Του Στέλιου Παπαντωνίου
Η Κερύνεια πού είναι; Δεν έχει λόγο αυτές τις μέρες; Μόνο η Αμμόχωστος; Κι η Μόρφου περιμένει την καθιερωμένη μέρα; Πας να πεις “κι οι περισσότεροι από μας αυτά σκεφτόμαστε αυτές τις μέρες, και τώρα και πάντα, τις κατεχόμενες πόλεις και τα χωριά μας, διαβάζουμε και ξαναζούμε τα δράματα, τις τραγωδίες των αγνοουμένων, των νεκρών της εισβολής, των προσφύγων, των βιασθεισών γυναικών, των παιδιών που μεγάλωσαν σε μια στιγμή γιατί ένιωσαν τι σημαίνει βαρβαρότητα”, και σκέφτεσαι “ ας κλείσουν το στόμα οι ‘εκάμαμεν κι εμείς πολλά’, κι ας αφήσουν μια στιγμή να ακουστεί το θλιβερό παράπονο, ‘μη μας εξισώνετε, φτάνει πια, ο καθένας τον πόνο του, να τον ντυθεί κατάσαρκα, να τον καταβροχθίσει, να πνιγεί σ’ αυτόν’. Ο πόνος, ο πενηντάχρονος.”
Κι η Κερύνεια έχει τα ίδια δικαιώματα με τις άλλες πόλεις, κι η πόλη και η επαρχία κι οι ακτές της κι οι παραδεισένιες μέρες που μας αγκάλιαζε, και τα βράδια στη σιγαλιά και στο ήρεμο κύμα. Μπορεί ν’ ακούαμε τους κόκορες της Ανατολής, άνθρωποι ήταν που γίνηκαν θηρία εκείνες τις μέρες, “να ξεχωρίσουμε”, λέει, “τους εκεί από τους εδώ”, όποιος μπορεί ας ξεχωρίζει, “θέλουμε σύμμαχους τους δικούς μας”, “αλλά μένουν και θα μένουν στα σπίτια μας, ήδη έχουν εξαργυρώσει τους αγώνες τους για διχοτόμηση, εκτός ολίγων”, ευτυχώς υπάρχουν κι αυτοί.
Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις, φίλε. Τι να κάμω; Αυτά έζησα, αυτά ζω, πενήντα, εβδομήντα, ογδόντα χρόνια, δεν έχει άλλα ο παιδικός παράδεισος, η εφηβική ρώμη, η νεανική ορμή, μια θητεία στην προάσπιση, υπεράσπιση, σφιχταγκάλιασμα των αγαπημένων, προσώπων- τόπων- πραγμάτων.