του Μιχάλη Στρατάκη
Αορείτης ντελικανής, μαυροντυμένος, μ’ ένα κλαδί βασιλικό στ’ αφτί του.
Ίδιο ψηλορείτικο χαράκι.
Τον πλησίασε ένας λούστρος.
Τα διπλάσια χρόνια του θα ‘χε.
Στον ένα ώμο του κρεμότανε το κασελάκι του και στον άλλο κουβαλούσε το σταυρό του.
Καμπουριασμένος από τα βάρυτα.
-”Να σου βάψω τα στιβάνια γιε μου;” ερώτηξε το ντελικανή.
Δεν του απάντησε αμέσως.
-”Κάτσε πρώτα να πιείς καφέ κι ύστερα μου τα βάφεις” του ‘πε.
Έκατσε ο λούστρος.
Σαν επόπιε τον καφέ του, έβαλε κατάχαμα το κασελάκι του, έβαλε και το σκαμνάκι του και έπιασε τις βούρτσες.
Ο ντελικανής του μίλησε.
-”Μπορείς να μου τα βάψεις μα να κάθεσαι στην καρέκλα κι όχι στο σκαμνάκι σου;” τον ρώτησε, μ’ ένα βλέμμα που έλεγε πολλά.
Τον ξάνοιξε ο γέροντας παραξενεμένος.
-”Πώς να τα βάψω από την καρέκλα παλικάρι μου; δε μπορώ” του ‘πε.
-”Αμα τα βγάλω, μπορείς;” τον ρώτησε ο ντελικανής.
-”Ετσά, μπορώ” απάντησε ο λούστρος.
Δεν περίμενε άλλη κουβέντα ο ντελικανής.
Έβγαλε τα στιβάνια του και τα’ δωσε στο γέροντα.
-”Εδά, βάψε τα, μα κάτσε επαέ, δίπλα μου” του ‘πε.
Ο γέρο λούστρος δεν αποκρίθηκε, μα φάνηκε πως κατάλαβε.
-”Ανάθεμά με που θα σ’ αφήσω να γονατίσεις ομπρός μου” ψιθύρισε ο ντελικανής και φώναξε τον καφετζή, για να παραγγείλει ένα καραφάκι ρακή, με δυό ποτήρια.
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.