Γράφει ο Δημήτρης Προβάδος
«Δημοτικό Γηροκομείο Δήμου …» έγραφε η ξεβαμμένη πινακίδα έξω από την πόρτα του νεοκλασικού κτιρίου, με τα σημάδια του χρόνου στην παλιά τοιχοποιία της πρόσοψης του. Συνθήματα και «περίτεχνες» υπογραφές (γκράφιτι) λέκιαζαν τους βαμμένους με ώχρα τοίχους του. Ας διαβάσουμε μερικά. «Σούλα σε αγαπώ» «Απολύομαι ΕΣΟ…» και υπογραφές σαν αυτή «Gay“. Το κύμα της ξενόφερτης τέχνης ήρθε και στον τόπο μας, έφτασε και στη μικρή μας πόλη, στρεβλά, όπως φτάνουν όλα τα ρεύματα εξ Εσπερίας. Μόνο ο βορεινός τοίχος του ιδρύματος είχε στο σύνολό του σχεδόν ζωγραφιστεί με γκράφιτι που παρουσίαζε μια σκηνή ονείρου, με τέχνη ζωγραφισμένη, από τον καλλιτέχνη που στο κάτω δεξί μέρος της είχε υπογράψει με τα αρχικά του Δ. Σ.
Στο πίσω μέρος του κτιρίου υπάρχει δενδροφυτεμένη αυλή. Παρατημένη, αλλά δενδροφυτεμένη. Το αναρριχητικό της μάντρας θεριεμένο, σκέπαζε τα κάγκελα που είχαν σκουριάσει πια από την εγκατάλειψη. Τα παντζούρια, όπου υπήρχαν κλειστά, όπου δεν υπήρχαν έχασκαν τα ανοίγματα των παραθύρων, δίχως τζάμια πια, σαν στόματα τρομαγμένα από την τόση εγκατάλειψη και τον καιρό που τα χτυπούσε αλύπητα τους χειμώνες.
Γνώρισε δόξες κάποτε αυτό το κτίριο. Τον καιρό της λειτουργίας του ως δημοτικό Γηροκομείο, με το προσωπικό του, τους τρόφιμους του, και το πήγαινε-έλα των επισκεπτών του. Κάποιες φορές, παρά τη θλιβερή αιτία της λειτουργίας του, ακούστηκαν από τα σπλάχνα του, γέλια και χαρές. Και θρήνοι βεβαίως ακούστηκαν, αυτοί οι τελευταίοι συχνότερα, αφού οι φιλοξενούμενοι του ήταν σε ηλικία προχωρημένη και κοντά στο τέρμα της ζωής τους.
Κάποιους τους επισκέπτονταν παιδιά, εγγόνια και συγγενείς. Ήταν οι «τυχεροί» του ιδρύματος. Παραπονιόνταν βέβαια γιατί τα παιδιά τους, αντί να τους έχουν μαζί τους στο σπίτι, τους «πέταξαν» όπως έλεγαν σαν άχρηστους στο Γηροκομείο, αντί να τους γηροκομήσουν στο σπίτι, όπως αυτοί τους γονείς τους.
«Αλλά τι περιμένεις τη σήμερον από τα παιδιά, χάθηκε κυρία Ευτέρπη μου ο σεβασμός και η αγάπη στο γονιό».
«Δίκιο έχεις κυρ Αριστομένη, αλλά πού σεβασμός στους γονείς και στους γέρους πια. Γι’ αυτό θα ρίξει φωτιά ο Θεός να μας κάψει».
Ήταν το παράπονο και η μόνιμη σχεδόν κουβέντα, που αντήλλασσαν μεταξύ τους οι τρόφιμοι. Βέβαια ο Θεός φωτιά δεν έριξε.
Ήταν μέσα Απριλίου του 197…, Άνοιξη, χαρά Θεού. Τον έφερε ένα μαύρο Βόλβο Ντιάνα, που σταμάτησε έξω από την κύρια είσοδο του δημοτικού γηροκομείου της πόλης μας. Ένα γεροντάκι σκυφτό, που στηρίζονταν σε ένα μπαστούνι με λαβή από ταρταρούγα. Μια ξανθή κοπέλα, η Κάτια, βγήκε από την πόρτα του συνοδηγού, άνοιξε το πορτ- μπαγκάζ έβγαλε μια παλιά δερμάτινη βαλίτσα, κάτι είπε στον οδηγό που κινήθηκε προς το πάρκινγκ του κτιρίου και κράτησε το γέροντα τρυφερά αλαμπρατσέτα και σιγά- σιγά κινήθηκαν προς τα σκαλιά της εισόδου.
Στον κήπο και τις βεράντες του γηροκομείου, άνθρωποι περασμένης ηλικίας, απόμαχοι της ζωής, κάθονταν αναπαυτικά στις πάνινες σαιζλόνγκ και συζητούσαν, ή απολάμβαναν την ανοιξιάτικη λιακάδα, ζεσταίνοντας τα κουρασμένα μέλη τους. Άλλοι σε τραπέζια έπαιζαν χαρτιά για να περάσει η ώρα, έως την ώρα του μεσημεριανού φαγητού.
«Είδατε πατέρα τι ωραία που είναι εδώ; Θα έχετε το δωμάτιό σας, θα έχετε παρέα, θα κάνετε φίλους. Όχι όπως στο σπίτι που όλη μέρα λείπουμε στη δουλειά, εγώ κι ο Τάκης και μένετε μόνος σας» του είπε το ξανθό κορίτσι κι εκείνος, μουρμούρησε κάτι σαν συναίνεση και σκέφτηκε:
«Άμα είσαι γέρος, είσαι βάρος. Όλοι σου λένε ότι σε αγαπούν, αλλά όλοι θέλουν την ησυχία τους.
Ο Τάκης, πάρκαρε το αυτοκίνητο και ανέβηκε ζωηρά τα λίγα σκαλιά της εισόδου, κρατώντας έναν χαρτοφάκελο, με τα απαραίτητα έγγραφα για την είσοδο του πεθερού του ως τρόφιμου στο Γηροκομείο.
Αφού τελείωσαν με τα τυπικά, βγήκαν στον κήπο έως να ετοιμαστεί η διαμονή του γερασμένου και υποταγμένου, πια κυρίου Αρίσταρχου, που πολύ καλά το ήξερε ότι αποτελούσε βάρος για την κόρη του και τον γαμπρό του.
«Ωραίος κήπος» , είπε ο Τάκης προσπαθώντας να σπάσει την σιωπή που έφερε μέσα της την απογοήτευση του γέρου, τις όποιες τύψεις της κόρης και το «Ουφ γλιτώσαμε απ’ τον γέρο», του Τάκη «Ναι ωραίος κήπος πατέρα», είπε η Κάτια, φέρνοντας τη ματιά της ένα γύρο σαν να παρατηρούσε πραγματικά τον κήπο, ενώ προσπαθούσε να κρύψει την στεναχώρια και τις ενοχές της.
Ο κύριος Αρίσταρχος κούνησε το κεφάλι καταφατικά, χωρίς να βγάλει λέξη από το στόμα του. Ήθελε να τελειώσει, όσο πιο γρήγορα γινόταν, αυτή η κοροϊδία και να αποτραβηχτεί στο νέο του κατάλυμα. Ήταν λυπημένος. Ήταν απογοητευμένος και μαζί αηδιασμένος, από το πλαστό ενδιαφέρον του ζευγαριού και την κατά συνθήκη αγάπη που του εξέφραζαν.
Στο βάθος φάνηκε η νεαρή νοσοκόμα που θα τον οδηγούσε στο νέο του σπίτι. Ήταν χαμογελαστή. «Ωραίο και πρόσχαρο κορίτσι» σκέφτηκε ο γέρος. «Τουλάχιστον αυτή δεν με κοροϊδεύει. Φέρεται όπως την δασκάλεψαν και αυτό είναι όλο. Είναι μια ξένη που κάνει τη δουλειά της από καθήκον, με συνέπεια. Θα με προσέχει; Θα με ανέχεται; Θα δούμε. Ό,τι κι αν κάνει θα είναι πάντα μια ξένη.
Το παράπονό μου είναι με τα δικά μου παιδιά και ιδιαίτερα με την Κάτια, την κόρη μου. Ούτε με τον Τάκη το γαμπρό μου τα έχω. Ξένος είναι κι αυτός. Όμως αυτό που δεν αντέχεται, είναι η συμπεριφορά της Κάτιας. Ας είναι, τώρα θα μείνω πραγματικά μόνος μου. Όταν έφυγε η γυναίκα μου, Θεός να την συγχωρέσει, είχα την κόρη μου, δεν έμεινα μόνος στη ζωή. Τώρα όμως τα πράγματα άλλαξαν. Τώρα έγινα βάρος. Ένα βάρος γεμάτο ανάγκες και χωρίς καθόλου προσφορά. «Άχθος αρούρης» που έγραψε ο Όμηρος.
Σηκώθηκε αργά από το παγκάκι που κάθονταν και με τη βοήθεια της Κάτιας κινήθηκε προς την χαμογελαστή νοσοκόμα.
«Καλησπέρα παιδί μου» την χαιρέτησε.
«Καλησπέρα παππού» του αποκρίθηκε.
«έλα να πάμε στο δωμάτιο μας να αφήσεις τη βαλίτσα σου και να πας στην τραπεζαρία για φαγητό. Σήμερα έχει κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο και σαλάτα. Έλα πάμε.»
Του κακοφάνηκε ο ενικός της άγνωστης σε αυτόν κοπέλας. Ως παλιός Γυμνασιάρχης είχε συνηθίσει να του μιλούν στον πληθυντικό ακόμα και οι συνάδελφοί του στο σχολείο και τα παιδιά του. Όχι τώρα αυτή η άγνωστη κοπέλα με το καλημέρα στον ενικό.
‘Πάει, χάθηκε ο σεβασμός» σκέφτηκε και κινήθηκε δύσθυμα προς το νέο του κατάλυμα.
Οι ημέρες, οι μήνες, οι εποχές, περνούσαν σαν νερό. Είχε συνηθίσει πια και τον ενικό του προσωπικού και τις παραξενιές των άλλων τροφίμων και το μέτριο έως κακό φαγητό του ιδρύματος. Έκανε και μια δυο νέες φιλίες, να έχει έναν άνθρωπο να λέει μια κουβέντα, να παίζει την ξερή ή το ταβλάκι του. Πότε, πότε τον επισκέπτονταν πότε η κόρη του η Κάτια και σπανιότερα ο γαμπρός του ο Τάκης. Όμως τους έβλεπε και καταλάβαινε ότι κάθε φορά που έρχονταν το μάτι τους ήταν στο ρολόϊ, πότε να φύγουν, όλο δουλειές επείγουσες είχαν.
Το έβλεπε και τον πονούσε. Δυο χρόνια πέρασαν από την ημέρα που διάβηκε το κατώφλι του Ιδρύματος. Δυο χρόνια κι ένας μήνας και όσο περνούσε ο καιρός τόσο πιο σπάνιες γίνονταν οι επισκέψεις των δικών του, τόσο και μεγάλωνε η μοναξιά του.
Πολλές φορές οι αναμνήσεις μιας άλλης περασμένης εποχής κυριαρχούσαν και τότε αφήνονταν στη νοσταλγία να τον ταξιδέψει. Τότε που ήταν παιδί κι έτρεχε στους δρόμους ξέγνοιαστος με την ξεγνοιασιά των παιδιών που το μόνο τους πρόβλημα είναι το παιγνίδι. Δεν ήταν πλούσια η οικογένειά του, μικροαστική, σε μια γειτονιά της Αθήνας στην Άνω Κυψέλη. Εργαζόμενοι άνθρωποι που σηκώνονταν αχάραγα να πάνε στις δουλειές τους για να συντηρήσουν το σπίτι και την φαμίλια τους. Όμως ήταν καλός μαθητής και «τα έπαιρνε τα γράμματα» όπως έλεγε ο πατέρας του. Τέλειωσε το Δημοτικό, τέλειωσε το εξατάξιο γυμνάσιο και μπήκε στο Πανεπιστήμιο στο Μαθηματικό.
Τέλειωσε τις σπουδές του, υπηρέτησε τη θητεία του ως έφεδρος αξιωματικός, και διορίστηκε σε ένα γυμνάσιο της ελληνικής περιφέρειας. Τον ερωτεύτηκε η γυναίκα του όταν ήταν στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου. Τον είχε καθηγητή, και όπως γίνεται συνήθως πολλά κοριτσόπουλα ερωτεύονται τους νέους στην ηλικία καθηγητές τους. Όταν τελείωσε κι αυτή το σχολείο την ζήτησε από τους γονείς της και παντρεύτηκαν. Δεν είχαν δα και μεγάλη διαφορά ηλικίας, όλα κι όλα οκτώ χρόνια.
Στη θύμηση της συγχωρεμένης δάκρυσε, κι ένα κύμα τρυφερότητας τον συνεπήρε. Αργότερα και με πολλές προσπάθειες έφεραν στον κόσμο την Κάτια. Χαρές που έκαναν, μετά από δυο αποτυχημένες εγκυμοσύνες, ήρθε επιτέλους το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Ένα παιδί και τι παιδί κορίτσι «να σου φέρει βρε αδερφέ, ένα ποτήρι νερό άμα γεράσεις». «Εμένα μου λες; Όχι νερό, αλλά έξω απ’ το σπίτι. Ακούς; Έξω απ’ το σπίτι» κούνησε το κεφάλι του σαν να έδιωχνε την κακή ανάμνηση. «Τι να κάνεις; Αυτή είναι η ζωή κι έτσι θα αρμενίσουμε. Όχι όπως ξέραμε, αλλά όπως βρήκαμε»
Η φωνή του Βαγγέλη, μια από τις νέες γνωριμίες του και συμπαίχτης στο τάβλι, τον έβγαλε από τις σκέψεις του.
«Αριστομένη, έ, Αριστομένη, κάτι αφήσαμε στη μέση. Έλα πάμε στον κήπο να συνεχίσουμε το χτεσινό παιγνίδι μας. Τέσσερα τρία σε έχω.»
«Όχι και τέσσερα τρία, τρία, τρία είμαστε, το τελευταίο παιγνίδι δεν το τελειώσαμε. Ακούς εκεί τέσσερα, τρία.»
Αφού διαφώνησαν για το χτεσινό σκορ, συμφώνησαν τελικά στο τρία τρία και πήγαν στη γωνιά τους να τελειώσουν την παρτίδα. Διαφώνησαν και για το παιγνίδι, συμφώνησαν στο φεύγα και πιάσανε τα ζάρια.
«άσσο-δυο»,
«Τριάρες»,
«Πάλι άνοιξε η τύχη σου;»
Και να χτυπούν με θόρυβο τα πούλια και να κυλούν τα ζάρια. Έτσι θα πήγαινε η ώρα έως την ώρα του δείπνου, μετά λίγο τηλεόραση ή διάβασμα και στο κρεβάτι για ύπνο, αφού πάρουμε και «τα νυχτερινά χάπια μας» όπως έλεγαν οι νοσοκόμες. Την άλλη ημέρα πάλι τα ίδια, πρωϊνό, βόλτα στον κήπο, κουβεντούλα, φαγητό το μεσημέρι, η απαραίτητη «σιέστα», το απόγευμα τσαγάκι ή καφεδάκι, πιο πολύ στο χρώμα παρά στη γεύση, ταβλάκι, δείπνο τηλεόραση, διάβασμα, χάπια ύπνο. Μαμ, κακά και νάνι. Μαγκανοπήγαδο. Καμιά χαρά. Αν εξαιρέσεις κάτι ψευτογιορτές και ψευτογενέθλια, των τροφίμων και τις από υποχρέωση ευχές του προσωπικού και των τροφίμων, άγνωστοι οι περισσότεροι μεταξύ τους, ο χρόνος περνούσε ανιαρά και το μόνο που διέκοπτε αυτή την ανία ήταν ο θάνατος. Όλοι σκέπτονταν το δικό τους θάνατο και έκλαιγαν αληθινά.
Κάποια στιγμή, ο μαύρος καβαλάρης ήρθε και πήρε τον Βαγγέλη. Πατημένα τα ογδόντα έξι ο Βαγγέλης έσβησε ήσυχα στον ύπνο του, χωρίς πολλά, πολλά κι έτσι κηδεύτηκε. Χωρίς πολλά, πολλά. Ήρθαν οι συγγενείς του τον πήραν και τον κήδεψαν στον Πειραιά κοντά στη γειτονιά που έζησε και δημιούργησε. Πήγε κι ο Αριστομένης στην κηδεία και μετά την τελετή τον γύρισαν βιαστικά στο γηροκομείο γιατί είχε χάσει το χρώμα του και ζαλιζόταν. Δεν ήταν τίποτα, από τη συγκίνηση ήταν, απεφάνθη ο κύριος Χαρίλαος, πρώην γιατρός, νυν τρόφιμος που βοηθούσε όμως όποτε χρειαζόταν.
Δεν ήταν τίποτα, αλλά η μοναξιά χτυπούσε αμείλικτη την πόρτα του κυρίου Αριστομένη και μαζί η αυτό-λύπηση και η άνοια.
Οι δικοί του, έπαψαν να έρχονται ολοσχερώς.
«Έλα μωρέ και να πάμε τι νόημα θα έχει; Μήπως καταλαβαίνει;» ρωτούσε ο Τάκης.
«Δίκιο έχεις αγάπη μου, αφού δεν καταλαβαίνει τι νόημα έχουν οι επισκέψεις στο μπαμπά; Άσε που στεναχωριέμαι και κλαίω κάθε φορά που πάω.»
Ο κύριος Αριστομένης, έφυγε ένα πρωΐ του χειμώνα και δεν ξαναφάνηκε. Τον αναζητούν ακόμα οι δικοί του, το Ίδρυμα και το Silver Alert. Βρήκε την πόρτα του ιδρύματος ανοιχτή και βγήκε να επιστρέψει στο σπίτι του και στη μαμά του. Βγήκε να βρει τον κόσμο που ονειρευόταν και που του στέρησε η καθημερινότητα. Βγήκε να επιστρέψει στον Παράδεισό του.
Μονάχα εκείνο το τραγούδι κάνει την Κάτια να κλαίει κάθε φορά που το ακούει. Ίσως από τύψεις; Ίσως από μεταμέλεια; Ποιος ξέρει.
«Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι σαν το ξεχασμένο στάχυ ο κόσμος γύρω άδειος κάμπος κι αυτοί στης μοναξιάς το θάμπος σαν το ξεχασμένο στάχυ άνθρωποι μονάχοι…»*
ΤΕΛΟΣ
*Στίχοι: Γιάννης Καλαμίτσης Μουσική: Γιάννης Σπανός Πρώτη εκτέλεση: Βίκυ Μοσχολιού
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.