Γράφει ο Δημήτρης Προβάδος
«Αχ η ξενιτιά το χαίρεται, τζιβαέρι μου…», τραγουδά η Κατερίνα και σκουπίζει τα δάκρυα που νοτίζουν τα μάτια της. Πλησιάζει Δεκαπενταύγουστος, της Παναγιάς και πρέπει να ετοιμάσει το σπίτι γι’ αυτή την τρανή ημέρα. Ο ασβέστης έτοιμος να λευκάνει τους τοίχους του σπιτιού στην πάνω μερά της χώρας του αιγαιοπελαγίτικου νησιού, που της όρισε ο Θεός και η μοίρα να κατοικίσει και να κάνει τα παιδιά της. Και τώρα που μεγάλωσε, ο μεγάλος της ο Γιακουμής πήρε τα μάτια του για την Αμέρικα, να βρει την τύχη του.
Ασπρίζει τους τοίχους του σπιτιού της με το γαλακτερό υγρό και τη βούρτσα και τραγουδά «το μοσχολούλουδό μου, σιγανά και ταπεινά…»
Σιγανή και ταπεινή ήταν και η ζωή της, όλα αυτά τα χρόνια κι έτσι σιγανή και ταπεινή θα είναι ως το μεγάλο φινάλε της.
Γεννήθηκε σε μια συνοικία του Πειραιά στα Λιπάσματα. Φτωχικό σπιτάκι, φτωχική γειτονιά, φτωχοί μεροκαματιάρηδες οι γείτονές της όπως και οι γονείς της. Μεγάλωνε κι ομόρφαινε η Κατερίνα. Για πότε έγινε κοπέλα της παντρειάς, ούτε κι η ίδια το κατάλαβε.
Την είδε ένα βραδάκι ο Βάγγος το ομορφόπαιδο και τη ζήλεψε.
Πήγε στο γέρο της την ζήτησε, την πήρε «δόξη και τιμή», κατέβηκαν στο λιμάνι και εγκαταστάθηκαν στο νησί του στο πατρικό του Βάγγου. Ψαράς ήταν ο Βάγγος στην τράτα του καπτα-Τρύφωνα του Νιότη. Καλοί άνθρωποι οι συχωριανοί, φτωχοί με λίγα περιβόλια και ζώα, με τη θάλασσα να είναι ο κύριος τροφοδότης της μικρής κοινωνίας του νησιού, όπως και όλων των κυκλαδίτικων νησιών άλλωστε.
Πέρασαν τα χρόνια, έφυγαν οι γονείς και τα πεθερικά της Κατερίνας, έφυγε κι ο άντρας της. Δεν έφυγε, της τον πήρε η θάλασσα, που μαυροφορεί τις γυναίκες των ναυτικών. Έμεινε μοναχή η Κατερίνα με τα δυο παιδιά της. Την Αναστασία της και το καμάρι της τον Γιακουμή.
Καλή τους ώρα. Η Αναστασία της παντρεύτηκε ένα καλό παιδί και έφυγαν στην Αθήνα, όπου και εγκαταστάθηκαν κι ο Γιακουμής της να παραδέρνει στην Αμέρικα. Έμεινε μοναχή, αλλά δόξα να έχει ο Θεός, καλά να είναι τα παιδιά της και η Αναστασία έρχεται τα καλοκαίρια στο νησί με τον άντρα και τα παιδιά της και ο Γιακουμής της στέλνει κάθε μήνα ένα έμβασμα σε δολάρια να περνά.
Όμως ο καημός του ξενιτεμένου γιού της είναι πιο βαρύς και από την μοναξιά της, κι από το πένθος της για τον πνιγμένο άντρα της.
Ανάθεμα την θάλασσα και την ξενιτιά που της πήραν και τους δυο.
Τους σκέπτεται τώρα που πλησιάζει ο Δεκαπενταύγουστος, όλο και πιο συχνά, όπως τους σκέπτεται κάθε που έρχονται και οι γιορτές των Χριστουγέννων και η Μεγάλη Εβδομάδα.
«Ξερό κλαδί απόμεινα», σκέπτεται. «Η κόρη μου έχει την οικογένειά της και τα δικά της προβλήματα. Έρχονται βέβαια όποτε μπορούν, αλλά δεν είναι το ίδιο. Έφυγε ο γιος μου και το σπίτι μου άδειασε».
Βουτά τη βούρτσα στον ασβέστη και συνεχίζει να γαλακτώνει τον τοίχο. Λίγο ακόμα και τελειώνει το άσπρισμα.
Η κυρά Βαγγελιώ η γειτόνισσα της που περνούσε εκείνη την ώρα, κοντοστέκεται και την χαιρετά.
-Καλημέρα Κατερινιώ, βλέπω πρωΐ-πρωΐ, έπιασες τον ασβέστη. Σε καλό σου χριστιανή μου, δεν μπορείς να πεις του Παναγή να έρθει να σου ασπρίσει; Όλη την ημέρα στο καφενείο κάθεται και χαζεύει τη θάλασσα κι αν τον ρωτήσεις, όλο δουλειές έχει. Δουλειές… τι δουλειές έχει ο τεμπέλαρος, που στραβώθηκα και τον παντρεύτηκα. Μου έκανε και τρία κουτσούβελα και άντε εγώ να τα φέρω βόλτα με την συνταξούλα που παίρνει, ως παθός στη δουλειά. Τρεις κι εξήντα κι άντε να φτάσουν. Έτσι αναγκάζομαι κι εγώ να κοιτάω τη γριά του φαρμακοποιού και να συμπληρώνω το εισόδημα για να φάνε κι αυτά τα παιδιά ένα κομμάτι ψωμί.
-Έ, τι να κάνουμε Βαγγελιώ μου, ο καθένας με την τύχη του. Εσένα ο προκομένος σου στο καφενείο, εμένα τον πήρε η θάλασσα. Τουλάχιστον έχεις μια συντροφιά, δεν είσαι κούτσουρο όπως εγώ.
-Μακάρι Κατερινιώ μου να ήταν πιο δουλευτάρης και δεν θα με πείραζε, όμως αυτός μάτια μου, δως του τάβλι και χαρτιά και πάρε του τη ζωή. Απ’ το πρωΐ που θα σκάσει ο ήλιος από τον ορίζοντα, τρέχει στο καφενείο. Άλλον δρόμο δεν ξέρει, παρά σπίτι καφενείο, καφενείο σπίτι.
-Επειδή τα σκούρα, τα τζαμλίκια και τις πόρτες δεν θα καταφέρω να τα βάψω, πες του Παναγή σου, να έρθει να μου τα βάψει και θα του δώσω ό,τι θα έδινα του Μαστρο-Παύλου για να μου τα βάψει. Πιστεύω ότι θα τα καταφέρει.
-Να είσαι καλά Κατερίνα μου και να έχεις πάντα καλά νέα από το Γιακουμή σου και να τον δεις γρήγορα. Θα του το πω.
-Εντάξει Βαγγελιώ μου, θα τον περιμένω.
Με την απομάκρυνση της γειτόνισσας της, έβαλε τις τελευταίες βουρτσιές στον τοίχο του σπιτιού της και στάθηκε να ξαποστάσει λιγάκι, πριν πάρει κουβά και βούρτσα και μπει στη μικρή σκιερή αυλή της.
«Ουφ δόξα τω Θεώ, τέλειωσα και με αυτό», σκέφτηκε. «Αν έρθει κι αύριο ο Παναγής, θα τελειώσω με το σπίτι».
Κάθισε στην καρέκλα, έβαλε νερό από το κανάτι της σε ένα ποτήρι και απόλαυσε τη δροσιά του. Δεν έπινε ποτέ νερό από το ψυγείο. Απολάμβανε τη δροσιά του νερού, έτσι όπως την έδινε το πήλινο κανάτι της. Ξεδιψούσε καλύτερα όπως έλεγε.
Ξημέρωσε ο Θεός την μέρα και πρωΐ, πρωΐ, ήρθε ο Παναγής και χτύπησε την πόρτα της.
-Έ κυρά Κατερίνα, ο Παναγής είμαι, ήρθα να πιάσω δουλειά, κοιμάσαι ακόμα;
Η Κατερίνα πρόβαλε στην πόρτα,
-Καλώς το γείτονα. Πρωί, πρωΐ, ήρθες για δουλειά. Στάσου να ψήσω έναν καφέ να πιούμε, να ετοιμάσω και τις μπογιές και ξεκινάς.
Έτσι κι έγινε. Ήπιαν το καφεδάκι τους και η Κατερίνα έφερε τη μπλε μπογιά με τα πινέλα για το βάψιμο. Ο Παναγής ξεκρέμασε τα σκούρα, άναψε το φλόγιστρο, πήρε την ξύστρα και άρχισε να καίει και να ξύνει τις παλιές μπογιές.
Το μεσημεράκι η Κατερίνα ετοίμασε φαγητό για τον εργάτη της, έφερε και η Βαγγελιώ από το σπίτι της το κάτι τι της και πιάσανε την κουβέντα και το φαΐ. Να στυλωθούν λιγάκι, να περάσει η κάψα του μεσημεριού και να ξεκινήσει και πάλι η προετοιμασία του βαψίματος.
-Αύριο πρώτα ο Θεός αφού σήμερα καούν και ξυστούν οι παλιές μπογιές και γυαλοχαρταριστούν τα όποια υπολείμματα, θα βάλουμε μπρος το βάψιμο κυρά Κατερίνα μου. Μέχρι αύριο το γιόμα θα έχουμε τελειώσει.
Απεφάνθη αναμετρώντας με το μάτι, τη δουλειά που είχε μείνει να γίνει ακόμα ο Παναγής.
-Να είσαι καλά γείτονα, ευχαριστώ.
Αποκρίθηκε η Κατερίνα ευχαριστημένη.
Κι αμ έπος, αμ έργο, την επαύριον το πρωΐ ο Παναγής ήταν εκεί, έτοιμος να ριχτεί στη μάχη του καλλωπισμού του μικρού σπιτιού, διαψεύδοντας με αυτόν τον τρόπο την κυρά του, ότι είναι τεμπέλης και ανεπρόκοπος.
Η καλή δουλειά είχε τελειώσει και η Κατερίνα θαύμαζε το μικρό σπιτάκι της που λαμποκοπούσε από την λευκότητα και το όμορφο μπλε των πορτοπαραθύρων του. Ευχαρίστησε το γείτονά της και του έβαλε στο χέρι εκατό ευρώ.
-Για τον κόπο σου κυρ Παναγή, ευχαριστώ για την δουλειά σου. Κούκλα έγινε το σπίτι μου και το χρωστάω σε εσένα. Ευχαριστώ.
Ο Παναγής αρνήθηκε το ποσόν λέγοντάς της ότι είναι πολλά τα λεφτά κι ότι αυτός το έκανε για να βοηθήσει και όχι για να πληρωθεί. Όμως μπροστά στην επιμονή της Κατερίνας, τι να κάνει, το δέχτηκε. Σκέφτηκε και τις ανάγκες του σπιτιού του, που δεν φτάνει να τις καλύψει η σύνταξη του, και υποχώρησε.
-Σε ευχαριστώ κυρά-Κατερίνα, σε ευχαριστώ.
Η Κατερίνα έπεσε να κοιμηθεί κουρασμένη, μετά τη γενική καθαριότητα που απαίτησε η πλήρης αποκατάσταση του σπιτιού μετά τα βαψίματα, αλλά και ικανοποιημένη από την καλή δουλειά και το καλό αποτέλεσμα.
Έφυγε ο Ιούλιος και κατέφτασε ο Αύγουστος με τις ζέστες, αλλά και τα μελτεμάκια του. Να δροσίσει ο Θεός και τα καημένα τα νησιά μας, με τις λιγοστές ελιές και τα σκυμμένα στο νοτιά πεύκα τους, που τα ταλαιπωρεί ο καλοκαιρινός ήλιος κάθε χρόνο. Θα μου πεις αυτός ο ήλιος και οι δαντελωτές αμμουδιές τους είναι που φέρνουν τους ξένους, τους τουρίστες, στα μέρη μας και συμπληρώνουν το εισόδημά τους οι νησιώτες μας. Αυτός και το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου, που τιμούν την κοίμηση της χάρης της. «Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε…» όλα τα Κυκλαδονήσια, αλλά και τα άλλα τα νησιά έχουν μια εκκλησία στην κοίμηση της Παναγιάς και την τιμούν. Με την ευκαιρία αυτή στήνουν κι ένα πανηγύρι να ξεσκάσουν κι οι καημένοι οι άνθρωποι με τα λαγούτα, τα βιολιά και τις λύρες, τους μεζέδες που φτιάχνουν οι γυναίκες των χωριών και με κρασί.
Πρώτη του μήνα σήμερα, πήρε την άδειά της η κόρη της και θα ‘ρθει με τα παιδιά της, να δει την μάνα της, να κάνουν και κανένα μπάνιο στη θάλασσα, αυτή και τα παιδιά.
Είναι χαρούμενη η Κατερίνα ετοιμάζει το σπίτι για τους επισκέπτες της και όλο μουρμουρίζει:
«Αύγουστε καλέ μου μήνα, να ήσουν δυο φορές το χρόνο».
Τέλειωσε τις προετοιμασίες και βγήκε να κατεβεί στο λιμανάκι που αράζουν τα καΐκια να βρει κανένα ψαράκι για τα εγγόνια και την κόρη της. Ο καπετάν-Γιάννης το ήξερε πως θα πάει από την προηγούμενη, πριν ρίξει τα παραγάδια του κι όλο κάτι καλό της κρατούσε κάθε φορά που του παράγγελνε.
-Καλημέρα καπετάνιε, πώς πήγε η ψαριά, έχει τίποτα για ‘μένα; Ρώτησε μόλις έφτασε.
-Καλώς την Κατερίνα,
αποκρίθηκε ο ψαράς.
-Σου ‘χω κρατήσει αυτά τα σαργουδάκια, αλλά έχω και αυτή την στήρα. Διάλεξε και πάρε.
Πήρε τα ψάρια και ξεκίνησε ευχαριστημένη για το σπίτι της. Τα σαλατικά και τα φρούτα, άμα έρθει το καράβι που θα φέρει φρέσκα. Ήταν διπλά ευχαριστημένη. Η γειτόνισσά της η Βαγγελιώ, της είπε σήμερα το πρωΐ τον καφέ και είδε λέει ότι το Δεκαπενταύγουστο θα την περιμένει μια μεγάλη χαρά. Όχι μόνο θα πάρει νέα από τον γιό της, αλλά θα τα ακούσει από το στόμα του.
-Να το χριστιανή μου το σημάδι, δεν το βλέπεις;
Ρωτούσε η Βαγγελιώ δείχνοντας της ένα σημάδι στον πάτο του φλιτζανιού.
-Να το πεντακάθαρα φαίνεται. Δεν το βλέπεις;
Και θες αλήθεια, θες η ελπίδα πως θα δει το παιδί της έβλεπε κι αυτή το σημάδι και πίστευε στα λόγια της καφετζούς.
Το καράβι έδεσε στην μικρή προβλήτα του νησιού το μεσημέρι. Στη μία το περίμεναν, δύο και μισή ήρθε.
-Η κίνηση βλέπεις στα προηγούμενα λιμάνια δεν μας επέτρεψε να είμαστε στην ώρα μας.
Δικαιολογούνταν ο καπετάνιος στον πράκτορα του νησιού.
-Το ξέρω καπετάνιε μου, το ξέρω,
του απαντούσε αυτός ενώ με το γερακίσιο μάτι του παρατηρούσε το ξεφόρτωμα και το φόρτωμα του πλοίου, με το μπλοκ των εισιτηρίων στο χέρι, μην του ξεφύγει κανένας λαθρεπιβάτης.
Το σπίτι γέμισε από τον χαρούμενο θόρυβο που κάνουν οι αγκαλιές, τα γέλια και τα φιλιά της υποδοχής. Είχε καιρό να δει τα εγγόνια της η Κατερίνα, αφού το Πάσχα δεν μπόρεσαν να έρθουν να τα δει, και τα είχε πολύ επιθυμήσει.
«Πώς ψήλωσε ο Γιωργάκης, αχ τι όμορφη που έγινε η Κατερινούλα μας. Κι εσύ Αναστασία μου να προσέχεις την υγεία σου. Τι κάνει ο άντρας σου»; Όλες οι ερωτήσεις μαζί, χωρίς ανάσα, ανακατεμένες με τη χαρά του ανταμώματος και την αγωνία του ενδιαφέροντος.
Δεν χορταίνουν να φιλιούνται, να χαϊδεύονται και τα μάτια της Κατερίνας να τρέχουν από χαρά.
Δώδεκα Αυγούστου και φτάνει το χαρούμενο μαντάτο στην Κατερίνα. Έφτασε τηλεγράφημα που της ανακοινώνει την άφιξη του γιού της, του Γιακουμή της από την Αμέρικα. Έκανε μια εγχείρηση, λέει και οι Αμερικάνοι γιατροί του σύστησαν διακοπές και μπάνια στη θάλασσα για να αναρρώσει τελείως. Πού θα έβρισκε καλύτερα από την πατρίδα του; Το πήρε απόφαση και θα ‘ρθει, πρώτα ο Θεός, την παραμονή της Παναγιάς. Να δει την μάνα του, το νησί, τους φίλους και τους δικούς του βρε αδερφέ, να κάνει και τα μπάνια του στην παραλία που βουτούσε για αχινούς, όταν ήταν παιδί.
«Κάνε Παναγιά μου το θαύμα σου, να ‘ρθει το παιδί μου γερό, κι εγώ ό,τι θέλεις. Να ‘ρχομαι να σου καθαρίζω και να σου ανάβω τα καντήλια σου, όλο το χρόνο. Φτάνει να δω το παιδί μου γερό». Μουρμουρά και σταυροκοπιέται μπροστά στην εικόνα της Παναγίας στο τέμπλο.
Παραμονή Δεκαπενταύγουστου και το πλοίο μπαίνει στο λιμάνι σφυρίζοντας. Κόσμος που αδημονεί, περιμένει να τελειώσουν οι μανούβρες να δέσει το πλοίο και να κατεβεί ο καταπέλτης της πρύμης, να βγουν ταξιδιώτες και αυτοκίνητα.
Εκεί και η Κατερίνα με τα καλά της σαν να είναι γιορτή και μήπως δεν είναι γιορτή, ο γιός της έρχεται. Η κόρη της η Αναστασία και τα δυο εγγόνια της που ήρθαν να προϋπαντήσουν το ξενιτεμένο θείο που τον άκουγαν τόσον καιρό, αλλά δεν είδαν ποτέ τους, παρά σε μια παλιά φωτογραφία με τη μητέρα τους απ’ όταν ήταν παιδιά.
Η Κατερίνα δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα. Δεν χόρταινε να πασπατεύει το γιό της και να τον φιλά. Ήταν τέτοια η χαρά της που τα μάτια της έκλεισαν για ύπνο στις τρεις τα ξημερώματα. Έβαλε το ξυπνητήρι στις εξίμιση το πρωΐ και κοιμήθηκε. Τα όνειρα ήρθαν να κατακλείσουν τα κλεισμένα της βλέφαρα. Ωραία όνειρα, χαρούμενα. Ως και τον συγχωρεμένο τον άντρα της είδε, όμορφο και λεβέντη, έτσι όπως τον ερωτεύτηκε.
Το πρωΐ σηκώθηκε, ετοιμάστηκε με προσοχή να μη ξυπνήσει τους άλλους και τράβηξε για την εκκλησία που μαζί με τις άλλες γυναίκες θα ετοίμαζαν τα εδέσματα που θα σέρβιραν στο πανηγύρι μετά τη λειτουργία.
Ο παππά-Χριστόδουλος ήταν στα μέσα και στα έξω. Είχε το γενικό πρόσταγμα του θρησκευτικού μέρους της γιορτής, αλλά ήθελε να του πέφτει λόγος και στο καλλιτεχνικό μέρος και στα εδέσματα. Ήταν άνθρωπος που δεν άφηνε τίποτα στην τύχη και τίποτα στους άλλους.
Λίγο πριν μπει στην πρόθεση να περιβληθεί τα ιερά άμφια και να μνημονεύσει για να αρχίσει την πανηγυρική λειτουργία στη συνέχεια, έριξε μια ματιά στις γυναίκες που ετοίμαζαν τα τραπέζια και τα εδέσματα, άκουσε τον λαουτιέρη και τον βιολιτζή να κουρδίζουν τα όργανα, έβγαλε απ’ το λαρύγγι του ένα διφορούμενο χμμμ και έκανε να μπει στο ναό.
Εκείνη την ώρα έφθανε η Κατερίνα ασθμαίνουσα. Είχε αργήσει λιγάκι γιατί την πήρε αργά ο ύπνος.
-Ε, κυρά- Κατερίνα, μας πλάκωσε το πάπλωμα βλέπω,
είπε ο παππάς γυρνώντας προς το μέρος της.
-Τι να γίνει παππά μου, ήρθε το παιδί μου χτες από την Αμέρικα. Δεν χόρταινα να το βλέπω, να το φιλώ και να του μιλάω. Άργησα να κοιμηθώ.
-Μπράβο Κατερίνα, καλώς τον δέχθηκες,
απάντησε χαμογελώντας ο παππά-Χριστόδουλος.
-Ευχαριστώ γέροντα, το ήξερα πως θα ‘ρθει, μου το είπε η Βαγγελιώ η γειτόνισσά μου στον καφέ.
-Στον καφέ;
Άστραψε και βρόντηξε ο παππάς.
-Ακούς εκεί στον καφέ. Να έρθεις στην εκκλησία να σε διαβάσω. Ακούς; Μετά τη λειτουργία να έρθεις και να φέρεις και την καφετζού τη Βαγγελιώ μαζί σου. Ακούς εκεί στον καφέ. Ήμαρτον κύριε. Μα αυτά χριστιανή μου είναι του διαβόλου πράγματα, ακούς; Του διαβόλου και όχι του Θεού.
Η Κατερίνα έσκυψε το κεφάλι και πήγε να βοηθήσει τις συγχωριανές της στις προετοιμασίες. Εντάξει, ήταν στεναχωρημένη που την κατσάδιασε ο παππάς, όμως τίποτα δεν σκίαζε τη χαρά της για τον ερχομό του γιού της, του Γιακουμή της, του τζιβαεριού της.
ΤΕΛΟΣ
*Αυτό το διήγημα όπως και τα τρία προηγούμενα αποτελούν μια σειρά διηγημάτων που έχουν για αφορμή κάποιο τραγούδι.
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.