του Στέλιου Κούκου
Το 1822 ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Αμπντούλ Ρομπούτ πασάς (Μεχμέτ Εμίν Αμπτούλ Εμπού Λουμπούτ) κατευθύνθηκε με μεγάλο στρατό μέσω της Κασσάνδρας προς το Άγιον Όρος και στρατοπέδευσε στην Κουμίτσα, δηλαδή λίγο έξω από τα σύνορά του. Oι αγιορείτικες μονές είχαν εμπλακεί στην επανάσταση της Χαλκιδικής του 1821 η οποία έληξε με την μάχη της Κασσάνδρας στις 30 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς με πανωλεθρία των Ελλήνων επαναστατών, αλλά και και ωμότητες εναντίον του άμαχου πληθυσμού.
Ο πασάς ο οποίος καταγόταν από την Γεωργία ήταν παιδί ιερέα και εξώμοσε μετά την απαγωγή του και την πώλησή του σε οθωμανούς. Από τα σύνορα της αγιορειτικής πολιτείας ζήτησε να παρουσιαστούν μπροστά του όλοι οι ηγούμενοι των μονών του Άθω για να του εκφράσουν την μεταμέλειά τους, διαφορετικά θα καταλάμβανε τον Άγιον Όρος και θα κατέστρεφε τα μοναστήρια.
Οι ηγούμενοι των Ιερών Μονών είχαν πληροφορηθεί πως ο τούρκος διοικητής είχε σκοπό να τους θανατώσει και γι’ αυτό έστειλαν αντιπροσώπους τους. Αυτό έγινε, μάλλον, για να κερδίσουν χρόνο. Ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Διονυσίου επέλεξε ως εκπρόσωπο του τον γεωργιανό ιερομόναχο, π. Ιλαρίωνα (1776-1864), στον οποίο του εξήγησε και το πόσο επικίνδυνη ήταν η αποστολή αυτή. Ο π. Ιλαρίωνας θεώρησε πως αυτό ήταν και μια κατάλληλη ευκαιρία να μαρτυρήσει για τον Χριστό.
Εν τω μεταξύ είχε ετοιμαστεί και η αναχώρηση όλων των αγιορειτών πατέρων από τα μοναστήριαά τους μαζί με τα πολύτιμα και άγια κειμήλια. Αυτό, βεβαίως, θα επιβάρυνε ακόμη περισσότερο την τύχη των αντιπρόσωπων των μονών που θα πήγαιναν για να συναντήσουν τον τούρκο διοικητή.
Όταν έφτασαν μπροστά στον πασά οι αντιπρόσωποι του έδωσαν μία επιστολή της Ιεράς Κοινότητας του Αγίου Όρους στην οποία αναφέρονταν ποιοι ήταν οι εκπρόσωποι κάθε μονής. Διαβάζοντας ο πασάς το όνομα του π. Ιλαρίωνα, ζήτησε να μάθει ποιος ήταν ο Γεωργιανός με τον οποίο άρχισε να διαλέγεται στα γεωργιανά. Κατά τη συζήτησή τους ανακάλυψε πως ζούσε σε κοντινή πόλη από την δική του.
Μετά άρχισε να του μιλά στα τουρκικά, και να βρίζει τους Αγιορείτες ως «αχρείους» και «κλέφτες» και να του λέει πως ήλθε για να τους σκοτώσει. Γι’ αυτό, καλά θα ήταν να φύγει και, μάλιστα, του πρόσφερε χρήματα, προστασία και σπίτι κοντά στην Θεσσαλονίκη ή, ακόμη, αν ήθελε στην πατρίδα του με την συνδρομή του Σουλτάνου. Ο ιερομόναχος, π. Ιλαρίων του απάντησε πως δεν τα είχε ανάγκη όλα αυτά και ότι στο Άγιον Όρος πήγε για να σώσει την ψυχή του.
Έτσι, ο πασάς βρήκε την ευκαιρία για να κάνει «θεολογική» συζήτηση μαζί του, αρχίζοντας να βρίζει την Υπεραγία Θεοτόκο. Ο π. Ιλαρίωνας του απάντησε πως δεν μπορεί να αντιληφθεί το μυστήριο της «ενανθρωπήσεως του Θεού» και τον προσκάλεσε ιδιαίτερα προκλητικά και επί τόπου και κάτω από την σκιά του Άθωνα σε έναν διαθρησκευτικό διάλογο.
Η «άκαιρη» αυτή συζήτηση εκ μέρους του ιερομονάχου Ιλαρίωνα σκόρπισε πανικό στους υπόλοιπους Αγιορείτες οι οποίοι έβλεπαν, πως κάτι τέτοιο επιδείνωνε την ήδη βεβαρημένη κατάστασή τόσο του ιδίου του π. Ιλαριώνα όσο και των λοιπών Αγιορειτών οι οποίοι είχαν μείνει στον Άθωνα και περίμεναν τις εξελίξεις από την συνάντηση αυτή. Και προφανώς και των αντιπροσώπων!
Τις σκέψεις τους αυτές τις ανέφεραν διακριτικά στον π. Ιλαρίωνα, ενώ οι ίδιοι παρέδωσαν τα δώρα στον πασά για να τον εξευμενίσουν, προσπαθώντας να τιθασεύσουν, κάπως, την οργή του. Άλλωστε η οργή ενός γενιτσάρου απέναντι στους πρώην ομόθρησκούς του είναι πάντα ιδιαίτερα επικίνδυνη.
Η τελική απόφαση του πασά μετά από την συνάντηση αυτή ήταν να συλληφθούν οι αντιπρόσωποι των μονών και να φυλακιστούν στην Θεσσαλονίκη, να οδηγηθούν πάνω από 300 νέοι μοναχοί στην Θεσσαλονίκη για να προετοιμαστούν για να τουρκέψουν, ενώ όσο τον αφορά τον συμπατριώτη του π. Ιλαρίωνα του τον άφησε ελεύθερο να κάνει ότι θέλει.
Ο ίδιος ο πασάς απέδειξε αμέσως το μένος και την αγριότητα του εναντίον των πρώην ομοθρήσκων του, αφού ακολούθως κατευθύνθηκε σε μια άλλη επαναστατημένη περιοχή της Βόρειας Ελλάδας, την Νάουσα, όπου προκάλεσε κάθε είδους βιαιοπραγίες, ωμότητες και φόνους και βέβαια, αφήνοντας πίσω του μία μεγάλη καταστροφή και ένα πραγματικό ολοκαύτωμα.
Γυρίζοντας πίσω στο Άγιον Όρος ο άγιος Ιλαρίωνας, ένιωθε πως δεν απάντησε όπως έπρεπε στον πασά για τις βλασφημίες του προς την Κυρία Θεοτόκο, ενώ λυπήθηκε ιδιαίτερα και για τις κτηνωδίες του στην Νάουσα. Ίσως και να ντράπηκε που έγιναν από ένα συμπατριώτη του.
Έτσι, ουσιαστικά ο ζήλος του μαρτυρίου που άναψε μέσα του δεν έλεγε να σβήσει και άρχισε να παρακαλεί τον ηγούμενο να του επιτρέψει να πάει στην Θεσσαλονίκη για να συνεχίσει τον θεολογικό διάλογο με τον συμπατριώτη του πασά.
Ο ηγούμενος όταν διαπίστωσε πως ο ιερομόναχος Ιλαρίων είχε πράγματι αυθεντικό ζήλο ομολογητή, μάρτυρα και μαρτυρίου του έδωσε την ευλογία να μεταβεί στην Θεσσαλονίκη.
Συνεχίζεται
Βιβλιογραφία, κυρίως από το βιβλίο του Μοναχού Παϊσίου Νεοσκητιώτη, ο «Πύργος της αρετής, Βίος και παρακλητικός κανόνας του οσίου Ιλαρίωνος του Αθωνίτου», έκδοση Ιεράς Καλύβης Αγίου Ιωάννου Θεολόγου, Νέα Σκήτη Αγίου Όρους, 2005.
Πηγή: agiatheodora.gr
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.