω και τα άλλα, τα «εξωσχολικά». Έτσι, ξεκίνησε η φιλία μου με τη Λόλα που είχε πείρα ζωής. Η Λόλα έγινε η καθοδηγήτριά μου. Ήτανε γριά πια. Τα «είχε φάει τα χόρτα της». Καθώς μου μιλούσε συνήθιζε να ρεύεται -ήταν κάπως αηδιαστικό- αλλά, όπως μου εξήγησε, ο σφικτήρας της δεν λειτουργούσε καλά πια κι αυτό της προκαλούσε παλινδρόμηση!
Από εκείνη, έμαθα Ιστορία. Για τις εφτά παχιές αγελάδες και για τις εφτά ισχνές. Και πώς οι ισχνές έφαγαν τις παχιές αφού πρώτα οι παχιές τις είχαν «ρουφήξει» όλο το γάλα γιατί, όπως έμαθα, έτσι λειτουργεί το «σύστημα». Ο πλούτος δηλαδή κι η φτώχεια εναλλάσσονται και επαναλαμβάνονται συχνά. Και πως αυτό δεν είναι τωρινό φαινόμενο αλλά συμβαίνει από πάντα.
Εκπαιδεύτηκα και στη «Γλώσσα». Έμαθα να ξεχωρίζω τους μυκηθμούς από τα μουγκανίσματα, να αναγνωρίζω το γαύγισμα, τη βληχή, το κόασμα, το βιρβίρισμα, το τιτίβισμα, τον κράγο…
Έμαθα, επίσης, να αποκρυπτογραφώ τη σκέψη πίσω από στίχους, όπως: «Η καλή μας αγελάδα τρώει χόρτα στη λιακάδα / Μικρά χόρτα και μεγάλα / Για να κατεβάσει γάλα…». Σε αυτό το παιδικό τραγουδάκι ανακάλυψα πως ελλόχευε μία άλλη κρυμμένη ιστορία, μια ιστορία «ωφελιμισμού» του «στιχοπλόκου» προς εμάς τις «αναλώσιμες» για: το γάλα, το κρέας, το δέρμα, τα κόκαλα και την «κοπριά στα λάχανά» τους. Έκλαψα μουγκανητά εκείνο το βράδυ κι άρχισα να δυσπιστώ ακόμα κι απέναντι στο μικρό αγόρι του κτηνοτρόφου που πάντα με αγκάλιαζε τρυφερά, με φιλούσε και μου ΄λεγε γλυκόλογα…
Στη φάρμα άκουγα συχνά τις συζητήσεις των κτηνοτρόφων να περιστρέφονται γύρω από εμένα: «Τάισε την αγελάδα», «Φρόντισε η αγελάδα να έχει αρκετό νερό», «Μην ξεχάσεις να πας την αγελάδα να βοσκήσει», «Άρμεξε την αγελάδα!». Ήταν φανερό πως ήμουνα πολύ σημαντική, όμως επίσης, ήταν ολοφάνερο πως όλη αυτή η έγνοια έκρυβε φιλοτομαρισμό από μέρους τους που στόχευε ευθέως στο δικό μου «τομάρι». Ήμουν «αναλώσιμη» from top to bottom που θα έλεγε κι η Jersey, η αγελάδα που μας ήρθε απ΄ την Αγγλία. Έμαθα πως όταν δεν θα τους είμαι πια χρήσιμη, υπάρχει ένα μέρος τρομαχτικό που με περιμένει. Το «σφαγείο». Δεν ξέραμε ακριβώς τι σήμαινε αφού καμιά από αυτές που έφυγαν για αυτόν τον προορισμό δεν γύρισε ποτέ πίσω…
Με πίκρανε πολύ που διαπίστωσα πως το σχολείο μας είχε διατεταγμένη αποστολή να μας μαθαίνει συγκεκριμένα πράγματα μόνον και μόνον για να μη μας «κοπεί» το γάλα και δυσανασχετήσουν οι αγοραστές.
Το μάθημα που μου άρεσε περισσότερο ήταν η Γεωγραφία! Μάθαινα για άλλες χώρες, για άλλα βοσκοτόπια που «βγαίνανε» σε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου, για αγελάδες που συν-αγελάζονταν ανά είδος, ράτσα, χρώμα, εθνικότητα. Έμαθα και για τη Μποτσουάνα. Εκεί, όπου στα οπίσθια των αγελάδων οι κτηνοτρόφοι ζωγραφίζουν μάτια μεγάλα και χρωματιστά και με το κόλπο αυτό οι αδελφές μου εκεί γλιτώνουν από τις επιθέσεις των εχθρών τους. Εγώ, μπορεί να μην έχω μάτια ζωγραφιστά αλλά έχω «μάτια και πίσω»…
Η γριά Λόλα – μετρούσε πια «μέρες» στο χώρο των «αναχωρήσεων» πριν το «ταξίδι» προς ένα προορισμό που όλες μας απευχόμασταν- και ήταν σε φάση εξομολογητική. Μου εκμυστηρεύτηκε, λοιπόν, πως κάποτε «τα είχε» με ένα ταύρο που είχε επιβιώσει από τις ταυρομαχίες στις ισπανικές αρένες. Γνωρίστηκαν όταν τον έφεραν στη φάρμα ως επιβήτορα. Τον αγάπησε πολύ αλλά αυτός ήταν ερωτευμένος με μια ινδή αγελάδα που κάποιοι διακινητές την απήγαγαν και την μετέφεραν μαζί με άλλες στην Ευρώπη. Αυτή, λοιπόν, του είπε πως στην πατρίδα της οι αγελάδες θεωρούνται ιερά ζώα κι απολαμβάνουν δόξες και τιμές. Περιφέρονται ελεύθερες στους δρόμους κι όλοι τις προσκυνούν ως θεότητες.
Συγκλονίστηκα! Από εκείνη τη στιγμή απόκτησα όνειρο και προοπτική: Να φύγω από τη φάρμα και να ταξιδέψω ως τις μακρινές Ινδίες! Αντιλήφθηκα πως ως αγελάδα κουβαλούσα το βαρύ φορτίο των λανθασμένων πεποιθήσεων των προγόνων μου κι ότι αυτοί οι περιορισμοί και η αποδοχή της θέσης μου σε αυτή τη φάρμα με κρατούσαν δέσμια μιας ζωής ταπεινωτικής με προβλέψιμο το τέλος μου. Η γριά Λόλα μου άνοιξε τους ορίζοντες…
-Θα το παλέψω, το κέρατό μου το βόειο. (Είπα στη διπλανή μου).
-Θα παλέψεις, τί;
-Την ανεξαρτησία μου!
-«Έπαθες «Λόλα»;» Σε παραμύθιασε πάλι η γριά;
-Με «ξύπνησε» η «γριά»! Να! Το κάνω εικόνα! Θα με μπανιαρίζουν, θα με ραίνουν με λάδι αρωματικό, θα ζωγραφίζουν επάνω στο δέρμα μου όμορφα μοτίβα με νερομπογιές, θα μου βάζουνε μάσκαρα στις βλεφαρίδες. Μετά θα μου γυαλίζουν τα κέρατα και θα κρεμάνε επάνω τους πολύχρωμες χάντρες και κουδουνάκια και μετά θα περνάνε ένα γύρω από το λαιμό μου γιρλάντες με φρέσκα λουλούδια Μμμμμμμμ
-Μουυυυυυυυ… Τί μπαρούφες είν΄ αυτές;
-Το ήξερες ότι εκεί οι αγελάδες παντρεύονται – μεταξύ τους ή και με ανθρώπους!
-Ήμαρτον! Χάλασε ο Κόσμος!
-Εκεί, εμείς, είμαστε πιο σημαντικές ακόμα και από τις Γυναίκες. Μερικές από αυτές φορούν μάσκες αγελάδων στο πρόσωπο…
-Και γιατί να το κάνουν αυτό;
– Για να διαμαρτυρηθούν για τη θέση τους στην κοινωνία… Τί τα θες καμία κοινωνία δεν είναι δίκαιη για όλους. Το αποφάσισα ! «Στις Ινδίες, αδελφές μου, στις Ινδίες»!
-Μουυυυυυυυυ…
-«Μούξινος»! (Της απάντησα και πήγα να βοσκήσω παραπέρα)
Με κάρφωσε, όμως, η σπιούνα! Για να σώσει το δικό της το τομάρι με κατέδωσε στον αρχηγό της αγέλης κι εκείνος, ο δωσίλογος, με ξεχώρισε και με έσπρωξε μπροστά όταν ήρθαν για τη «διαλογή» οι κτηνοτρόφοι, σαν να τους έλεγε: «Πάρτε την από εδώ την άχρηστη, την ταραξία! Είναι σαν τις γυναίκες της Ινδίας, ένα πράμα». Τότε, το γρασίδι ζητωκραύγασε:
-Ένα ακόμα λαίμαργο στόμα λιγότερο. Γιατί, εγώ είμαι το πραγματικό θύμα αυτής της διατροφικής διαστροφικής αλυσίδας.
Το αεράκι που αφουγκράστηκε το παράπονο της πρασινάδας ξε-φύσηξε και του είπε:
-Έχεις κακό κάρμα, παρ’ το απόφαση!
-Κι εσύ έχεις «τον κακό σου τον καιρό»… Λυπάμαι τις αγελάδες για τον βιγκανισμό τους γιατί αν υπάρχει ο θεός της χλωρίδας θα έχουν πρόβλημα…
«Καλό Λιβάδι…» ακούστηκε, τότε, να μου φωνάζει μια ξεκούρντιστη, γέρικη φωνή που έβγαζε, ωστόσο, τόσο συναίσθημα που το γρασίδι θορυβημένο «ανατρίχιασε», «ξε-σήκωσε» διαδοχικά «κύματα» που καθώς θρόιζαν κι έκαναν γκέλ κατά μήκος του λιβαδιού, ταξίδευαν τη φράση αυτή και μετά την επέστρεφαν στην πηγή της, σε πολλαπλές επαναλήψεις. «Καλό Λιβάδι…»… «Καλό Λιβάδι…»…
Θυμάμαι εκείνη τη στιγμή με την κάθε της λεπτομέρεια. Τα μουγκανητά, τα κλάματα, το δαιμονισμένο ήχο που έβγαζαν οι οπλές καθώς χτύπαγαν απελπισμένα κάτω το έδαφος, το ξερό χώμα που «έσκαγε» και «σήκωνε» μια σκόνη υποκίτρινη -στο χρώμα του φόβου-, τα ικετευτικά μάτια των μελλοθάνατων για ζωή.
Όμως, «πίσω έχει η αγελάδα την ουρά». Πάσχισα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου και στο δρόμο για το «σφαγείο» έκλεισα μάτια κι αυτιά και το μόνο που σκεφτόμουνα ήτανε τρόποι διαφυγής. Έτσι, όταν μας κατέβασαν από το φορτηγό, εκμεταλλευομένη τον πανικό που επικρατούσε γύρω μου, έκανα αιφνιδιαστικά μια κίνηση επιθετική προς τα εμπρός -ενώ οι άλλες στριμώχνονταν πίσω- έτρεξα σαν δρομέας και κατάφερε να ξεφύγω. Για μέρες έμεινα κρυμμένη σε ένα δάσος. Οι διώχτες μου με έψαχναν μανιασμένα -μέχρι και ποσταρίσματα έκαναν στα social, αν με είδε κανείς-. Αυτό, όμως, τους γύρισε μπούμερανγκ γιατί η ιστορία μου διαδόθηκε σε όλη τη χώρα και πυροδότησε ένα κύμα συμπαράστασης από ευαισθητοποιημένους χρήστες του διαδικτύου που αποφάσισαν να με σώσουν.
Έγινα διάσημη. Η μούρη μου έκανε το γύρο του ιντερνέτ και το κίνημα αλληλεγγύης προς εμένα εξαπλώνονταν! «Πήγαινε» βολίδα, αστραπή τόσο που μέχρι κι οι κτηνοτρόφοι πήρανε θέση βλέποντας το λαϊκό ξεσηκωμό κι αποφάσισαν να μου δώσουνε χάρη.
Αυτά εχθές! Γιατί σήμερα το «θέμα» μου «εξαφανίστηκε» καθώς μια νέα είδηση έγινε viral: «Ένα χρυσόψαρο με μνήμη»! «Μουουουουου τα πράγματα αντιστράφηκαν; Αποδείχτηκε πως τα χρυσόψαρα έχουν μνήμη κι οι άνθρωποι όχι; Αλλά αν δεν υπάρχει «μνήμη» πως θα αλλάξει αυτός ο κόσμος;»…
Προς το παρόν «τρέφομαι» μόνον από τις «σκέψεις» μου…
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.