Η θεατρική συγγραφέας Καρίνα Ιωαννίδου, σταθερή συνεργάτης του SPEAKNEWS τα γραπτά της οποίας διαβάζετε κάθε μήνα στην έντυπη έκδοση μας, έδωσε μία πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη στην πολιτιστική ιστοσελίδα Τhessculture και τον δημοσιογράφο Ευθύμιο Ιωαννίδη.
Διαβάστε ολόκληρη την συνέντευξη:
Συνέντευξη: Ευθύμιος Ιωαννίδης
Η Καρίνα Ιωαννίδου γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Η ζωή της είναι συνυφασμένη με το θέατρο. Εργάζεται στο Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων του Κ.Θ.Β.Ε., γράφει θέατρο και έργα της έχουν παρουσιαστεί σε Ελλάδα και Κύπρο. Με σπουδές συγγραφής θεατρικών έργων στην Αγγλία, έχει δώσει από το 1985 έως σήμερα έργα για ενήλικες και παιδιά, διασκευές κ.ά. και έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις και βραβεία. Από το 1996 έχει «ταυτιστεί» με το «Θέατρο Φλέμιγκ», που ίδρυσε ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Γρηγόρης Μήττας. Έργα της έχουν παρουσιαστεί από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, από το Κρατικό Ραδιόφωνο, στο πλαίσιο της εκπομπής «θεατρικές βραδιές», από το Θέατρο της Λεμεσού στην Κύπρο, από το Θέατρο της 25ης Μαρτίου, από το Θέατρο Φλέμιγκ, από το Δημοτικό Θέατρο Σταυρούπολης, από το Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς. Συμμετείχε με έργα της στις εκδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, στη Θεσσαλονίκη, στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Βαφοπουλείου Πνευματικού Ιδρύματος
Η ζωή σου είναι συνυφασμένη με το θέατρο. Υπάρχουν αναντίλεκτα πολλοί ορισμοί για τη λέξη «θέατρο». Εσύ, ωστόσο, ποια οπτική υιοθετείς;
Πέρα από το συμβατικό ορισμό του θεάτρου για τον κάθε έναν από εμάς η ουσία της λέξης διαφέρει και η σχέση μας με το θέατρο ορίζεται διαφορετικά και μοναδικά. Για μένα το θέατρο ορίζει τον τρόπο και την ποιότητα στη ζωή μου. Είναι το «ευ» μου, να ζω όμορφα, και τον «ζην» μου, να «επιβιώνω» πέρα από τον υλιστικό προσανατολισμό της εποχής μας, ώστε να μπορώ να αντιμετωπίζω τα μικρά και μεγάλα προβλήματα της καθημερινότητας, όπως το άγχος, οι προκλήσεις, οι απαιτήσεις, οι απογοητεύσεις με νηφαλιότητα, υπομονή, σεβασμό, ειδικά σήμερα που σε μεγάλο βαθμό όλα μοιάζουν να χάνουν το νόημά τους και που η αξία μας ως λογικών κι ελεύθερων ανθρώπων διαρκώς εκπίπτει. Το θέατρο είναι η κληρονομιά, ο πολιτισμός, η ιστορία, η παιδεία, η τέχνη της «δια-λεκτικής» επικοινωνίας μας με τους συνανθρώπους μας. Έτσι το βιώνω και είμαι ευγνώμων για αυτό.
Αναρωτιέμαι, έχεις μια συγκεκριμένη μέθοδο γραφής, ή η ίδια η γραφή σε παρασύρει; Πόσο επηρεάζουν τη συγγραφή των έργων σου τα θέλω και οι απαιτήσεις του μεγάλου αναγνωστικού κοινού που έχεις δημιουργήσει, και πόσο ελεύθερη αισθάνεσαι μέσα στη συγγραφική διαδικασία;
Διδάχτηκα κανόνες και μεθόδους. Ωστόσο, συχνά, τους αναιρώ, τους «σπάω». Ακολουθώ κυρίως το ένστικτό μου. Γράφω καθοδηγούμενη από το συναίσθημά μου και δε με περιορίζει στο εάν θα γίνω αρεστή ή όχι. Σαφώς με ενδιαφέρει να επηρεάζω θετικά, να εμπνέω, να αγγίζω την ψυχή έστω και ενός αναγνώστη ή θεατή αλλά αυτό δεν είναι αυτοσκοπός για μένα. Γράφω την αλήθεια μου. Γράφω για την αλήθεια γύρω μου όπως εγώ την προσλαμβάνω από τα γεγονότα που συμβαίνουν καθημερινά και μας επηρεάζουν όλους. Η διαδικασία αυτή μου δίνει άπλετη ελευθερία, χαρά, τόλμη, μου δίνει έμπνευση να πλάθω, να μεταπλάθω, να φαντάζομαι, να δημιουργώ το δικό μου μικρό «σύμπαν» -που περιλαμβάνει έμβια και άβια όντα-. Εκεί, μπορώ να «συνομιλώ» μαζί τους, να «ακούω» τις ιστορίες τους και μετά να τις «αφηγούμαι» με δικό μου τρόπο. Όταν γράφω βγάζω αθέατες πτυχές του χαρακτήρα μου, ξεπερνώ την εσωστρέφειά μου, τη φυσική μου δειλία. Σε αυτήν τη συνθήκη δε φοβάμαι να φανώ ευάλωτη, να απογυμνωθώ από πλασματικά στάνταρ ζωής, να «εκτεθώ» δημόσια. Σχήμα οξύμωρο, αλλά ενώ «πελαγώνω», πανικοβάλλομαι στην πραγματική μου ζωή, όταν γράφω γίνομαι θαρραλέα, «ανοιχτή» στο να «μοιράζομαι» σκέψεις, απόψεις, ιδέες, επιθυμίες. Αισθάνομαι σαν να «επιστρέφω» κάτι από όλα όσα έχω πάρει μέσα στο χρόνο καθώς πέρα από τις βιωματικές εμπειρίες, την παρατήρηση του κόσμου και των γεγονότων που διαδραματίζονται γύρω μου αντλώ έμπνευση από όλους τους ανθρώπους που «συναντώ». Μία κουβέντα, μία ατάκα, μία χειρονομία, μία σκέψη, ένα χαμόγελο, ένα δάκρυ, μια καλημέρα, μια καληνύχτα, μια παράσταση γίνονται υλικό, γίνονται το «νήμα» για να «υφάνω» τις ιστορίες μου. Το να «μοιράζομαι» με τους άλλους μου δίνει τεράστια χαρά. Τους άλλους που τελικά είμαστε όλοι εμείς και που καλούμαστε να υπάρξουμε, να συνυπάρξουμε, να δράσουμε από κοινού για να κάνουμε την κοινωνία μας, τη ζωή μας ένα τσακ πιο όμορφη, πιο αληθινή, πιο ανθρώπινη.
Στα έργα σου, οι ήρωες φέρουν πρώτα απ’ όλα σαν ακριβοθώρητο θησαυρό την αλήθεια. Η ελληνική κοινωνία με τις τόσες αναστολές και αρρυθμίες που την κατατρύχουν πόσο έτοιμη φαίνεται να επωμιστεί το βάρος της αλήθειας των πραγμάτων;
Φαντάζει αυτονόητο ότι όλοι θα επιλέγαμε το «θησαυρό» από τους «άνθρακες» σε μια κοινωνία, όμως, τέλεια, επαναστατική, δημιουργική όπου θα επικρατούσε η ισότητα, η δικαιοσύνη για όλους τους ανθρώπους. Στη δική μας όμως, την πραγματική, κανένας μας δεν είναι έτοιμος για την αλήθεια όταν αυτή μας αφορά και μας «πονάει». Αυτή είναι η πραγματική αλήθεια. Όλοι μας συχνά ωραιοποιούμε καταστάσεις, «στρουθοκαμηλίζουμε», ρίχνουμε τα σφάλματά μας στους άλλους, ξεχνώντας πως αυτό το σύνολο που πάντα αποκαλούμε «οι άλλοι» εμπεριέχει και εμάς. Γιατί φοβόμαστε να είμαστε αυθεντικοί, ειλικρινείς, να παραδεχτούμε τις αδυναμίες, τα λάθη, τις αναστολές μας, να είμαστε ανθρώπινοι, μην και φανούμε, τρωτοί και όλο αυτό έχει ως αποτέλεσμα μυστικά και ψέματα να παραμένουν κρυμμένα κάτω από το χαλί κι εμείς να τελματώνουμε, να μην δεν αλλάζει τίποτα, να μην οδηγούμαστε σε φωτεινά μονοπάτια. Για τη δική μας κοινωνία η Αλήθεια είναι κάτι γενικό, αόριστο, απρόσιτο, πολυσήμαντο, χωρίς μνήμη. Αλλά αν δεν υπάρχει «μνήμη» πως θα αλλάξει ο κόσμος μας; Όχι, για να απαντήσω στην ερώτησή σας, θεωρώ πως δεν είμαστε έτοιμοι. Είμαστε όλοι «Σίσυφοι» καταδικασμένοι να σπρώχνουμε ασταμάτητα ένα βράχο έως την κορυφή ενός βουνού, απ’ όπου η πέτρα κατρακυλάει από το ίδιο της το βάρος και ξαναπέφτει… κι η αλήθεια μας ως άλλος «σισύφειος» βράχος, προσκρούει στη σθεναρή αντίσταση του νόμου της βαρύτητας… Η αλήθεια δεν είναι βράχος. Το βάρος των αποκαλύψεών της, όμως, λειτουργεί ως βράχος.
Καρίνα, πώς είσαι αλήθεια η ίδια ως θεατής; Η ιδιότητά σου ως θεατρικής συγγραφέως εκτόπισε άραγε κάπως τη χαρά της εσωτερικής συγκινησιακής φόρτισης από μέσα σου, όπου θεατής, θεώμενος και θέαμα γίνονται Ένα; Σε έχει ωθήσει μήπως η ενασχόλησή σου με τη θεατρική γραφή να έχεις μια ανατομική αντίληψη για το θέατρο;
Ως θεατής είμαι «ανοικτή», πάντα θετικά προδιατεθειμένη και πάντα πάω στο θέατρο με μεγάλη χαρά. Παρακολουθώ θέατρο από νηπιακή ηλικία, το αγαπώ, το θεωρώ εξαιρετική παιδεία και ψυχαγωγία. Όταν πάω να δω μια παράσταση αποστασιοποιούμαι από τη θέση κάποιου που «γράφει» ή εργάζεται στο χώρο αυτό. Αφήνομαι να «ταξιδέψω», να συγκινηθώ, να γελάσω. Δεν έχω καλύτερο από το να δω μία καλή παράσταση! Μπορεί μέσα από την ενασχόλησή μου με το θέατρο να έχουν «οξυνθεί» περισσότερο από έναν απλό θεατή οι αισθήσεις μου, να έμαθα να παρατηρώ πράγματα που ενδεχομένως θα ξέφευγαν από κάποιον άλλο αλλά αυτό δεν εκτόπισε επ΄ ουδενί τη λαχτάρα μου να παρακολουθώ παραστάσεις. Για μένα αυτό που προέχει είναι να «βλέπω» την άποψη, το στόχο, τη δουλειά, τη λεπτομέρεια που κρύβεται πίσω από απ΄ αυτό που παρουσιάζεται επί σκηνής και η θέασή του να μου προξενεί συναισθήματα. Αυτό που έμαθα στο θέατρο είναι ότι στο τέλος πάντα κάτι κερδίζω, ως θεατής, ακόμα και από μία θεωρούμενη κακή παράσταση.
Το τελευταίο σου βιβλίο «Speak up» απαρτίζεται από 35 χρονογραφήματα, τα οποία πρωτοδημοσιεύτηκαν στο περιοδικό SPEAKNEWS. Πού θα μας ταξιδέψει αλήθεια αυτός ο συλλογικός τόμος;
Είναι το πρώτο ουσιαστικά βιβλίο μου γιατί από ανασφάλεια ή εγωισμό, αν θέλετε, δεν ένιωσα ποτέ «έτοιμη» να δω τυπωμένα τα κείμενά μου. Πάντα σκεφτόμουνα πως «τα «γραπτά μένουν» και αυτό με τρόμαζε λίγο. Έτσι δεν «κυνήγησα» εκδοτικούς οίκους, δεν σκέφτηκα να προχωρήσω σε αυτό- έκδοση γιατί ρομαντικά σκεπτόμενη φανταζόμουνα την ημέρα που κάποιος να μου πει «Θέλω να εκδώσω τα γραπτά σου». Κι αυτό ακριβώς συνέβη. Ο Ανδρέας Γερμανός των εκδόσεων «Γερμανός», που είχα να τον συναντήσω από τα εφηβικά μας χρόνια, από τότε που ήμασταν στην ομάδα δημοσιογραφίας, στη ΧΑΝΘ- έγκριτος δημοσιογράφος πια με μεγάλη πορεία στο χώρο της εκπαίδευσης, των εκδόσεων και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, μία φωνή ελεύθερη, ανεξάρτητη σε όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όταν ξεκίνησε την έκδοση του περιοδικού, με αναζήτησε και μου ζήτησε να γράψω κάτι για το 1ο τεύχος. Αυτά συνέβησαν εν μέσω καραντίνας εξαιτίας του κορονοϊού. Από τότε τα κείμενα από 1 γίνανε 35 -αυτά που συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο- και προστίθενται κι άλλα αφού εδώ και τρία και κάτι χρόνια συνεχίζει το περιοδικό SPEAKNEWS να φιλοξενεί κείμενά μου σε μηνιαία βάση. Για μένα ήταν η πρώτη φορά που έγραφα μικρές ιστορίες-μέχρι τότε έγραφα μόνον θέατρο-. Το βιβλίο αυτό είναι ένα δώρο, μία έκπληξη που έφτασε στα χέρια μου από τον εκδότη. Δούλεψε για αυτό ο ίδιος, η σύζυγός του Φωτεινή Γερμανού, ο συνεργάτης του Περικλής Βλάχος και όλη η δημιουργική ομάδα των Εκδόσεων Γερμανός. Το όνειρό μου πραγματοποιήθηκε με τον πιο αναπάντεχο και γλυκό τρόπο. Μέσα από το βιβλίο «ταξιδεύω» με «συνταξιδιώτες» μου τους αναγνώστες σε γεγονότα, εμπειρίες, συναισθήματα, αναζητήσεις, συναντήσεις, προσωπικά και διαχρονικά μαθήματα ζωής. Πρόκειται για ιστορίες που άλλοτε έχουν να κάνουν με όψεις της πραγματικότητας άλλοτε είναι φανταστικές, σουρεαλιστικές, ωστόσο, πιο αληθινές από τις πραγματικές. Με αφορμή το περιοδικό ξεκίνησα να γράφω για πρώτη φορά μικρές ιστορίες-μέχρι τότε έγραφα μόνον θέατρο-. Κάποιες από ιστορίες μου αυτές έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά από την Ελληνοαμερικανίδα συγγραφέα Σοφία Κουίδου Τζάιλς και έχουν «φιλοξενηθεί» στο αμερικανικό περιοδικό The Blue Nib Magazine.
Σε ενδεχόμενη πρόταση να διδάξεις θεατρική γραφή σε κάποιον οργανωμένο φορέα τι θα απαντούσες; Είναι πιστεύεις διδακτή η συγγραφική αρετή ή είναι κάτι που εναπόκειται στο βίωμα του γράφοντος;
Δε θα το έκανα. Αισθάνομαι πως η διδασκαλία σε ανοικτό ακροατήριο δε μου ταιριάζει. Το έκανα για μια και μοναδική φορά για μια ξεχωριστή περίσταση όταν με προσκάλεσε η αγαπημένη φίλη μου και τότε υπεύθυνη του Προγράμματος Προαγωγής Αυτοβοήθειας Θεσσαλονίκης, Άννα Ιωακειμίδου. Και δε θα το έλεγα διδασκαλία αλλά συζήτηση γύρω από το θέατρο με ανθρώπους που απλά, αγνά και με ανιδιοτέλεια αγαπούσαν το θέατρο. Προχωρήσαμε μαζί σε μία άσκηση θεατρικής γραφής. Τους έδωσα τρεις λέξεις και γράψαμε όλοι μας τη δική μας μικρή ιστορία όπου και όπως μας οδηγούσαν οι τρεις λέξεις «κλειδιά». Όταν έφτασε η ώρα να τις διαβάσουμε ήτανε απρόσμενα καλές οι ιστορίες τους, τόσο διαφορετικές, τόσο αληθινές, τόσο ζωντανές. Ίσως, επειδή δεν έγραψαν σαν «συγγραφείς», ίσως επειδή βάλανε την ψυχούλα τους, ίσως, επειδή δεν ήταν «κατασκευή» ήτανε η αλήθειά τους. Ομολογώ πως με εξέπληξαν τόσο που όταν ήρθε η σειρά μου να διαβάσω τη δική μου ιστορία- δε σας κρύβω πως ντράπηκα λίγο-. Αυτή ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση που μου χάρισε μια μοναδική εμπειρία με ξεχωριστούς ανθρώπους, μαχητές που δίνανε εκείνο το διάστημα τον δικό τους αγώνα απεξάρτησης.
Όταν μου ζητάνε συμβουλές ή tips θεατρικής γραφής τους λέω πρώτα να ανατρέξουν στον Αριστοτέλη που υπήρξε ο πρώτος που έδωσε τεχνικές οδηγίες προς τους επίδοξους ποιητές στο έργο του -Περί Ποιητικής-.
«Δε με νοιάζει ποιητή η πηγή της έμπνευσής σου, το έργο σου με ενδιαφέρει.
Δε με νοιάζουν οι χαρακτήρες που φέρεις επί σκηνής, αν είναι πρωτότυποι, αν είναι επανάληψη κάποιων προηγούμενων, το ήθος που διδάσκεις με ενδιαφέρει.
Δε νοιάζομαι διόλου για το αν έχεις προβλήματα με την παλλακίδα σου ή το μειράκιόν σου, δεν ενδιαφέρομαι για τους φίλους σου, για την παρεούλα σου. Θέλω από σένα ένα έργο που θα μείνει».
Πιστεύω στο ταλέντο, στη βαθιά σύνδεση με ό,τι υπάρχει γύρω μας, στη μικρή ακαθόριστη λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά. Ο κάθε ένας δουλεύει διαφορετικά, σωρεύοντας μέσα του ακατέργαστο υλικό βιωματικό ή υλικό παρατήρησης, το μετατρέπει σε σκέψεις, συναισθήματα, ιδέες, το βάζει σε τάξη, του δίνει σχήμα και μορφή, του δίνει το νόημα.
Ένας συγγραφέας γράφει άραγε για το κοινό του, για τον εαυτό ή και για τα δύο; Συνιστά ουσιαστικά μια λύτρωση για τον λογοτέχνη η συγγραφή, δηλωτικό ότι υπάρχουν πρωτογενή οφέλη για τον συγγραφέα; Εν ολίγοις Καρίνα, γιατί γράφεις, το έχεις απαντήσει;
Για μένα το να γράφω είναι ένα παιχνίδι του μυαλού και της ψυχής. Γράφω για να «δραπετεύω» από την πεζή καθημερινότητα. Κάθε φορά ξεκινάω ένα καινούριο συναρπαστικό «ταξίδι» προς το άγνωστο, «βουτάω» εντός μου, «αφουγκράζομαι» γύρω μου κι όταν αυτό το «ταξίδι» μετά από πολλά στάδια ολοκληρωθεί αισθάνομαι την ανάγκη να «μοιραστώ» την εμπειρία μου με τους άλλους. Το να γράφω είναι για μένα τρόπος ζωής, αντίληψης του κόσμου που με περιβάλει, παρατήρησης του εαυτού μου με τελικό στόχο την αυτοσυνείδησή μου.
Ολοκληρώνοντας τη συνέντευξη, θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας μία χρήσιμη συμβουλή που σου έδωσαν κάποτε;
Η πιο χρήσιμη συμβουλή που πήρα αφορούσε στο να μάθω να «σβήνω» όχι να γράφω. Να μάθω να «σκοτώνω» τα αγαπημένα μου παιδιά». Να μην ενδίδω στη λεξιλαγνεία, στα καλλωπιστικά επίθετα που αντί να αναδείξουν την ομορφιά, την «κουράζουν», τη «σκοτώνουν», στις μακροσκελείς περιγραφές που φέρνουν «χασμουρητά»… στην «πρόσθεση» που «αφαιρεί» τη δύναμη από την ουσία των πραγμάτων. Κρατάω ως θησαυρό τρεις λέξεις: απλότητα, ευγένεια, ευγνωμοσύνη.
Πηγή: thessculture.gr/