του Γιώργου Μιχαηλίδη*
Aπό τη μία πλευρά: η χώρα της χρονιάς, η πρωταθλήτρια της Ευρώπης, το μεγαλύτερο έργο αστικής ανάπλασης στην Ευρώπη. Από την άλλη: η Θεσσαλονίκη της παρακμής, η φραπεδούπολη, η φωλιά της αντιδραστικής συντήρησης και η επιτομή της μιζέριας. Παράλληλα, η μόνιμη συμβουλή: όχι εύκολες καταγγελίες, να αναλάβετε πρωτοβουλίες. Τί ισχύει τελικά και γιατί; φταίει η κρίση για την παρακμή της Θεσσαλονίκης; φταίει η Αθήνα; φταίει η ανεπάρκεια των Θεσσαλονικέων; Αν προχωρήσουν δέκα big projects θα αλλάξει η εικόνα της και η δυναμική της πόλης; Γιατί δεν έγινε Μιλάνο, Βαρκελώνη ή έστω Σμύρνη;
Η σίγουρη απάντηση είναι ότι, πέρα από τις αδυναμίες του τοπικού πολιτικού, οικονομικού και πολιτιστικού συστήματος (που και αυτές έχουν κάθε άλλο παρά απλή εξήγηση), έχει διαμορφωθεί τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια ένα συγκεκριμένο οικονομικό υπόστρωμα που σταθερά ορίζει την πόλη ως ένα παρακμάζον, δευτερεύον, σχεδόν μόνο καταναλωτικό αστικό κέντρο. Και πριν ξεκινήσει οποιαδήποτε συζήτηση για το τί μέλλει γενέσθαι, καλόν είναι να εντοπιστούν, να παρουσιαστούν και ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, τα σημερινά οικονομικά μεγέθη της Θεσσαλονίκης. Και να συγκριθούν και με αυτά της Αττικής, γιατί ο ανταγωνισμός λειτουργεί μεταξύ πόλεων, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται και μάλιστα από πολλούς προβάλλεται ως κινητήρας της αστικής ανάπτυξης. Αλλά και γιατί επί δεκαετίες η ανάπτυξη της χώρας είναι εκ των πραγμάτων αθηνοκεντρική.
Καταρχάς, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη Θεσσαλονίκη όχι μόνο είναι πλέον στο 60% της Αττικής αλλά και μειώνεται συνεχώς. Ακόμη χειρότερα, είναι ακριβώς στις περιόδους ανάπτυξης όπου η μεν Αττική κερδίζει η δε Θεσσαλονίκη χάνει. Τελικό αποτέλεσμα; σήμερα ο νομός Θεσσαλονίκης δεν είναι ο κάποτε δεύτερος αλλά πλέον ο ΕΝΑΤΟΣ στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα.
Σήμερα επίσης (και αυτό είναι καθοριστικό για τη λήψη αποφάσεων είτε των οικονομικών δυνάμεων του τόπου είτε των ελληνικών κυβερνήσεων) οι επιχειρήσεις της Αττικής κάνουν τζίρο ΟΚΤΩ φορές μεγαλύτερο από αυτές της Θεσσαλονίκης. Δηλαδή, η «οικονομική δύναμη» της Αττικής είναι οκταπλάσια της Θεσσαλονίκης (είναι εξάλλου και το 68% όλης της χώρας). Ακόμα και στη μεταποίηση (όπου άλλοτε η Θεσσαλονίκη ήταν το συγκριτικά ισχυρότερο βιομηχανικό κέντρο της χώρας) οι επιχειρήσεις της Αττικής κάνουν πλέον τζίρο ΕΝΝΙΑ φορές μεγαλύτερο από τις επιχειρήσεις της Θεσσαλονίκης.
Είναι ακριβώς η όξυνση της αποβιομηχάνιση της χώρας το 1990-2000 (με πολλές ενδο- και εξωγενείς αιτίες) που επέδρασε καταλυτικά στην περιθωριοποίηση της Θεσσαλονίκης μέσα σε μια εθνική οικονομία προσανατολισμένη (σε ένα βαθμό αναπόφευκτα λόγω ένταξης στην Ευρωζώνη και σε ένα βαθμό χάρις σε ένα εκούσιο έλλειμμα αναπτυξιακής πολιτικής) στις υπηρεσίες και στις κατασκευές. Είναι πριν από 20-25 χρόνια που η πόλη έχασε τα μισά εργοστάσια της και έμεινε με μια μισο-άδεια Βιομηχανική Περιοχή, άναρχες επαγγελματικές συγκεντρώσεις και εκατοντάδες βιοτεχνικά κτίρια εκπλειστηριαζόμενα σήμερα προς malls, logistic centers, Airbnb, και η παραγωγικότητα έφτασε να είναι 30% έως 60% χαμηλότερη από ό,τι σε οποιαδήποτε περιοχή της Αττικής.
Είναι γεγονός, όχι μίζερη καταγγελία, η απόκλιση μεταξύ Αττικής και υπόλοιπης Ελλάδας που συνεχώς μεγαλώνει εδώ και είκοσι τουλάχιστον χρόνια και, επιπλέον, διευρύνεται στις φάσεις ανάπτυξης ή ανάκαμψης.
Ως τελικό αποτέλεσμα, σήμερα στην Αττική συγκεντρώνεται το 55% του κινητού και ακίνητου πλούτου της χώρας και οι καταθέσεις εκεί είναι ΕΞΗ φορές αυτές της Θεσσαλονίκης ενώ η (κατά τον ΕΝΦΙΑ) αξία των ακινήτων της, 4 φορές αυτή της Κεντρικής Μακεδονίας.
Καθόλου παράξενα, η ανεργία στην ευρύτερη περιοχή (Κεντρική Μακεδονία) είναι 30% υψηλότερη από ό,τι στην Αττική και μάλιστα η απόκλιση ΑΥΞΑΝΕΤΑΙ στο μέτρο που υποχωρεί η επίπτωση της οικονομικής κρίσης. Καθόλου παράξενα επίσης, ένας στους 8 Θεσσαλονικείς εργάζεται στον κλάδο της εστίασης και παροχής καταλύματος (ένας στους 11 στην τουριστική Αττική).
Απέναντι σε αυτά τα δεδομένα, η συνήθης προτροπή είναι: big projects. Το πόσο εύκολη, αποδοτική και αποτελεσματική για τη μείωση των ανισοτήτων είναι αυτή η λύση, είναι εξαιρετικά αμφίβολο. Εξάλλου, πάντα θα ακυρώνεται από τον «ανταγωνισμό»: για το παραλιακό μέτωπο της Αθήνας «δρομολογούνται» έργα 16 φορές μεγαλύτερα από ό,τι γι’ αυτό της Θεσσαλονίκης, για τις υποδομές αερομεταφορών 6 φορές και βέβαια κάθε Αθηναίος έχει ήδη 3 φορές πυκνότερο δίκτυο μετρό από αυτό που ΘΑ έχει κάθε Θεσσαλονικιός (ενώ σε έναν άλλον τομέα, καθόλου αδιάφορο, η Αθήνα έχει 10 φορές τα θέατρα της Θεσσαλονίκης).
Όλα τα παραπάνω σημαίνουν ότι ο «αθηνοκεντρισμός» εποφθαλμιά τη «νύφη του Θερμαϊκού»; Όχι. Απλά σημαίνουν ότι η διαδρομή μέχρι να βγει η Θεσσαλονίκη από την παρακμή θα είναι μακρά, ότι οι συνθήκες και οι τάσεις είναι εναντίον της και ότι μόνες τους οι δυνάμεις της πόλης δεν επαρκούν. Αν δεν σχεδιαστεί μια βολονταριστική ΕΘΝΙΚΗ στρατηγική για την πόλη, αν δεν ξεκινήσει μια ΣΥΝΟΛΙΚΗ για όλη τη χώρα πολιτική αντιμετώπισης των περιφερειακών ανισοτήτων που ξεπηδούν αναπόφευκτα από τη στηριγμένη στο υπάρχον μοντέλο οικονομική ανάκαμψη, η εξέλιξη θα είναι πολύ περισσότερο δυσμενής. Και, φυσικά, όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη.
Και τί μας νοιάζει; Θα μας νοιάζει όταν θα μετρούμε τη «γεωγραφία της δυσαρέσκειας», κοινωνικής, ιδεολογικής, πολιτισμικής, πολιτικής, ή όταν θα ψάχνουμε να ερμηνεύσουμε εκλογικά αποτελέσματα με ανασκαφές στην εποχή του Σαμπρή πασά ή του Μαξ Μέρτεν ή του Γκοτζαμάνη …
Πηγή: anixneuseis.gr
*Ο Γιώργος Μιχαηλίδης είναι Σύμβουλος Ανάπτυξης. Δίδαξε στα Πανεπιστήμια Θεσσαλίας και Θεσσαλονίκης. Σπούδασε Πολεοδομία-Χωροταξία στο Universite de Paris IV – Sorbonne. Αρχιτεκτονική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Κοινωνιολογία στο École des hautes études en sciences sociales (EHESS). Οικονομικά στο École des hautes études en sciences sociales (EHESS).