της Καρίνα Ιωαννίδου
Επιβιβάστηκα.
Η θέση μου είναι κατά τη φορά του τρένου. Δεν μου αρέσει να κάθομαι ανάποδα όταν ταξιδεύω. Θέλω να έχω σε ευθεία -μπροστά- τη διαδρομή προς τον προορισμό μου. Χειμώνας, ψύχρα, νυχτερινή υγρασία. Έξω από το παράθυρο χαζεύω το φεγγάρι. Είναι σε φάση γεμάτης ημισελήνου. Νιώθω ένα έντονο μπούκωμα. Ο άνεμος Χαρματάν, για άλλη μία φορά, κατέφτασε «ασθμαίνοντας» από τη μακρινή Αφρική κι αφού διέσπειρε σύννεφα σκόνης ανά την υφήλιο έφτασε και στα δικά μου ρουθούνια.
Φτερνίστηκα δυνατά. Τόσο δυνατά που ένιωσα να σείεται ο κόσμος γύρω μου. Αμέσως μετά έφτασε στα αυτιά μου βουητό σαν κουδούνισμα, σαν σφύριγμα; «Εμβοές», σκέφτηκα. Έκλεισα τα αυτιά μου. Σιωπή. Έκλεισα τα μάτια μου. Σκοτάδι.
Όταν πια άνοιξα τα αυτιά μου δεν άκουγα τίποτα. Όταν πια άνοιξα τα μάτια μου δεν έβλεπα τίποτα. Σιωπή. Σκοτάδι. “What the hell…” σκέφτηκα «Που πήγαν όλοι;». Τινάχτηκα από το κάθισμά μου σαν ελατήριο κι άρχισα στα τυφλά να «ψάχνω» το δρόμο μου. Εκεί, κάπου στο βάθος του ερεβώδους διαδρόμου έβλεπα μια σπίθα φωτός να τρεμοπαίζει. Έφτασα σε ένα παράθυρο. Έκλεισα το πρόσωπό του μέσα στα χέρια μου για να εστιάσω στο τζάμι. Τα χνότα μου θόλωναν την εικόνα έξω. Κατέβασα νευρικά τα χέρια από το πρόσωπό μου κι άρχισα με τα δάκτυλά μου να καθαρίζω το νοτισμένο γυαλί και τότε αυτό που είδα με… πανικόβαλε!
Είδα μια εξαϋλωμένη μορφή με μάτια κόκκινα, «πυρακτωμένα». Έμοιαζε με νεαρό αγόρι. Στα χέρια του κρατούσε ένα μεγάλο λευκό κουτί. Το ακούμπησε κάτω στο χώμα κι αφού το άνοιξε έβγαλε από μέσα ένα άλλο πανομοιότυπο κουτί και μετά ένα άλλο και μετά ένα άλλο…
-Τί είσαι; Ποιος είσαι;
Ψέλλισα αλλά απάντηση δεν πήρα. Βρήκα το κουράγιο μέσα μου και του ούρλιαξα:
-Πόσο θα κρατήσει αυτό το παιχνίδι; Κάποιος έχει βαλθεί να με τρελάνει!
-Μη νομίζεις. Κι εγώ παίζω με τα κουτιά για να ξεγελάσω το φόβο μου (Ψιθύρισε το αγόρι) αλλά όσο παίζω τόσο περισσότερο φοβάμαι γιατί όσο ανοίγω κουτιά φοβάμαι για το τί θα βρω μέσα.
-Ποιος είσαι; Τί είσαι; Γιατί τρέμεις;
-Αίμα, αίμα μπλάβο… αίμα… παντού. Ασύμμετρα ελικοειδή αυλάκια διατρέχουν ολόκληρη την κοιλάδα …Είδα φλέβες να πετάγονται έξω απ΄ τα δέρματα … να αυτομολούν… Έλαβα «φύλλο πορείας». Μού ήρθε δυσμενής μετάθεση προς… δεν αναγράφεται ο προορισμός μου πάνω στο κουτί. Ανοίγω, ανοίγω και μέσα βρίσκω μικρότερα κουτιά: λευκά, άδεια, κανένα μήνυμα … Το μόνο που πρόλαβα να διαβάσω στο συνοδευτικό χαρτί ήταν: «Κατευθυνθείτε προς την Έξοδο τρία». Εσύ, που πας, φίλε;
-Εγώ, σπίτι μου…
-Κι εγώ σπίτι μου γύριζα μέχρι που έλαβα «εντολή μετακίνησης». Και θέλω να σε ρωτήσω; Πάω καλά για την Έξοδο τρία; Μήπως γνωρίζεις; Έχω χαθεί κι αλίμονο μου αν τους κάνω να με περιμένουν… Έπρεπε να έχω ήδη «παρουσιαστεί», αλίμονο μου αν τους αφήσω να με περιμένουν! Εσύ;
-Δεν ξέρω, φίλε… εγώ βρίσκομαι τυχαία σε αυτή τη συνθήκη. Δεν ξέρω πια τι να περιμένω…
Τότε, εμφανίζεται μπροστά μας ένα πλάσμα απόσκοσμο.
– Ο κύριος Χ; Ποιος είναι ο κύριος Χ;
-Εγώ, (Πετάγεται το αγόρι.) Είμαι αυτός που περιμένετε;
– Εμείς, είμαστε στην «υποδοχή», κύριε. Δίνουμε σε όσους βρίσκονται σε αυτή τη λίστα έναν αριθμό.
-Και μετά;
-Εσείς, περιμένετε…
-Προβλεπόμενος χρόνος αναμονής;
-Δεν γνωρίζω, κύριε!
-Δεν ταξίδευα μόνος! Ήμουν με ένα κορίτσι! Υπάρχει στη λίστα σας ένα κορίτσι; Έφυγα βιαστικά, την έχασα… ήταν σκοτάδι…
-Δεν γνωρίζω, κύριε!
– Και κρίνετε σωστό… να με αφήσετε να περιμένω, έτσι, δίχως μία ικανοποιητική εξήγηση; Πού πάω; Πού πρέπει να παρουσιαστώ;
-Παραμένετε εδώ -στον προθάλαμο- μέχρι νεωτέρας εντολής;
-Ναι, ξέρετε έχω αφήσει ανθρώπους πίσω μου, οικογένεια, δουλειές…
-Ναι, γνωρίζω! Όλοι τα ίδια μας λένε! Δεν έχω απάντηση!
-Δεν είμαι συνηθισμένος να περιμένω…
-Θα το συνηθίσετε!
-Τι εννοείτε; Εδώ κάτι ανεξήγητο συμβαίνει. Δεν μοιάζει να είμαστε στην ίδια διάσταση…
-Ναι, γιατί μάλλον σας διαφεύγει το γεγονός… Αυτό θα συνέβη λόγω της σφοδρότητας της πρόσκρουσης…
-Για ποια πρόσκρουση μιλάτε; Δεν θυμάμαι! Μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει τι μου συμβαίνει; Είμαι σε λάθος μέρος, νομίζω…
-Είστε στο σωστό μέρος! Ποια είναι η τελευταία φράση που θυμάστε;
-«Δεν είμαστε σε σωστή πορεία! Κοίτα τι μας έκανες τώρα! Μας σκότωσες!»
-Είστε νεκρός, νεαρέ, πεθαμένος, dead, πως το λένε… Ξέρω, ξέρω… στην αρχή είναι σοκαριστικό. Μετά από την πρώτη έκπληξη, ωστόσο, αρχίζει σιγά-σιγά η συνειδητοποίηση, η εξοικείωση με το γεγονός, η γαλήνη της ψυχής, όμως, μάλλον θα αργήσει να έρθει…
Ακούω και δεν πιστεύω στα αυτιά μου. Ψελλίζω…
-Κι εγώ; Εγώ, γιατί βρίσκομαι εδώ; Εγώ, δεν παρέλαβα κανένα κουτί…
-Εσείς θα επιστρέφετε από εκεί που ήρθατε… Όσοι ακούνε το όνομά τους θα παίρνουν έναν αριθμό και θα περνάτε απέναντι.
Νεκρική σιγή.
Από μακριά είδα μια πομπή να πλησιάζει. Είδα να έρχονται κι άλλοι άνθρωποι νέοι μεγαλύτεροι, αγόρια, κορίτσια, άντρες, γυναίκες, γνωστοί και άγνωστοι μεταξύ τους. Έμοιαζαν απορημένοι, φαίνονταν σε πλήρη σύγχυση, σοκαρισμένοι από το αιφνίδιο, το αναπάντεχο. Περπατούσανε αργά, πλησίαζαν και τότε άναψε μια φωτεινή επιγραφή: Προς Έξοδο τρία. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και μετά σιωπηλοί πιασμένοι χέρι χέρι, αργά αργά κατευθύνθηκαν προς τη φωτεινή σήμανση.
Εγώ, έμεινα εκεί αποσβολομένος κι έβλεπα. Προς στιγμήν έκανα μία κίνηση να τους ακολουθήσω αλλά τότε μια φωνή με σταμάτησε.
-Κύριε, εσείς επιστρέφετε πίσω από εκεί που ήρθατε… Περνάνε απέναντι μόνον οι «αριθμημένοι».
Το αγόρι αναστέναξε βαθιά, σπαρακτικά και πριν χαθεί από το οπτικό μου πεδίο μου φώναξε:
-Πες στη μάνα μου μη μου βάλει φαΐ, μη μου στρώσει το κρεβάτι, φίλε…
-Εεεεε, πες μου το όνομά σου! (Του φώναξα)
Δεν άκουσα αν μου απάντησε ή δεν το θυμάμαι… γιατί το ταξίδι της «επιστροφής» μου ήταν μακρύ, επώδυνο κι ενοχικό… Το αναπάντεχο γεγονός με γράπωσε από το σβέρκο, με στριφογύρισε στον αέρα και με «άδειασε» μισοπεθαμένο στη γη, με επέστρεψε πίσω στο ρείθρο της πραγματικότητας. Σε κάθε ανάσα που έπαιρνα προσπαθώντας να απωθήσω το «τέλος» που με πολιορκούσε… έρχονταν μια σκέψη ακόμα πιο βασανιστική. Γιατί, εγώ, «επέστρεψα»; Μήπως έπρεπε να ακολουθήσω τους συνταξιδιώτες μου στην ανυπαρξία; ή πώς θα είναι η νέα μου ζωή με τόσο θυμό; Hell… θυμάμαι μόνον την πρώτη λέξη, η άλλη που τη συνόδευε θάφτηκε μαζί με το τελευταίο λευκό κουτί…
Αποβιβάστηκα.
Όσοι δεν αποβιβάστηκαν παραμένουν εκεί ανάσκελα, πεσμένοι στις σιδηροτροχιές. Εκεί, παραμένει και το φεγγάρι αναμμένο από πάνω τους -σε μια ύστατη τροσπάθεια- να φωτίζει τα πρόσωπά τους, τις ιστορίες τους για πάντα…
Και όπως το φεγγάρι είτε στη χάση είτε στη φέξη του είναι πάντα εκεί, έτσι κι ο θυμός μας άλλοτε μεγαλώνει, άλλοτε μικραίνει αλλά μένει πάντα εδώ.
Μόνος Ένοχος είναι ο άνεμος Χαρματάν που μεταφέρει κι ανακυκλώνει μαζί με την τοξική του σκόνη από μόλυβδο, χρώμιο, αρσενικό, μαγγάνιο… και την κοινωνικοπολιτική μας μόλυνση…
RIP
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.