Ξυπνητός ήμουνε, μα όνειρο εθώρουνα


του Μιχάλη Στρατάκη


 

Εξάνοιγα μια γυναίκα απού επούλιε μανουσάκια στη στράτα κι ονειρευόμουνα τον κόσμο όπως τονε θέλω.

«Είδα» να της κοντοσιμώνει ένας γέροντας καμπουριασμένος, που ‘σερνε την κατσούνα του στο σοκάκι και τον έσερνε κι αυτή.

«Πόσα θες για τα μανουσάκια κερά μου;» ερώτηξε τη γυναίκα.
«Όσα θες δώσε μου» του αποκρίθηκε και δυο ποταμοί ευτυχίας ετρέξανε από τα μάθια της, γιατί άλλος κιανείς δεν της είχε σιμώσει όλες τσ’ ώρες απου έστεκε εκειά.

Έβγαλε από την τσέπη του λεφτά ο γέροντας και τση τα ‘δωκε.
«Φτάνουνε ετούτανε;» τηνε ρώτηξε.
«Πολλά είναι. Πάρε τα όλα» του απάντησε.
Εχαμογέλασε ο γεροντής κι έπιασε ένα ματσάκι μανουσάκια.
Τα σίμωσε στη μύτη του, εκάμνησε τα μάθια του, ερούφηξε τη μοσκοβολιά τους, επερίμενε ίσαμε να φτάξει στα φυλλοκάρδια του κι απόις έδωσε το μπουκέτο στη γυναίκα.

«Ε, δε θα τα πάρεις;» τονε ρώτηξε παραξενεμένη.
Ντελόγο ήρθε η απάντηση του.
«Επήρα τα, εμύρισα τα κι εδά σου τα δίνω, γιατί δεν έχω κιανένα άθρωπο εδικό μου να του τα δώσω. Σε σένα τα δίνω, μόνο πάρε τα» τσ’ είπε και ξαναντάκαρε να σέρνει την κατσούνα του και να τον σέρνει κι αυτή στο καλντερίμι.

Η μανουσομαζώχτρα εχαμογέλασε, εμύρισε καμνιώντας τα μάθια της τα μανουσάκια και δεν τα ‘βαλε μαζί με τ’ άλλα, μα στον κόρφο της τα’ βαλε.
Απ’ όνταν εγεννήθηκε, πρώτη βολά άθρωπος τση ‘δινε λουλούδια.

Ξυπνητός ήμουνε, μα όνειρο εθώρουνα.
Κι εμοσκοβόλα τ’ όνειρο μανουσάκια.


Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ