Γράφει η Καρίνα Ιωαννίδου
Τη μέρα που «δημιουργήθηκα» μεγάλη κινητικότητα υπήρχε στο εργαστήριο χημείας. Πολλές ενώσεις συμμετείχαν στην κατασκευή μου έτσι ώστε να αποκτήσω τις μοναδικές ιδιότητες μου: εξαιρετική αντοχή, μεγάλη ελαστικότητα, κρυστάλλινη διαφάνεια.Έκτοτε ανήκω στη μεγάλη οικογένεια των πολυμεθυλομεθυλιοακρυλικών εστέρων. Την ώρα της δημιουργίας μου οι εστέρες, μεθακρυλικού οξέος, ως άλλοι πεφταστέρες, άρχισαν να πέφτουν επάνω μου. Στη δική μου περίπτωση η «Κλωθώ» κρατούσε μια φιάλη αντιδραστήρα κι «έκλωθε» το νήμα της ζωής μου. Η «Λάχεσις» τύλιγε το «νήμα» σε σπάτουλα ενώ η «Άτροπος» κρατούσε τον κόπτη γυαλιού, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να το κόψει… Και τότε άνοιξαν οι αντιδραστήρες και ως άλλες Μοίρες με μοιράνανε με διάφανη ομορφιά, ποιοτική τελειότητα, προδιαγραφές μοναδικές στο είδος μου. Αυτό, όμως, δεν άρεσε καθόλου σε μία από τις συμβατικές Μοίρες που φθόνησε τις χάρες μου και μόλις με είδε να «βγαίνω» από το δοκιμαστικό σωλήνα, έσπασε με κακία το γυάλινο όργανο και είπε: «Η αυτής τελειότης μας μάρανε!» κι αντί να με μοιράνει με ευχές, έριξε πάνω μου κατάρα… «Να κοιμάσαι για τέσσερα χρόνια σε ανήλιαγες αποθήκες και να σηκώνεσαι από τον ύπνο μόνον μια ημέρα μέσα στον τέταρτο χρόνο -πάντα επ΄ ευκαιρία της «χορού»-, και μετά πάλι φτου κι από την αρχή».
Τεσ-πα… Φέτος, είναι ο πρώτος χρόνος της πραγματικής ζωής μου. Γιορτάζω τη ύπαρξή μου σε αυτόν τον κόσμο και μαζί μου, μαθαίνω, πως γιορτάζει κι όλη η χώρα καθώς στο «χορό» που διοργανώνεται παραδοσιακά κάθε τέσσερα χρόνια θα είμαι εγώ στο επίκεντρο και θα «εορταστώ» αγεληδόν.
Είναι ο πρώτος μου χορός! Νιώθω κάτι σαν ντεμπιτάντ βγαλμένη από παραμύθι ή από αφήγημα της Jane Austen. Ονειρεύομαι σαμπάνια, βαλς και πρίγκιπες … Είμαι λευκή, κρυσταλλένια, διάφανη! Λάμπω! Απ΄ έξω καθάρια, χωρίς ίχνη από λεκέδες, φθορές ή γδαρσίματα αλλά από μέσα μου «πυρακτωμένη», «καιόμενη» από το φως ενός Απρίλη, μόρτη… Ετοιμάζομαι να κάνω πάταγο.
Ή Ντεμπι-ΤΑΝ-τ Ή ντεμπι-ΤΑΣ…
Έτσι, τοποθετήθηκα η «ντεμπιτάντ» στη σειρά μου δίπλα σε άλλες λιγότερο λαμπερές. Και τότε, άρχισε το σούσουρο, τα πλάγια βλέμματα, τα αδιάκριτα σχόλια γιατί όλες φάνηκε να ζήλεψαν τη λάμψη, το σχήμα, τις διαστάσεις, το πρωτοποριακό μου design. Μόνον, μια, μου χαμογέλασε και μου είπε: «Είσαι η καινούργια;». Κούνησα καταφατικά το κεφάλι.
-Όπου νάναι θα σημάνουν οι «καμπάνες», άλλες θα φαλτσάρουν, άλλες θα πενθούν κι άλλες θα ηχούν γλυκά και χαρμόσυνα… Ήρθε η ώρα!
–Αρχίζει ο χορός; (Τη ρώτησα, όμως, εκείνη είχε ήδη αρχίσει να απομακρύνεται από μένα τραγουδώντας).
-Πού πηγαίνεις; Μη με αφήνεις…Τί τραγούδι είναι αυτό; Δεν τον έχω ξανακούσει!
-Εκλογικής διάθεσης…. (Μου απάντησε).
Μετά μου έκλεισε το μάτι και χάθηκε από το οπτικό μου πεδίο αλλά δεν πρέπει να την τοποθέτησαν πολύ μακριά γιατί το τραγούδι της αντηχούσε σε όλο το χώρο.
-Αν θες να ζήσεις καινούργιες συγκινήσεις /να μ’ ακολουθήσεις σε κέντρα εκλογικά/
θα δεις, γλυκιά μου, κι άλλα πιο ωραία /στέκια πιο σπουδαία απ’ τα κοσμικά.
Θα σε χορέψω με κέφια ρωμέικα / με τσιφτετέλια, συρτά και ζεϊμπέκικα/
και θ΄ απολαύσεις, τα κόλπα τα «κλέφτικα»/λεφτά, σαμπάνια και Κρατικό τσατσά.
Τότε, άκουσα βιαστικά βήματα να πλησιάζουν… Στο χώρο μπήκε ένας άντρας -που δεν τον λες και «πρίγκιπα», μάλλον «βάτραχο» τον λες- που συνοδεύονταν από μία γυναίκα. Με πλησίασε, με σήκωσε στα χέρια και με μετέφερε στο κέντρο ενός τραπεζιού-θρανίου. Μετά εκείνος έβγαλε μια μεζούρα κι άρχισε να μετράει τις διαστάσεις μου ενώ εκείνη του διάβαζε την απόφαση της κυβέρνησης… Γρι δεν καταλάβαινα. «Θα μου ράψουν κάτι» σκέφτηκα για την ειδική αυτή περίσταση. Εκείνοι, όμως, δεν μου έδιναν καμία σημασία. Μόνον μετρούσαν και σημείωναν:
-«Καθορίζουμε ότι οι εκλογικές κάλπες κατασκευάζονται από διαφανές άθραυστο υλικό. Το πάχος όλων των μερών της κάλπης πρέπει να είναι τουλάχιστον 3 χιλιοστά. Το κάλυμμα να φέρει σχισμή στο μέσο, μήκους 20 εκατοστών και πλάτους 1 εκατοστού, κατάλληλο για τη ρίψη των φακέλων εντός της κάλπης. Η κάλπη να κλείνει ερμητικά και να ασφαλίζεται με δύο διαφορετικά κλείθρα, ή άλλο κατάλληλο μηχανισμό διπλής ασφάλειας για την εξασφάλιση του απαραβίαστου της κάλπης…»
Άκουγα απορημένη κι εντυπωσιασμένη με πόση προσήλωση κι ευθύνη εξέταζαν τις προδιαγραφές μου και πόσο στην εντέλεια λειτουργούσαν όλα όταν ακούστηκε μια φωνή…
-Θα το «ξεφτιλίσουμε» κι άλλο, συνάδελφοι; Σχολάσαμε, λέμε!
-Είναι καινούρια η συναδέλφισσα, συνάδελφε. Δεν έχει μπει ακόμα στο «νόημα».
-Μμμμ καινούριο φυτό και μάλιστα καλλωπιστικό! Μέσω ΑΣΕΠ κι αυτή; Γεμίσαμε από δαύτες!
-Δεν κοιτάς τον σεξισμό σου λίγο, κηφηναριό! (Του φώναξε η γυναίκα).
Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται. «Πόλεμος» από μολύβια, γόμες, χάρακες εκτοξεύονταν σαν «αναστάσιμες ρουκέτες» εν είδη προειδοποίησης για τα χειρότερα που έρχονταν!
Και ήρθαν…
Το εκλογικό κέντρο που με τοποθέτησαν έγινε κέντρο διερχομένων. Άρχισαν να μπαινοβγαίνουν εκπρόσωποι, αντιπρόσωποι, διπρόσωποι, φιλόσοφοι, αμπελοφιλόσοφοι καθώς και ψηφοφόροι που πριν ρίξουν την ψήφο τους στη σχισμή με ακουμπούσαν, με έπιαναν, με ψηλάφιζαν…
Με ακουμπούσαν χέρια νεαρά, ενήλικα, χέρια γέρικα, ανήμπορα. Χέρια βιοπαλαιστών, καλλιτεχνών, λόγιων, πλουσίων με ρόλεξ και πολλών λογιών δακτυλίδια.
Με έπιαναν παλάμες ζεστές, κρύες, ιδρωμένες, τρυφερές, εξουσιαστικές. Παλάμες πλυμένες ξανά και ξανά γιατί ένα καλό πλύσιμο, λένε, μπορεί να μας κάνει να νιώσουμε πως «ξεπλένουμε» αμφιβολίες, δισταγμούς, τύψεις, ενοχές…
Με ψηλάφιζαν χέρια τίμια, αθώα, καθαρά αλλά κι άλλα χέρια λερωμένα, αμαρτωλά.
Χέρια παιδικά με μουτζούρωναν με μολύβια, στυλό, μαρκαδόρους ή μου κολλούσαν στην επιφάνειά μου μασημένες τσίχλες, λιωμένες καραμέλες, αυτοκόλλητα stickers…
Άνθρωποι και Πολιτικοί μπήκαν, βγήκαν, ψήφισαν. Τέλος, οι ψήφοι καταμετρήθηκαν. Βγήκαν τα αποτελέσματα! Δεν κατάλαβα ποια από όλα αυτά τα χέρια που με ακούμπησαν πήραν τα ηνία της εξουσίας, καθώς όλοι στο τέλος φώναζαν ότι Νίκησαν!
Βράδιασε. «Πασάτο λα Φέστα». Η κυρία της καθαριότητας με «έβαλε κάτω» και μ΄ ένα σφουγγάρι γενικής χρήσης ψεκασμένο με ένα υγρό μπλιαχ με έτριβε, με έτριβε, όμως, αντί να ΄ρθω να λάμψω, θάμπωσα, κιτρίνισα, ασχήμυνα… Μετά με έσυρε και με στοίβαξε πίσω σε μια αποθήκη. Άρχισα να κλαίω σιγανά. Τίποτα δεν ήταν όπως το είχα φανταστεί, οραματιστεί, ονειρευθεί…
Τα φώτα έσβησαν. Μόνον ένας φωτοσωλήνας έφερνε φως στην υπόγεια αποθήκη. Από το βάθος ακούστηκε μια φωνή:
-Δε θέλω να σας τρομάξω αλλά ακούγεται πως έρχεται η κατάργηση της πλαστικής κάλπης. Θα επιβιώσουν, λένε, μόνον οι βιοδιασπώμενες… όπως, αυτή η μουλωχτή, η καινούρια…
Σηκώθηκε μεγάλο σούσουρο. Φωνές, βρισιές, κατάρες έπεφταν επάνω μου και από το σπρώξε σπρώξε έπεσα κάτω, βρέθηκα βαθιά μέσα σε μια χάρτινη κούτα που από το σοκ, την ταραχή της ανώμαλης προσγείωσής μου, έκλεισε τα πάνω φύλλα της και με καπάκωσε…
Σκοτάδι! Μόνον ο «φεγγίτης» του μυαλού μου φώτιζε ακόμη τα σκοτάδια μου ή μήπως πάλι όχι; «Από πού έρχεται αυτό το λιγοστό φως»; Αναρωτήθηκα. Τότε, πρόσεξα πως κάτω στην ούγια είχε απομείνει ένα μικρό φωσφορίζον αυτοκόλλητο. Ήταν μια μικρή κόκκινη καρδούλα…
-Σε ευχαριστώ πολύ, φίλη μου. Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα!
–Μην ανησυχείς! We’ll stick together!
-Σε ευχαριστώ πολύ πολύ!
-Μη με ευχαριστείς! Sticker είμαι! Αυτή είναι η δουλειά μου!
-Μήπως γνωρίζεις πόσο γρήγορα περνάνε τέσσερα χρόνια;
-Δεν έχω ζήσει ακόμα τόσα χρόνια για να γνωρίζω…
-Χμμμ κατάλαβα!
-Εσύ, μήπως γνωρίζεις τί ακριβώς «γιορτάσαμε»;
-Χμμμ φιέστα και άστα…