του Κώστα Γεμενή*
Το αποτέλεσμα των εκλογών στην Ολλανδία θα πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο της θεσμικής συγκρότησης και του κομματικού ανταγωνισμού, το οποίο διαφέρει σημαντικά από το αντίστοιχο στην Ελλάδα. Η υπενθύμιση των διαφορών αυτών είναι χρήσιμη στην ανάγνωση των αποτελεσμάτων καθώς επιτρέπει μια πιο νηφάλια πλαισίωση των γεγονότων χωρίς βιαστικά συμπεράσματα περί «σοκαριστικών» αποτελεσμάτων.
Οι εκλογές στην Ολλανδία πραγματοποιούνται σταθερά εδώ και δεκαετίες με το σύστημα της απλής αναλογικής. Το σύνολο της χώρας αποτελεί μία και μόνο εκλογική περιφέρεια με το σύνολο των 150 εδρών της Κάτω Βουλής (Tweede Kamer) να κατανέμεται αναλογικά χωρίς όριο εκπροσώπησης και φυσικά χωρίς κάποιο «μπόνους» εδρών στο πρώτο κόμμα. Αρκεί μόνο κάποιο πολιτικό κόμμα να συγκεντρώσει το 0,67% (δηλ. 100/150) στο σύνολο της επικράτειας για να λάβει μία έδρα.
Αυτή η αναλογικότητα του εκλογικού συστήματος στην Ολλανδία (από τις υψηλότερες παγκοσμίως) έχει δημιουργήσει ένα πολυκομματικό σύστημα, με έντονη εκλογική μεταβλητότητα, και με πολιτική κουλτούρα που κυριαρχεί η συναρμογή των συγκρούσεων, η εναρμόνιση των διαφορών, η διαλλακτικότητα, και ο συμβιβασμός.
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν ξενίζει η εμφάνιση νέων κομμάτων, τα οποία συνήθως βασίζονται στις νέες ανάγκες που ανακύπτουν από την πολιτική επικαιρότητα παρά σε προσωπικές φιλοδοξίες. Ακόμα και τα σχεδόν «μονοθεματικά» κόμματα όπως αυτά για την προαγωγή των δικαιωμάτων των ζώων (PvdD) και των μειονοτήτων (DENK), των συμφερόντων των συνταξιούχων (50PLUS), και, πιο πρόσφατα, των αγροτών (ΒΒΒ) που εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο, έχουν σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό και αναλυτικό πολιτικό πρόγραμμα σε γραπτή μορφή που ανανεώνεται αδιαλείπτως πριν από κάθε εκλογική αναμέτρηση, ακόμη κι όταν αυτή προκηρύσσεται εκτάκτως. Στο ίδιο πλαίσιο, δεν είναι ασυνήθιστη ούτε η εκλογική συνεργασία μεταξύ κομμάτων, αλλά ούτε και η συνένωσή τους σε κοινή προγραμματική βάση.
Σε σαφή προγραμματική βάση συγκροτούνται και οι κυβερνήσεις συνεργασίας, που είναι άλλωστε απαραίτητες λόγω του ότι η αναλογικότητα του εκλογικού συστήματος οδηγεί σε ένα ευρύ πολυκομματικό σύστημα που δεν μπορεί να δώσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε κάποιο κόμμα. Αυτή η ανάγκη για συνεννόηση και συμβιβασμό δεν επιτρέπει την αδιαλλαξία και τις προσωπικές έριδες, και γενικότερα ευνοεί τις κεντρομόλες τάσεις στον κομματικό ανταγωνισμό.
Επίσης, η αναλογικότητα ευνοεί και την εκλογική μεταβλητότητα. Δεν είναι ασυνήθιστο λοιπόν να βλέπουμε άρδην αλλαγές στις προτιμήσεις των πολιτών καθώς αλλάζουν οι ανάγκες τους, τα θέματα της επικαιρότητας, και οι πολιτικοί συσχετισμοί.
Οι εκλογές της 22ας Νοεμβρίου ανέδειξαν πρώτο κόμμα το «Κόμμα για την Ελευθερία» (PVV) του Χερτ Βίλντερς με 37 έδρες. Το αποτέλεσμα δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Χρειάστηκαν 17 χρόνια μέσα από έξι εθνικές εκλογές για να φτάσει το PVV στην πρώτη θέση, ενώ η πορεία του δεν ήταν σταθερά ανοδική. Η απόφαση του Βίλντερς να στηρίξει την κυβέρνηση του 2010 (χωρίς όμως να συμμετάσχει σε αυτή) και αργότερα να αποσύρει τη στήριξη αυτή, οδήγησε το κόμμα του σε σημαντικές απώλειες και χρειάστηκε αρκετός χρόνος για να επανακτήσει, και τελικά να ξεπεράσει, τα προηγούμενα ποσοστά του. Ο χρόνος αυτός φαίνεται πως έδωσε την ευκαιρία στον Βίλντερς να εξομαλύνει τα πιο ακραία στοιχεία του προγράμματος του PVV, κάτι που θα κριθεί απαραίτητο και στις διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας καθώς, παρότι έχει κερδίσει την πρώτη θέση, του υπολείπονται 39 έδρες για την ψήφο εμπιστοσύνης.
Ο Βίλντερς αναμένεται να προσεγγίσει το νέο κόμμα «Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο» (NSC) που ηγείται ο Πίτερ Ομτσίχτ, πρώην μέλος των Χριστιανοδημοκρατών του CDA. Το NSC που ιδρύθηκε μόλις το περασμένο καλοκαίρι, είναι από τους νικητές των εκλογών καθώς κατάφερε να κερδίσει 20 έδρες. Αν και ο Ομτσίχτ έχει αποκλείσει τη συνεργασία με το PVV, δεν αποκλείεται να υπάρξει κάποια προσέγγιση έχοντας ως βάση τα ζητήματα της μετανάστευσης και διαφάνειας στη δημόσια διοίκηση όπου υπάρχει μεγαλύτερη σύγκλιση απόψεων.
Προσέγγιση αναμένεται και με το αγροτικό κόμμα BBB που επίσης αποτελεί νικητή των εκλογών καθώς κατάφερε να κερδίσει 7 έδρες με ένα πρόγραμμα που προτείνει, μεταξύ των άλλων, περιορισμούς στις μεταναστευτικές ροές και την Ευρωπαϊκή ενοποίηση. Το BBB που ιδρύθηκε μόλις το 2019 κατάφερε να έρθει πρώτο στις περιφερειακές εκλογές του περασμένου Μάρτη, με προμετωπίδα την αντίθεσή του στην απόφαση της απερχόμενης κυβέρνησης να περιορίσει τις εκπομπές του αζώτου, μειώνοντας δραστικά τη λειτουργία των κτηνοτροφικών μονάδων στη χώρα.
Ακόμη όμως και αν ο Βίλντερς εξασφαλίσει την συμμετοχή των NSC και ΒΒΒ σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, υπολείπονται 12 έδρες, τις οποίες όμως δεν διαθέτει κανένα άλλο κόμμα που έχει δηλώσει πως θα συνεργαζόταν με το PVV. Ο Βίλντερς λοιπόν θα πρέπει να εξασφαλίσει τη στήριξη, ή τουλάχιστον την ανοχή, των απερχόμενων φιλελεύθερων του VVD που κέρδισαν 24 έδρες, κάτι που δεν αναμένεται να είναι εύκολο.
Επιπλέον, το θεσμικό πλαίσιο στην Ολλανδία προβλέπει την συναίνεση της Άνω Βουλής (Eerste Kamer) στη νομοθετική διαδικασία, που σημαίνει πως το κυβερνητικό σχήμα θα πρέπει να έχει την πλειοψηφία και στα δύο σώματα του κοινοβουλίου προκειμένου να προχωρήσει απρόσκοπτα στο νομοθετικό του έργο. Αυτό καθιστά τη λειτουργία μιας κυβέρνησης υπό τον Βίλντερς ακόμη πιο δύσκολη καθώς το PVV διαθέτει μόλις 4 από τις 75 έδρες της Άνω Βουλής (όπου οι βουλευτές εκλέγονται έμμεσα από τα συμβούλια που προκύπτουν στις περιφερειακές εκλογές, και στα οποία το BBB είναι πλέον το μεγαλύτερο κόμμα).
Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία για το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας αναμένεται να είναι εξαιρετικά παρατεταμένη και δύσκολη. Στις εκλογές του 2017 χρειάστηκαν 225 μέρες για να επιτευχτεί η συμφωνία για το σχηματισμό κυβέρνησης. Ακόμα κι αν ο Βίλντερς καταφέρει να λύσει τη δύσκολη αυτή εξίσωση, αυτό θα επιτευχτεί μόνο με σημαντικές υποχωρήσεις στο πολιτικό του πρόγραμμα. Αυτό θα συμβεί κατά πάσα πιθανότητα και στις Ευρωσκεπτικιστικές του θέσεις περί εξόδου της Ολλανδίας από την ΕΕ που δεν συμμερίζεται κανένα άλλο κόμμα από τους πιο πιθανούς εταίρους του, ούτε και η πλειοψηφία της κοινής γνώμης. Άλλωστε το PVV δεν κατάφερε να εκλέξει ούτε ένα Ευρωβουλευτή στις προηγούμενες Ευρωεκλογές (2019).
Αν ο Βίλντερς βρεθεί στη θέση του πρωθυπουργού της χώρας, θα είναι γι αυτόν ένας μάλλον ανιαρός ρόλος ζογκλέρ και ισορροπιστή ανάμεσα στις αντικρουόμενες θέσεις των κυβερνητικών εταίρων, παρά ο ρόλος του εικονοκλάστη πολιτικού που έχει οραματιστεί ο ίδιος. Η θέση του δεν θα επιτρέψει αλαζονικές συμπεριφορές καθώς, αν υπάρξει κυβερνητική πλειοψηφία αυτή αναμένεται να είναι εύθραυστη, έχοντας αντιμέτωπο ένα εκλογικά ευμετάβλητο κοινό χωρίς έντονες κομματικές ταυτίσεις.
Αλλά ούτε και η πορεία των κομμάτων που είδαν τα εκλογικά τους ποσοστά να μειώνονται είναι προδιαγεγραμμένη. Κατά πρώτον, κάποια από αυτά ενδέχεται να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση συνεργασίας. Είτε ως εταίροι του PVV, είτε χωρίς τη συμμετοχή του, καθώς δεν αποκλείεται να βρεθεί η απαραίτητη συναίνεση για το σχηματισμό κυβέρνησης που να μην περιλαμβάνει το PVV. Κατά δεύτερον, η εκλογική μεταβλητότητα έχει καταστήσει τα πολιτικά κόμματα στην Ολλανδία ιδιαίτερα ανθεκτικά. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί το D66, που στα 56 χρόνια ύπαρξής του γνώρισε πολλά εκλογικά σκαμπανεβάσματα αλλά ουδέποτε βυθίστηκε στην εσωστρέφεια, κάνοντας έτσι εφικτή την κατ’ επανάληψη εκλογική του ανάκαμψη.
Σαφές ενδιαφέρον παρουσιάζει και η συμμαχία πράσινων και εργατικών (GroenLinks-PvdA), που κατάφεραν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους και πήραν την δεύτερη θέση με 25 έδρες. Αν και η συμμαχία δεν απέδωσε τα αναμενόμενα σε αυτές τις εκλογές, καθώς φαίνεται πως απλά συσπείρωσε την ψήφο κόβοντας ποσοστά από μικρότερα κόμματα της αριστεράς, δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε μονιμότερη συνεργασία μεταξύ των δύο κομμάτων και μια καλύτερη εκλογική προοπτική. Η μετατόπιση προς την κεντροδεξιά και ακροδεξιά που παρατηρούμε σήμερα δεν αποκλείει μια διαφορετική μετατόπιση στις επόμενες εκλογές λόγω της εκλογικής μεταβλητότητας και της απουσίας έντονης κομματικής ταύτισης, που προανέφερα.
Δεδομένων των αλλαγών στις προτιμήσεις των πολιτών και στα προγράμματα των κομμάτων, τα αποτελέσματα των εκλογών της 22ας Νοεμβρίου είναι μάλλον αναμενόμενα. Υπό το πρίσμα της θεσμικής συγκρότησης της Ολλανδίας τα μάλλον αναμενόμενα αποτελέσματα δεν θα πρέπει να εμπνέουν ιδιαίτερη ανησυχία, τουλάχιστον όχι περισσότερη από τα εκλογικά αποτελέσματα σε χώρες όπου οι (παντοδύναμες) κυβερνήσεις μπορούν να ποδηγετούν τους θεσμούς, το εκλογικό σύστημα, και τις ανεξάρτητες αρχές.
*Επίκουρος Καθηγητής στο γνωστικό αντικείμενο “Πολιτική και Διαδίκτυο” στο Τμήμα Επικοινωνίας και Σπουδών Διαδικτύου του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου.
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.