Γράφει ο Δημήτρης Ι. Μπρούχος*
Η Θεσσαλονίκη αναμφισβήτητα είναι μια πόλη μοναδική. Κι αυτό που την κάνει μοναδική, δεν είναι οι ποικίλοι προσδιορισμοί με τους οποίους επιχειρούν να την περιγράψουν εύγλωττα κάποιοι στίχοι τραγουδιών και φράσεις της καθημερινότητας, όπως «νυφούλα του Θερμαϊκού», «κόρη του βορρά», «μεγάλη φτωχομάνα», «ερωτική πόλη», «πρωτεύουσα των γεύσεων», «μεζεδούπολη», «συμπρωτεύουσα της καρδιάς μας», «φοιτητούπολη», «φραπεδούπολη» κ.ά. Ούτε οι φραστικές αποδόσεις του τύπου «πόλη του αίματος», «πόλη των φαντασμάτων», «μυστική πόλη», «δωσιλογούπολη», «κόρη-παρακόρη» και πολλές άλλες, που διαμόρφωσαν από βάθους χρόνου μια εικόνα για την ίδια, η οποία πόρρω απέχει από το πραγματικό της πρόσωπο. Η Θεσσαλονίκη είναι μοναδική για το διαχρονικό της ήθος, για την πολιτισμική της διάσταση και για την ιστορική της αξία. Είναι μια κυρά αρχόντισσα παλιά, που μπορεί να απώλεσε την ομορφιά της με τα χρόνια, κράτησε όμως αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά της, που την κάνουν ακόμα να ξεχωρίζει.
Πόλη ελληνική από πάντα, φιλόξενη, γενναιόδωρη, ανεπιτήδευτα ευγενική, αγκάλιασε όλα τα μιλέτια, ανέδειξε μάρτυρες, βίωσε θαύματα, αλώθηκε πρώτη το 1430 και απελευθερώθηκε τελευταία, το 1912. Τη σκόνη των πελμάτων καταχτητών, περιηγητών κι επισκεπτών κατά καιρούς Ρωμαίων, Σταυροφόρων. Ενετών, Βυζαντινών, Σεφαραδιτών, Φράγκων, Τούρκων, Βουλγάρων, Αρμενίων, Ποντίων και των αδελφών προσφύγων από τις μαρτυρικές κι αλύτρωτες Πατρίδες της Αγίας Μικρασίας μετέπλασε, φτιάχνοντας το δικό της προζύμι με τη μαγιά της σοφίας του Αριστοτέλη, την ανδρεία του Φιλίππου, το ψύχωμα του Μεγαλέξανδρου και τον πολιτισμό της Ιωνίας. Οι Επιστολές του Παύλου των Εθνών, του Νέστορος η πίστη και του πολιούχου Άη-Δημήτρη η προστασία, Σκεύη πολύτιμα και τιμαλφή, φωτίζουν το κλέος του ηχηρού παρελθόντος της…
Πέρασαν χρόνια και καιροί, οι γειτονιές αλλάξαν χέρια, τα κάστρα απόμειναν άταφα λείψανα που γύρω ακόμα στρέφουν αερικά και δαίμονες, στοιχειώνoντας τα περάσματα στην Άνω Πόλη… Γριές καθισμένες στο σκαμνί τους ανταλλάσσουν σιωπές, μυρωδιές της Κυριακής ξυπνάνε μνήμες παιδικές και γεύσεις δίχως όμοιο πια… Ο ήλιος του μεσημεριού ανάμεσα απ’ τις γρίλιες χορδίζει έρωτες παλιούς που λήξαν, δρόμοι αφημένοι στις στροφές τους, βγάζουν πάντα σε παλιές αγάπες που αλαργέψαν, έρημες εβραϊκές στοές σε αργίες και παλιά εμπορικά με κλειστά κεπέγκια αναπολούν τον άλλοτε Βαρδάρη. Κι οι ποιητές, Αναγνωστάκης, Ασλάνογλου, Βαφόπουλος, Θασίτης, Βαρβιτσιώτης, Κύρου, Τραϊανός, Πεντζίκης, Σεφερτζής, Στογιαννίδης, Χριστιανόπουλος μα και Ζιτσαία και Καρέλλη και πολλοί επίγονοί τους, μονολογούν τις δειλινές τους λύπες…
Κι όπως ο ήλιος σκάει απ’ τον Χορτιάτη στην ίδια πάντα ανατολή απλώνοντας τη μέρα, σκέψεις βασανισμένες αναδύονται στης επιούσιας αγωνίας, το μεσοΰπνι ανάμεσα στ’ όνειρο και την πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα έχει ποιητές δίχως ποιήματα και ποιήματα ορφανά… Δρόμους που σε γνωρίζουν μα δεν αναγνωρίζεις… Γειτονιές χωρίς παιδιά… Μπαλκόνια σκονισμένα κι έρημα δίχως παρέες και γέλια… Ανίκητο το «άλλοτε» και αξεπέραστο το «κάποτε», με συντροφιές ανθρώπων που αναχώρησαν για πάντα… Διαδρομές που αγαπήθηκαν και μισήθηκαν το ίδιο… Άγνωστα πρόσωπα που προσπερνούν αδιάφορα…Oι μήνες σε αλληλοδιαδοχή αθροίζουν χρόνια… Οι καθρέφτες αμείλικτοι σταθερά, φέρνουν αντιμέτωπη την αλήθεια… «Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν…», μας λέει ο Ρασούλης και μας το θυμίζει συνεχώς ο Νικόλας (Παπάζογλου), με την ανεξίτηλη φωνή του, μήπως και δούμε τα πράγματα πιο καθαρά… Φευ!… Οι κάτοικοι αυτής της πόλης, έποικοι εξ επαρχιών οι πιο πολλοί, ερωτικοί μετανάστες κάποιοι, μεγάλο πλήθος από αστυφιλία και προς αναζήτηση καλύτερης ζωής, άλλοι που ξέμειναν απ’ τα φοιτητικά τους χρόνια, σταδιοδρομώντας «ο καθείς εφ’ ω ετάχθη», αντί να φέρουνε «αέρα αλλαγής» στη νοοτροπία, αφομοιώθηκαν απ’ τον «μπαγιατισμό» των παλαιοτέρων, μυήθηκαν σε ένα πνεύμα εφησυχασμού και «νοικοκυροσύνης» (με την παλιά πολιτική έννοια), «πειθόμενοι τοις των κρατούντων ρήμασι», εκπαιδευμένοι χρόνια στο να μη διεκδικούν, να μην αντιπαρατίθενται, να μη διαμαρτύρονται για τίποτα, επιλέγοντας το ρόλο του χειροκροτητή της εκάστοτε εξουσίας, μασώντας ηδονικά τον σανό που τους ταΐζουν, εξασφαλίζοντας μια πελατειακή σχέση με το εκάστοτε γκουβέρνο, για μιαν ήρεμη καθημερινότητα κι έναν ήσυχο θάνατο…
Αυτό το «είδος» των κατοίκων και το «γένος» των πολιτών, είναι που υποβίβασε τη Θεσσαλονίκη από Συμβασιλεύουσα σε επαρχιούπολη, υποκλινόμενο στις αυτοκόλλητες στάμπες μεγαλόστομων εξαγγελιών των διοικούντων στην προβλέψιμη καθημερινότητά μας, με οράματα στην προοπτική να γίνουν στόχοι, με θνησιγενή συνήθως πρόγνωση. Ας μην ξεχνάμε τα φιλόδοξα σχέδια για την αναμόρφωση της πόλης, για την ανάδειξή της και για την καλύτερη ποιότητα ζωής των πολιτών της, όπως η θαλάσσια και υποθαλάσσια συγκοινωνία, ο προαστιακός, η ολοκλήρωση του εξωτερικού περιφερειακού, η διαπλάτυνση της παλιάς παραλίας, η διαμόρφωση της πλατείας Αριστοτέλους, το «ανέκδοτο» της πλατείας Ελευθερίας, τα περίφημα «μάρμαρα» του Διοικητηρίου όπου μεγάλωσαν γενιές και γενιές κι απόμειναν ένα απεχθές κομμάτι γης ανεκμετάλλευτο και βέβαια η επί τριάντα χρόνια τρύπα του μετρό, που κατάντησε συρίγγιο στο σώμα της υπομονής και της νοημοσύνης μας…
Η χορεία θα μπορούσε να συνεχιστεί μ’ έναν μεγάλο αριθμό εξαγγελιών έργων που «ξέμειναν» και άλλων που πολεμήθηκαν «εξ απαλών ονύχων» αλλά χάρη στην επιμονή, την τεχνογνωσία και προ πάντων στην αγάπη κάποιων «πεισματάρηδων, που μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας, που μας πνίγει από παντού, σε κάποιο καμαράκι, αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά», κατά πως λέει κι ο Ελύτης, οδεύουν προς τελεσφόρηση. Σεπτέμβρης και πάλι. Ο μήνας της Θεσσαλονίκης και της Διεθνούς Εκθέσεως. Ο μήνας – γιορτή, για όσους έχουν ανασάνει τον αέρα τους τέτοιες μέρες. 87 χρόνια το σημαντικότερο γεγονός, για την πόλη και για τη χώρα. Μια τονωτική ένεση, μια αναζωογονητική περίοδος για την αγορά, για την ψυχολογία μας, για την προς τα έξω εικόνα μας, για όλα αυτά που συμβολίζει μια διοργάνωση-θεσμός, που μας βγάζει από τη μιζέρια της κλεισούρας και της εσωστρέφειας και προσδίδει έναν κοσμοπολιτισμό στον εγκατεστημένο επαρχιωτισμό μας.
Το όραμα της ανάπλασης της Δ.Ε.Θ., που βρίσκεται λίγα μόνο βήματα πριν την ολοκλήρωση, παραμένει -ίσως- το μόνο ζωντανό και εφικτό όραμα, που θα αποτελέσει πόλο έλξης, πνοή ζωής και ουσιαστικά το αντίβαρο στη φιλολογία των «πολλών και του τίποτα», που τείνει να ορίσει την ταυτότητά μας.
Και απ’ αφορμή τις επικείμενες αυτοδιοικητικές εκλογές του Οκτωβρίου, σε σχέση με όλα τα παραπάνω, μια υπενθύμιση:
Θεσσαλονικείς!… Το νου σας!…
*Ο Δημήτρης Ι Μπρούχος είναι ποιητής, στιχουργός και Σύμβουλος Επικοινωνίας
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.