Του Κωνσταντίνου Π. Γκιουλέκα*
Πολλή συζήτηση έχει προκαλέσει το νομοσχέδιο, το οποίο συζητείται αυτές τις ημέρες στην Βουλή, για την ενίσχυση του δημοσίου πανεπιστημίου και για το πλαίσιο λειτουργίας μη κρατικών μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων. Το σχέδιο νόμου αυτό αποτελείται από 205 άρθρα, εκ των οποίων τα 179 είναι ρυθμίσεις για την ενίσχυση των δημοσίων πανεπιστημίων και ένα μέρος του, αποτελούμενου από 26 άρθρα, ρυθμίζει την εγκατάσταση και την λειτουργία μη κρατικών μη κερδοσκοπικών ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα.
Ακούστηκαν διάφορες απόψεις και προκλήθηκαν πολύ έντονες συζητήσεις για το ζήτημα αυτό ενώ συνεχίζονται και οι διαμαρτυρίες των διαφωνούντων.
Σε ό,τι αφορά στο τυπικό μέρος της εναρμόνισης του παρόντος νομοσχεδίου με τον Συνταγματικό Χάρτη της χώρας διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις, που είτε συμφωνούν είτε διαφωνούν με τις προτεινόμενες από την Κυβέρνηση ρυθμίσεις. Η εισαγωγή του θεσμού των μη κρατικών μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων βρίσκει αντίθετους πολλούς από την ημεδαπή πανεπιστημιακή κοινότητα. Βρίσκει, όμως, σύμφωνους και πολλούς έγκριτους συνταγματολόγους, όπως το Νίκο Αλιβιζάτο, τον Ευάγγελο Βενιζέλο, τον Αντώνη Μανιτάκη και άλλους, οι οποίοι, φυσικά, δεν μπορούν να υπολογιστούν στους υποστηρικτές της σημερινής Κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Σε ό,τι αφορά στο ουσιαστικό μέρος προκύπτει έντονα το ερώτημα και το δίλημμα εάν θα πρέπει η Ελλάδα να συνεχίσει να αποτελεί την μοναδική παγκοσμίως εξαίρεση – μη συνυπολογιζόμενων κάποιων κρατών με ιδιόμορφα καθεστώτα, όπως η Βόρεια Κορέα – στην οποία έως σήμερα δεν επιτρέπεται η λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων ή αν θα πρέπει να εισαγάγει αυτόν τον θεσμό, σπάνοντας ένα κατεστημένο πολιτικών και ιδεολογικών προκαταλήψεων. Δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων φεύγουν στο εξωτερικό για τις σπουδές τους είτε διότι δεν καταφέρνουν να εισαχθούν στα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια είτε διότι προτιμούν να φύγουν στο εξωτερικό χωρίς να υποστούν την γραπτή διαδικασία της εισαγωγής σε αυτά, για να σπουδάσουν σε σχολές της επιλογής τους. Σήμερα, πολλά Ελληνόπουλα σπουδάζουν στην Πρίστινα, την Σόφια, το Βελιγράδι, το Βουκουρέστι, την Μπρατισλάβα και σε πανεπιστήμια άλλων χωρών του εξωτερικού με ό,τι αυτό συνεπάγεται οικονομικά για τις οικογένειές τους. Οι τελευταίες υφίστανται μια οικονομική αιμορραγία προκειμένου να καταφέρουν να σπουδάσουν τα παιδιά τους.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι διττό: πρώτον, εάν μπορεί η Ελλάδα να γίνει ένα κέντρο Παιδείας για την ευρύτερη περιοχή, με την ενίσχυση των υπαρχόντων δημοσίων πανεπιστημίων της χώρας, αλλά και την παράλληλη λειτουργία ξένων μη κρατικών πανεπιστημίων. Δεύτερον, εάν αντί να σπουδάζουν τα παιδιά μας στο εξωτερικό, να παραμένουν και να σπουδάζουν στην χώρα μας αλλά και να έρχονται για σπουδές τα παιδιά από την Πρίστινα, την Σόφια, την Λευκωσία κ.α. Η Ελλάδα θα μπορούσε κάλλιστα να ανταγωνιστεί στον τομέα της εκπαίδευσης τις χώρες, στις οποίες βρίσκονται αυτά τα πανεπιστήμια και να προσελκύσει φοιτητές από διάφορες χώρες, προσφέροντάς τους υψηλού επιπέδου εκπαιδευτικές υπηρεσίες.
Το ζητούμενο είναι αυτό να λειτουργήσει με συγκεκριμένους όρους. Να συνεχιστεί, ως απόλυτη προτεραιότητα, η ενίσχυση και η αναβάθμιση των εγχώριων δημοσίων πανεπιστημίων και να λειτουργήσουν τα παραρτήματα των ξένων πανεπιστημίων εδώ με πολύ αυστηρές προϋποθέσεις σε ό,τι αφορά στον τρόπο λειτουργίας (κτιριακές εγκαταστάσεις, κ.α), στα προγράμματα και το επίπεδο σπουδών, στο εκπαιδευτικό, διοικητικό και τεχνικό προσωπικό.
Όλα αυτά ρυθμίζονται επακριβώς, με την θέσπιση ενός πολύ αυστηρού πλαισίου για τον τρόπο λειτουργίας αυτών των παραρτημάτων. Η αντίδραση που παρατηρείται κυρίως από τα δυο μεγαλύτερα κόμματα της Αντιπολίτευσης είναι εντελώς προσχηματική και υποκριτική.
Στον μεν ΣΥΡΙΖΑ, ο ίδιος ο Αρχηγός του, ο Στέφανος Κασσελάκης, σπούδασε σε μη κρατικό πανεπιστήμιο στην αλλοδαπή, ο δε επικεφαλής της ομάδας των ευρωβουλευτών του Όθωνας Ηλιόπουλος είναι Καθηγητής σε ένα τέτοιο μη κρατικό πανεπιστήμιο. Όπως συμβαίνει και με πολλά επιφανή στελέχη είτε του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης είτε του αποσχισθέντος τμήματος του ΣΥΡΙΖΑ, που απετέλεσε την Νέα Αριστερά, όπως ο Ευκλελίδης Τσακαλώτος κ.α. Μάλιστα, αυτοί που κόπτονται για την τύχη των δημοσίων πανεπιστημίων και αντιτίθενται στη νέα μεταρρύθμιση πιστώνονται το γεγονός ότι, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνούσε την Ελλάδα, μείωσαν σημαντικά τις χρηματοδοτήσεις προς τα δημόσια πανεπιστήμια ενώ, αντίθετα, αυξήθηκαν, επί των ημερών τους, τα μεταπτυχιακά τμήματα με την καταβολή διδάκτρων!
Στο δε ΠΑΣΟΚ, οι παλινωδίες είναι αποκαλυπτικές, για τον τόπο με τον οποίον χειρίζονται το όλο θέμα. Ο πρώην Αρχηγός του ΠΑΣΟΚ και πρώην Πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου είχε ταχθεί ανοιχτά υπέρ της ίδρυσης όχι μόνον παραρτημάτων αλλά ολόκληρων ξένων μη κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα. Ο σημερινός Αρχηγός του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο δήλωνε ότι το κόμμα του δεν θα αντιταχθεί στην λειτουργία μη κρατικών μη κερδοσκοπικών Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων στην χώρα μας. Και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, μόλις προ ολίγων εβδομάδων, διατύπωναν την θέση τους ότι θα ψηφίσουν αυτή τη νομοθετική πρωτοβουλία της σημερινής Κυβέρνησης. Τώρα, εντελώς όψιμα και προσχηματικά, το ΠΑΣΟΚ καταψηφίζει την μεταρρύθμιση. Επειδή, όμως, υπάρχουν πολύ σοβαρές και έντονες διαφωνίες από αρκετά στελέχη του, ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ αναγκάζεται να επιβάλλει κομματική πειθαρχία, προκειμένου να εξασφαλίσει την ευθυγράμμιση των βουλευτών του προς την τελική επιλογή του.
Εάν όλα αυτά δεν συνιστούν, δεν προδίδουν έντονη πολιτική υποκρισία και επιδίωξη μικροκομματικών οφελών, τότε θα πρέπει τα δυο αυτά κόμματα της Αντιπολίτευσης να εξηγήσουν, με πειστικό τρόπο, στον ελληνικό λαό την στάση τους. Ωστόσο, θα πρέπει να εξηγήσουν και πως συμβιβάζουν τα ασυμβίβαστα και αντιτίθενται, για άλλη μια φορά, σε μια απαραίτητη και αναγκαία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα.
*Βουλευτή Θεσσαλονίκης, π. Υπουργού, π. Προέδρου Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Eξωτερικών Yποθέσεων της Βουλής
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.