Γράφει ο Δημήτρης Προβάδος
Ήταν εκεί. Στη μέση της τραπεζαρίας, επάνω στο τραπέζι. Μέσα σ’ ένα τετράγωνο άσπρο φάκελο. Το φως του μεσημεριάτικου ήλιου φιλτραρισμένο από τα κλειστά παντζούρια, έπεφτε ‘πάνω του. Ο Ορέστης καθισμένος στην παλιά ψάθινη καρέκλα το κοιτούσε προσπαθώντας να μαντέψει το περιεχόμενο του. Ήταν ένα γράμμα από ‘κείνη. Ένα γράμμα κανονικό. Με τα χρωματιστά του γραμματόσημα, τις σφραγίδες του Ταχυδρομείου, ένα κανονικό γράμμα σκέφτηκε. Τόσο όμορφο και τόσο σκληρό συνάμα.
Μέρες τώρα βρισκόταν εκεί κλειστό. Κρατώντας το μυστικό του εφτασφράγιστο. Αν το ανοίξω, σκέφτηκε, θα μάθω τι αποφάσισε, κι έτσι η μαγεία θα σβήσει. Από καιρό τώρα της είχε προτείνει μια λύση. Καιρό τώρα, τον βασάνιζε η σκέψη της αρνητικής της απάντησης. Έκανε να το πιάσει στα χέρια του. Το μετάνιωσε. Όχι σκέφτηκε. Αν το ανοίξω θα είναι σαν να τελειώνουν όλα. Σηκώθηκε από την καρέκλα του και τράβηξε για την κουζίνα. Είχε ανάγκη από έναν καφέ.
Καθώς άναβε το μάτι της κουζίνας, κι ετοίμαζε το τονωτικό ποτό, η σκέψη του γύρισε πίσω, στις ξέγνοιαστες μέρες της γνωριμίας τους. Καλοκαιράκι ήταν και τότε. Έκανε διακοπές στην Αμοργό εκείνη την χρονιά, στο γραφικό όρμο της Αιγιάλης με τα σκαρφαλωμένα στα γύρω βουνά λευκά νησιώτικα χωριουδάκια. Όλο κι όλο το μικρό λιμανάκι, ένας φούρνος με καταπληκτικές τυρόπιτες, ένα τηλεφωνείο, δυο – τρία ταπεινά ψαράδικα σπιτάκια και τρία καφενεία που πρόσφεραν πρωινό και περιορισμένης ποικιλίας φαγητό, μα καλομαγειρεμένο ωστόσο.
Τις αναμνήσεις του διέκοψε ο ήχος του καφέ που φούσκωνε στο μπρίκι. Σερβίρισε τον καφέ του και ξαναγύρισε στην τραπεζαρία στην προηγούμενη θέση. Απέναντι από το τραπέζι με το γράμμα. Ήταν εκεί, προκλητικό. Στην ίδια θέση. Μόνο που το φως του ήλιου το φώτιζε τώρα από άλλη γωνιά, κάνοντας πιο επιτακτική την ανάγκη να το πάρει στα χέρια του, να το ανοίξει, να το διαβάσει. Να πάψει επιτέλους το μαρτύριο και η αγωνία του.
Ήπιε μια γουλιά απ’ τον καφέ, άναψε τσιγάρο και άπλωσε το χέρι του. Έπιασε το φάκελο, τον έψαξε με τα δάκτυλα, κι ετοιμάστηκε να τον ανοίξει. Πίνει ακόμα μια γουλιά απ’ τον καφέ του, αφήνει το φάκελο ξανά στο τραπέζι και ξαναγυρίζει στην αναπόληση της γνωριμίας του με εκείνη.
Το καράβι της γραμμής με το όνομα του ήρωα του 1821
έμπαινε σφυρίζοντας στο μικρό όρμο της Αιγιάλης, και
φουντάρισε με μεταλλικό θόρυβο την άγκυρα, περιμένοντας τις λάντζες να πλησιάσουν. Οι ανυπόμονοι επιβάτες συγκεντρώθηκαν με φωνές και φούρια, στο σημείο αποβίβασης. Ο λοστρόμος και οι ναύτες κατέβαζαν με το παλάγκο την κρεμαστή σκάλα του καραβιού. Στην μικρή προβλήτα του λιμανιού οι επιβάτες που περίμεναν απ’ το πρωί να επιβιβασθούν αναστέναξαν με ανακούφιση. «Πάλι με καθυστέρηση ήρθε το σαράβαλο. Μόνο στην Ελλάδα γίνονται αυτά. Εμ, οι άλλοι καημένε έχουν καράβια, εμείς εδώ στην άγονη γραμμή, τι περιμένεις;» γκρίνιαζαν, λες και αυτό τους αποζημίωνε για την ταλαιπωρία τους. Ήταν στο πλοίο δυο τρεις επιβάτες μπροστά του και περίμενε τη σειρά της να αποβιβαστεί στην λάντζα που θα την πήγαινε στη μικρή προβλήτα. Παρατήρησε τα μαλλιά της που ανέμιζαν, ίδια σημαία, στον πρωϊνό άνεμο. Του τράβηξαν το βλέμμα. Τι περίεργη που είναι καμιά φορά η μοίρα, κάποια άγνωστη δύναμη την έκανε να γυρίσει το κεφάλι της προς το μέρος του. Αυτό ήταν, συναντήθηκαν στην προβλήτα και αποφάσισαν να περάσουν μαζί τις διακοπές τους στο μικρό κάμπινγκ της Αιγιάλης.
Χαμογέλασε με νοσταλγία καθώς θυμήθηκε την καλοκαιρινή περιπέτεια των διακοπών. (Το να ταξιδεύεις καλοκαίρι στην άγονη γραμμή μπορεί να ήταν ωραίο , είχε όμως αρκετή περιπέτεια και ήθελε υπομονή). Ξανακοίταξε το γράμμα. Τώρα ο ήλιος πήγαινε προς την δύση του, και γέμιζε την κάμαρα με τριανταφυλλί φως. Το γράμμα δεν φωτιζόταν πια. Σκέφτηκε να ανάψει το φως. Όμως τα χρώματα του δειλινού που έμπαιναν από το παράθυρο ήταν τόσο όμορφα και δεν του έκανε καρδιά να χαλάσει τη μαγεία της στιγμής. Άλλωστε το λιγοστό φως ήταν και μια δικαιολογία να μην ασχοληθεί με το γράμμα μια και καθώς έπεφτε επάνω του η σκιά, η εικόνα του δεν κυριαρχούσε πια στο δωμάτιο.
Όμως το σκοτάδι έκανε την παρουσία του αισθητή και επιτακτική την ανάγκη του να ανάψει το φως. Ήταν εκεί και τον προκαλούσε. Για λίγο είχε ξεχαστεί. Μα τώρα πάλι, μόλις το φως φώτισε την κάμαρα, ξανάρχισε το μαρτύριο. Ήταν εκεί και τον προκαλούσε. «Έλα τι στέκεσαι και με κοιτάς αναποφάσιστος. Πάρε με στα χέρια σου, σκίσε τον φάκελο και διάβασέ με. Τι περιμένεις;»
Κινήθηκε προς το τραπέζι, άπλωσε το χέρι του και το άγγιξε. Το χάιδεψε σαν να χάιδευε εκείνη. Το πήρε στα χέρια του και το στριφογύρισε αναποφάσιστος. Το ξαναπέταξε στο τραπέζι, έσβησε το φως και βγήκε απ’ το δωμάτιο. Η μικρή βεράντα ήταν δροσερή αυτή την ώρα. «Θα πάρω τον καφέ και θα βγω να απολαύσω τη δροσιά», σκέφτηκε. Βγήκε στη μικρή βεράντα και κάθισε στη σαιζλόνγκ που στεκόταν θαρρείς και τον περίμενε. «Ουφ, λίγη δροσιά» μονολόγησε και σωριάστηκε πάνω στο αναπαυτικό κάθισμα με απόλαυση. Ρούφηξε μια γουλιά από τον καφέ του και κάρφωσε τη ματιά του στον ορίζοντα. Ο ήλιος είχε δύσει, όμως τα τριανταφυλλιά σύννεφα προς την μεριά της Σαλαμίνας, μαρτυρούσαν ακόμα την ύπαρξή του στο βόρειο ημισφαίριο. Τα φώτα των πλοίων στη ράδα άρχισαν να φωτίζουν μαζί με τα φώτα της πόλης τον ουρανό που σιγά, σιγά, άρχισε να σκοτεινιάζει.
Αφού απόλαυσε τον καφέ και την δειλινή δροσιά, σηκώθηκε και μπήκε στο σπίτι. Είχε αποφασίσει να πάρει τη μηχανή και να τραβήξει προς την παραλιακή για κανένα ποτό. Ίσως στο μπαρ του Φλοίσβου να έβρισκε κάποια περιστασιακή παρέα να πει δυο κουβέντες, να περάσει και αυτή η καλοκαιρινή νύχτα. Μα κι αν δεν έβρισκε κάποιον ο μπάρμαν ο Ιάκωβος έκανε καλή παρέα στους μοναχικούς πελάτες που επιζητούσαν την συντροφιά του. Χωρίς να είναι πιεστικός, ή αδιάκριτος, ήταν καλός εξομολόγος και η παρέα του ήταν απολαυστική.
Μπαίνοντας στο σπίτι πέρασε δίπλα από το τραπέζι. Το γράμμα ήταν όπως πάντα εκεί. Όμως μετά την απόφασή του για έξοδο, το είδε σαν κάτι ασήμαντο που αυτή τη στιγμή δεν τον απασχολούσε καθόλου. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, διάλεξε από τη ντουλάπα ένα λευκό λινό πουκάμισο κι ένα παντελόνι τζιν. Μπήκε στο μπάνιο και άνοιξε το νερό. Το ντουζ με το δροσερό νερό λειτούργησε καταπραϋντικά επάνω στο σώμα του. Τυλίχτηκε στην πετσέτα και μπήκε στην κρεβατοκάμαρα. Ντύθηκε, βγήκε, έριξε μια σχεδόν αδιάφορη ματιά στο γράμμα, πήρε το κράνος από τον καλόγερο και βγήκε για την νυχτερινή του έξοδο. Η μηχανή ήταν εκεί στο γκαράζ και όπως πάντα τον περίμενε. Καβάλησε τη μηχανή και βγήκε στο δρόμο. Το αεράκι από την κίνηση της μηχανής τον χάϊδεψε στο πρόσωπο τρυφερά και δροσιστικά. Δεν ήθελε μεγάλη ταχύτητα, ήθελε απλά να κυλάει στην καυτή άσφαλτο και να απολαμβάνει τη δροσιά του αέρα από την ανοιχτή προσωπίδα του κράνους του.
Η νύχτα είχε προχωρήσει στις μικρές ώρες της όταν επέστρεψε στο σπίτι. Ελαφρά ζαλισμένος από τις σκέψεις και το ποτό. Πήγε κατ’ ευθείαν στο κρεβάτι του, γδύθηκε βιαστικά και έπεσε σε έναν ύπνο βαθύ, χωρίς όνειρα. Στο σκοτάδι της νύχτας και στο ήσυχο δωμάτιο, δεν ακουγόταν παρά η ήσυχη ανάσα του.
Το γράμμα ήταν εκεί, στη μέση του τραπεζιού, παρατημένο σαν ξεχασμένο από καιρό, να περιμένει τα χέρια που θα ανοίξουν το φάκελο του και τα μάτια που θα το διαβάσουν.
Η ημέρα ξεκίνησε να χαράζει πάνω από τον Υμηττό, το φως της αυγής, σηματοδότησε την αρχή της ζωής στην πόλη των Αθηνών. Η ημέρα φορούσε τη φωτεινή φορεσιά της. Στην αρχή τριανταφυλλιά και σιγά, σιγά, όσο το άστρο της ημέρας κυριαρχούσε στον ασυννέφιαστο ουρανό, ολοφώτεινη και διάφανη.
Ξύπνησε, με μια πικρή γεύση στο στόμα και μια αδιευκρίνιστη αγωνία. Έκανε το διπλό, σκέτο, ελληνικό καφέ του, τον βοηθούσε πάντα να ανοίξει τα μάτια του, όπως έλεγε, και κάθισε σχεδόν στα χαμένα στον καναπέ του σαλονιού να τον πιει. Άνοιξε το ραδιόφωνο. Αυτήν την ώρα το πρόγραμμα του σταθμού έχει έναν σχολιαστή με έξυπνες ατάκες που σχολιάζουν την επικαιρότητα και ελληνικά τραγούδια. Του άρεσε το πρωϊνό πρόγραμμα και απολάμβανε τον πρωϊνό καφέ του ακούγοντας το, σχεδόν κάθε μέρα, πριν ξεκινήσει την ημέρα του. Η λαϊκή μουσική, πλημύρισε το δωμάτιο, η φωνή του τραγουδιστή ακούστηκε καθαρή μες το πρωϊνό:
«Όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα
εγώ θα είμαι πολύ μακριά…»
Θεώρησε σημαδιακούς τους στίχους του Γιώργου Μητσάκη. Σαν κάτι να τον έσπρωχνε, κατευθύνθηκε με φούρια προς το τραπέζι της τραπεζαρίας.
Το γράμμα ήταν εκεί. Στον λευκό του φάκελο με τα πολύχρωμα γραμματόσημα, τις σφραγίδες του και τον περίμενε, σαν να τον προκαλούσε. Ήταν και αυτό το τραγούδι, σαν σημάδι, ότι δεν παίρνει άλλη αναβολή. Ένα γράμμα ήταν στο κάτω, κάτω. Έπρεπε να διαβαστεί.
«Στην οργή, μονολόγησε, θα το ανοίξω, κι ό,τι θέλει ας γράφει»
Το πήρε στα χέρια του, έσκισε το φάκελο και άρχισε να το διαβάζει ψιθυριστά. Ο θόρυβος της πόλης σκέπασε τη φωνή και τον λυγμό του.
ΤΕΛΟΣ
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.