Του Δημήτρη Προβάδου
«Το βράδυ θα περάσω να πάμε για παραγάδι. Κοίτα να είσαι έτοιμος», μου είπε ο καπετάν-Νικόλας όταν γύρω στη μία το μεσημέρι έφυγε απ’ το καφενείο της Μπούκας για το σπίτι του.
«Εν τάξει καπετάνιο. Θα είμαι». Απάντησα όλος χαρά και προσμονή για την πρόταση.
Έκανα διακοπές στο μικρό νησί της Κάσου, στα Δωδεκάνησα και έψαχνα ευκαιρίες να γνωρίσω τους κατοίκους του και τη ζωή τους. Η ευκαιρία που μου έδινε ο καπετάν-Νικόλας, φάνταζε στο μυαλό μου σπουδαία. Τι καλύτερο να βρεθείς μαζί με έναν κάτοικο του νησιού και μάλιστα σε ώρα δουλειάς. Μου δινόταν η ευκαιρία, να «δουλέψω» μαζί του, να μιλήσουμε για τις δυσκολίες της δουλειάς του και για την καθημερινότητα του νησιού του, ιδιαίτερα τους χειμωνιάτικους μήνες που απομένουν μόνοι οι λιγοστοί κάτοικοι του νησιού, χωρίς τους θορυβώδεις παραθεριστές και τη ζωντάνια που του δίνουν.
Πήγα στο κατάλυμα που νοίκιαζα, αφού πέρασα από το μαγέρικο και έφαγα τις νοστιμότατες σουπιές με το μελάνι τους, που χρωμάτιζε με το σκούρο χρώμα του, το πιλάφι που τις συνόδευαν. Παράγγειλα να με ξυπνήσουν το απόγευμα στις έξι και ξάπλωσα για την μεσημεριανή σιέστα μου που σήμερα θα διαρκούσε περισσότερο, λόγω του ξενυχτιού που προβλεπόταν στο απέναντι ακατοίκητο νησάκι, τα Αρμάθια, από την ώρα που θα είχαμε ρίξει τα αγκίστρια στη θάλασσα, μέχρι το ξημέρωμα που θα τα μαζεύαμε γεμάτα με τα ασημένια ή τα κόκκινα ψάρια, όπως ήλπιζα.
Ήρθε η ώρα που θα βγαίναμε για το παραγάδι. Ξεκίνησα για το λιμανάκι της Μπούκας. Ο καπετάν-Νικόλας ήταν εκεί και με περίμενε. Πήδηξα στο καΐκι. Ο καπετάνιος έβαλε μπρος τη μηχανή, κάθισε στο τιμόνι και ξεκινήσαμε. Σε λίγο φάνηκε ο φάρος του μικρού αεροδρομίου, καβατζάραμε τον κάβο, περάσαμε ανοιχτά από τον Άγιο Γεώργιο και την Αμμούδα και πήραμε ρότα για τον προορισμό μας ανάμεσα στα παρακείμενα μικρά νησάκια Μακρά και Αρμάθια, με τις ωραίες αμμουδερές παραλίες και τη ζαφειρένια θάλασσα.
Μόλις ανοιχτήκαμε λίγο ο καπετάν-Νικόλας έριξε τις στροφές της μηχανής και το καΐκι μείωσε ταχύτητα. Αρχίσαμε να καλάρουμε το παραγάδι στους γόνιμους πάγκους του βυθού που ήξερε ο καπετάνιος. Αφού τελειώσαμε αφήσαμε και το τελευταίο καλαδούρι, ανοίξαμε ταχύτητα και σε λίγο μπαίναμε στο μικρό λιμανάκι των Αρμαθιών, όπου και θα δέναμε μέχρι την ώρα που θα ξεκινούσαμε για το μάζεμα του παραγαδιού.
Βγήκαμε αφού σιγουρέψαμε πρώτα το καΐκι να περπατήσουμε λιγάκι για να ξεμουδιάσουμε. Τα ερείπια του εγκαταλελειμμένου χωριού μας υποδέχθηκαν με την τραγικότητα που τους έπρεπε, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Το φεγγάρι κοιμόταν αλλού και μόνο τα αστέρια και η φωτεινή αστερόσκονη του γαλαξία φώτιζαν το σκοτάδι, μαζί με τους φακούς μας.
Έχουν μια τραγικότητα τα γκρεμισμένα σπίτια. Οι πέτρες τους, τα σπασμένα κασώματα, ως χαίνοντα στόματα και οι σκιές των ανθρώπων που έζησαν σε αυτά, που διηγούνται την περασμένη ζωή τους με τις χαρές και τις λύπες που έζησαν σε αυτά.
Φτάσαμε έως την υφάλμυρη λίμνη στο κέντρο του νησιού, αφού επισκεφτήκαμε το εκκλησάκι της «Ποπαντούλλας» Υπαπαντής, που μέσα στο σκοτάδι της νύχτας φάνταζε μαγικό και ολοφώτεινο, από την αντιφεγγιά του ασβέστη. Γυρίσαμε στο καΐκι πεινασμένοι και διψασμένοι. Το ξενύχτι που προβλεπόταν έως την αναχώρησή μας ήταν μακρύ και απαιτούσε φαΐ, πιοτό και κουβέντα.
Καθίσαμε στην κουβέρτα του καϊκιού και ανοίξαμε τα φαγητά που είχαμε φέρει μαζί μας. Αρμυροτύρι, ελιές μικρές κασιώτικες, παστές μένουλες, τομάτες ψωμί, νερό και το απαραίτητο μπουκάλι με τη ρακή.
Αρχίσαμε να τρώμε με όρεξη τα φτωχικά, αλλά νόστιμα εδέσματα. Αφού χορτάσαμε την πείνα μας, ήρθε η ώρα της ρακής και της κουβέντας.
«Για πες καπετάν-Νικόλα μια ιστορία από το νησί σου την Κάλυμνο»
Ο καπετάνιος ξερόβηξε, ήπιε μια γερή γουλιά ρακή από το μπουκάλι, με κοίταξε με πολύ σοβαρό βλέμμα και είπε:
«Θα σου κάνω μια ιστορία παλιά για μια γυναίκα. Δεν ήταν από τον τόπο μου, μα ίσως με αφορμή αυτή να γράφτηκε και τραγούδι. Μα κι αν δεν είναι όπως λένε για αυτή την συγκεκριμένη γυναίκα η ιστορία, της ταιριάζει, όπως ταιριάζει σε όλες τις γυναίκες των νησιών που η θάλασσα τους πήρε τον άντρα.
Ήταν νέα η Εργινούλα, νέα και όμορφη. Φλεβάρης μήνας ήταν όταν την έφερε στο νησί νύφη ο Βαλάντης το καπετανόπουλο. Ο πατέρας του, ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει, ήταν μεγάλος άρχοντας στο νησί. Με καΐκια δικά του, που κούρσευαν το βυθό της Μπαρμπαριάς για σφουγγάρια. Τέσσερα καΐκια σφουγγαράδικα και δύο ντεπόζιτα είχε στη δούλεψή του. Οι άνθρωποι που δούλευαν σε αυτά, καπετανέοι, μηχανικοί, κολαουζέριδες*, έπιναν νερό στ’ όνομά του. Τόσο καλός άνθρωπος ήταν. Σε κάθε δυσκολία της ζωής τους ήταν εκεί, βοηθός και συμπαραστάτης τους.
Έπρεπε ο Βαγγέλης ο παλιός μηχανικός του, τον χτύπησε η μηχανή και τον άφησε παράλυτο από την αριστερή μεριά, να παντρέψει την κόρη του τη Ερηνούλα; Να την προικίσει και να μπει κουμπάρος ο καπτα-Κωνσταντής. Το παιδί του Γιάννη του Σόλικου, να κάνει εγχείρηση σκοληκοειδίτη; Ο καπτα- Κωνσταντής να το στείλει στην Αθήνα και να πληρώσει τα έξοδα της εγχείρησης, γιατρούς κ.λπ.
Τον αγαπούσαν και τους αγαπούσε.
Μια οικογένεια είμαστε βρε, τους έλεγε και το εννοούσε.
Οι χαρές και τα γλέντια που έγιναν με την άφιξη της Εργίνας στο νησί, δεν περιγράφονται. Έλαμπε από ομορφιά το κορίτσι και από τη χαρά του ο Βαλάντης, όσο για το γέρο-καπετάνιο, γελούσαν και τα μουστάκια του. Και πίστεψέ με τα είχε μπόλικα». Γέλασε με το χωρατό για τα μουστάκια του γέρου και συνέχισε τη διήγηση: «Αφού έγιναν τα γλέντια του καλωσορίσματος της Εργίνας και οι αρραβώνες, το κορίτσι πήγε να μείνει στο σπίτι της θείας του της Μαριγούλας, νύφη κι αυτή στο χωριό και τώρα χήρα, μέχρι να φύγουν τα σφουγγαράδικα για την Μπαρμπαριά, να γυρίσουν με το καλό, να γυρίσει κι ο αρμαστός** της που καπετάνευε σε ένα από τα καΐκια του πατέρα του τον Ταξιάρχη και να γίνουν με το καλό οι γάμοι τους τον χειμώνα.
Έννοια σου βρε νύφη, και η εκκλησιά του Χριστού, δε θα φύγει από τη θέση της. Άμα με το καλό γυρίσει ο Βαλάντης μου, θα σας παντρέψω να ησυχάσετε και οι δυο. Νομίζεις δεν βλέπω τις ματιές που ρίχνετε ο ένας στον άλλον;
Έτσι πείραζε την αρμαστή του γιού του ο καπετάνιος κι εκείνη γινόταν κόκκινη σαν παπαρούνα, κατέβαζε τα μάτια της και ψέλλιζε.
«Τι είναι αυτά που λέτε πατέρα, με κάνετε και ντρέπομαι».
Τον Μάρτη ξεκίνησαν οι προετοιμασίες του ταξιδιού. Να κλειστούν τα συμβόλαια με τα πληρώματα, να δοθούν τα πλιάτικα***, να ετοιμαστούν ο καβουρμάς και οι γαλέτες που θα αποτελούσαν το κύριο φαγητό για τα σφουγγαράδικα πληρώματα, η κουμπάνια, για έξι μήνες, να μαζευτούν τα εργαλεία της δουλειάς, κ.λπ.
Ο Απρίλης, μήνας της αναχώρησης του καλού της και των άλλων σφουγγαράδων από το νησί, ήρθε και μαζί με αυτόν και η αγωνία στην καρδούλα της Εργίνας. Παραμονή που θα έφευγε ο καλός της την αποχαιρέτησε επισκεπτόμενος το σπίτι της θείας της. Βλέπεις είναι γρουσουζιά να είναι οι γυναίκες παρούσες στον αγιασμό και στην αναχώρηση του καϊκιού.
Την αποχαιρέτησε και πήγε να βρει τους άλλους που τα έπιναν από νωρίς στο καπηλειό, για να διασκεδάσουν τους κινδύνους που θα αντιμετώπιζαν και να πνίξουν τον καημό του αποχωρισμού με τους δικούς τους στο κρασί.
Ανάθεμα τα νιάτα μου, κρίμα τη λεβεντιά μου, βλέπω να φεύγει μου η ζωή και καίγεται η καρδιά μου. Βάλε να πιούμε κάπελα, του χρόνου ποιος το ξέρει, για θα πεθάνω για θα ζω για θα ‘μαι σ’ άλλα μέρη, τραγουδούσαν.
Την επομένη μετά τον αγιασμό, κάρφωσαν την εικόνα του προστάτη μας του Αγίου Νικόλα στο δοιάκι**** και ξεκίνησαν για το μακρύ ταξίδι ίσαμε την Μπαρμπαριά, το μάζεμα του σφουγγαριού με τους χίλιους κινδύνους και τις κακουχίες.
Αφού λύσανε τα σχοινιά τα σφουγγαράδικα και ανοίχτηκαν οι γυναίκες και οι άντρες που έμεναν πίσω με τη θλίψη ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους, χαιρετούσαν τα καΐκια που έφευγαν. Οι σφουγγαράδες ανεβασμένοι στα κατάρτια χαιρετούσαν κι αυτοί κουνώντας άσπρα μαντήλια. Μέσα στο πλήθος η Εργίνα με τον πατέρα του καλού της κουνούσε το άσπρο μαντήλι της και έκλαιγε ψιθυρίζοντας στο καλό, καλέ μου, στο καλό. Να γυρίσεις γερός πίσω κι εσύ και όλοι οι άνθρωποί μας. Όλοι γεροί, κανένας σακάτης, κανένας χτυπημένος από τη μηχανή*****.
Γύρισε στο σπίτι, έβγαλε το ανοιχτόχρωμο τσεμπέρι που φορούσε, το άλλαξε με μαύρο που θα φορούσε για όσο καιρό θα έλειπε ο Βαλάντης της, σήκωσε τις κοτσίδες της ένα γύρω πάνω από το κεφάλι της σα δείγμα της θλίψης της».
«Γιατί καπετάνιε μάζεψε τις κοτσίδες ψηλά»; Ρώτησα διακόπτοντας την διήγηση του καπτα-Γιάννη.
«Μα για να δείξει το πένθος της που έφευγε ο άντρας της όπως έκαναν όλες οι γυναίκες του νησιού» μου αποκρίθηκε αυτός.
«Θα έκανε μήνες να τον δει. Θα έχει νέα του μόνο όποτε θα ερχόταν το πακέτο, το καΐκι που θα έφερνε τα σφουγγάρια και την αλληλογραφία των σφουγγαράδων, δηλαδή. Φύλαγέ τον Άγιε μου Νικόλα γερό κι εγώ θα ρχομαι στο ξωκλήσι σου να σου ανάβω τα καντήλια κάθε μέρα παρακαλούσε η Εργίνα το θαλασσινό Άγιο.
Πέρασαν οι μήνες, με αγωνίες κάθε που φρεσκάριζε ο καιρός, με αναμονές κάθε που έρχονταν το καΐκι με τα σφουγγάρια και τα γράμματα των σφουγγαράδων και τη λαχτάρα του ξανασμιξίματος των ξενιτεμένων με τους δικούς τους. Καλή η σοδειά της θάλασσας. Έδινε μπόλικα σφουγγάρια και φέτος. Καλά θα πάνε τα κέρδη απ’ το εμπόριο, θα πληρωθούν οι έμποροι τα βερεσέδια τους, θα γίνουν γάμοι και βαφτίσεις με την επιστροφή των σφουγγαράδικων στο νησί , όπως και σε όλα τα νησιά που ασχολούνται με την σπογγαλιεία.
Έφτασε ο Σεπτέμβρης. Άρχισαν σιγά, σιγά να επιστρέφουν τα σφουγγαράδικα και μαζί με τη χαρά της επιστροφής επισκέφτηκε τις καρδιές και η αγωνία για την τύχη των σφουγγαράδων.
Θα γυρίσει γερός ο Μανώλης; Θα γυρίσει ζωντανός ο Γιάννης;
Αυτά τα ερωτήματα κατέτρωγαν αυτούς που μείναν στο νησί και καρτερούσαν το γυρισμό των ανθρώπων τους.
Πρωΐ, πρωΐ, χτύπησε η πόρτα της Εργίνας. Άνοιξε αλαφιασμένη και αντίκρυσε τον αναψοκοκκινισμένο γιο της Θεοδόσενας που ήρθε τρέχοντας να της πει τα ευχάριστα και να πάρει τα συχαρίκια.
Ήρθε, ήρθε ο καπετάνιος. Τώρα δα ο αχταρμάς του, το καΐκι δηλαδή με την μηχανή για την σπογγαλιεία.
Έδωσε στο παιδί ένα ασημένιο τάλιρο για συχαρίκια η Εργίνα και βιάστηκε να ετοιμαστεί να κατεβεί να προϋπαντήσει τον καλό της. Φόρεσε το άσπρο της μαντήλι στο κεφάλι και με αγωνία και λαχτάρα κατέβηκε τρέχοντας τον κατήφορο μέχρι το λιμάνι.
Κόσμος πολύς μπρος από τον Ταξιάρχη, γυναίκες, παιδιά, γέροι και γριές να φιλάνε τους δικούς του ανθρώπους που γύρισαν γεροί και να μην χορταίνει. Έπεσε στην αγκαλιά του και τράβηξαν μαζί για το πατρικό του Βαλάντη. Σ όλο το δρόμο έλαμπε το πρόσωπό της από χαρά κι αυτό την έκανε ακόμα πιο όμορφη απ’ ό,τι ήταν.
Οι γάμοι τους έγιναν το Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς. Όλο το νησί ήταν εκεί και γλέντησε με τη ψυχή του. Το ζευγάρι, ο Βαλάντης και η Εργίνα έλαμπαν από ευτυχία. Η ευτυχία τους συμπληρώθηκε από το νέο ότι σε τρεις μήνες απ’ το γάμο τους η Εργίνα έμεινε έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν. Το σπιτικό τους ήταν ευλογημένο από τον Θεό και από τις μοίρες.
Φούσκωνε η κοιλίτσα της Εργίνας, φούσκωναν και οι ελπίδες του γέρο-καπετάνιου του Κωνσταντή, πως το παιδί θα είναι αρσενικό και θα του δώσουν τ’ όνομά του.
Με αυτά και με αυτά πέρασαν οι μήνες και ήρθε η ώρα της προετοιμασίας για την καινούρια εκστρατεία των σφουγγαράδικων στη Μπαρμπαριά. Πέρασαν οι μήνες, μαζευτήκαν οι κουμπάνιες, μαζεύτηκαν τα τσούρμα κι ήρθε και πάλι η σκληρή μέρα του αποχωρισμού.
Μη φεύγεις Βαλάντη μου, είδα κακό όνειρο, παρακαλούσε η Εργίνα τον άντρα της. Μείνε μαζί μου να χαρείς τη γέννηση του πρώτου μας παιδιού, διπλοπαρακάλεσε. Τίποτα αυτός.
Μη βάζεις κακό με το νου σου Εργίνα μου και δεν παθαίνω τίποτα της απαντούσε και έσκαγε στα γέλια με τους φόβους της.
Έφυγαν τα καΐκια και έμεινε πάλι δίχως άντρες το νησί, να αγωνιούν οι γυναίκες και να περιμένουν τους ξενιτεμένους τους να γυρίσουν γεροί. Περίμενε και η Εργίνα να γυρίσει ο Βαλάντης της. Σεπτέμβρη θα γεννούσε, Σεπτέμβρη θα γύριζε κι ο καλός της. Διπλή γιορτή.
Όλο αυτό το διάστημα, ο καπετάν-Κωνσταντής απαίτησε να πάει να μείνει η Εργίνα στο σπίτι του. Να ‘χει, βρε αδερφέ, κάποιον να τη βοηθάει στην κατάσταση που είναι, έλεγε και έστριβε το μουστάκι όλο χαρά που θα του κάνει η νύφη του τον εγγονό. Δεν είναι και μικρό πράγμα, μπορεί να έζησε, να δούλεψε, να πλούτισε, αλλά η χαρά του νέου παιδιού που θα έχει τ’ όνομά σου, δεν είναι μικρή. Για τον γέρο-καπετάνιο, ήταν η μεγαλύτερη.
Περνούσαν οι μήνες της μοναξιάς και μεγάλωνε η κοιλιά της Εργίνας, μεγάλωνε και η αγωνία της για τον ξενιτεμένο άντρα της.
Οι μέρες περνούσαν και οι μέρες που θα γινόταν μητέρα πλησίαζαν. Λίγες μέρες ακόμα και μπήκε ο Σεπτέμβρης, λίγες μέρες ακόμα και θα γεννούσε το πρώτο της παιδί.
Φως φανάρι, αγόρι θα είναι, βλέπω εγώ την κοιλιά της που είναι χαμηλά, έλεγε η κυρά Μάρω η μαμή και δώστου να στρίβει όλος χαρά ο γέρο-καπετάνιος το μουστάκι του και να κερνά στον καφενέ.
Έφτασε η μέρα που το καΐκι του καπετάν-Σωτήρη γύρισε πρώτο στο νησί κι έφερε το μαύρο μαντάτο, που να μην έσωνε, να το φέρει: Ο Ταξιάρχης βυθίστηκε και ανάμεσα στους χαμένους ήταν κι ο καπετάν-Βαλάντης, που μέχρι την τελευταία στιγμή προσπαθούσε να το σκαρώσει στην ακτή της Μπαρμπαριάς που ήταν απέναντί του, μα δεν τα κατάφερε, το καΐκι τον πήρε μαζί του στο βυθό. Έψαξαν, φώναξαν, βούτηξαν, τίποτα κανένα ίχνος του δεν βρέθηκε. Το υπόλοιπο πλήρωμα σώθηκε και θα γυρίσει με τα καΐκια που θα γυρίσουν στο νησί. Εμείς φέραμε το γιο της χήρας της Ανέσταινας και τον άντρα της Βαγγελιώς, το Σωτήρη.
Το νέο έπεσε σαν κεραυνός στο σπίτι του γέρο-καπετάνιου. Η Εργινούλα μαυροφόρεσε και έκλαιγε μέρα νύχτα για τον Βαλάντη της, αλλά και για το έρμο το μωρό της που θα γεννιόταν και θα μεγάλωνε χωρίς να χαρεί τον πατέρα του.
Ο καπτα-Κωνσταντής κόντεψε να χάσει τα λογικά του. Δεν ήξερε ποιον να πρωτοπαρηγορήσει, τον εαυτό του, την γυναίκα του ή την Εργίνα που σε λίγες μέρες θα έφερνε στον κόσμο το εγγονάκι του. Και τι μέρες ήταν αυτές που από χαρούμενες, έγιναν μέρες θλίψης, θα γίνονταν πάλι χαράς, όταν θα γεννιόταν το εγγόνι του;
«Και τι απέγινε καπετάνιο»; Ρώτησα όλος αγωνία για την συνέχεια. «Ποιο είναι το τραγούδι και που κολλάει σε αυτή τη θλιβερή ιστορία ένα τραγούδι»;
«Μα τα τραγούδια που βγάζει ο λαός, δεν είναι μόνο χαρούμενα, έχει και θλιβερά τραγούδια η δημοτική μας μουσική. Άλλωστε όπως ξέρεις κι εσύ, το τραγούδι πάντα συνοδεύει τον λαό μας είτε στα χαρούμενα, είτε στα λυπητερά». Μου αποκρίθηκε.
«έχει πάρει το αυτί σου εκείνο το τραγούδι που λέει ετούτα τα λόγια; Θάλασσα τους θαλασσινούς, θαλασσάκι μου, μην τους θαλασσοδέρνεις, θαλασσάκι μου και φέρε το πουλάκι μου». Και λέει παρακάτω: Κι η κοπελιά είναι μικρή, θαλασσάκι μου και δεν της παν’ τα μαύρα θαλασσάκι μου και φέρε το πουλάκι μου»;
«Ναι το έχω ακούσει», του αποκρίθηκα. «Και τι σχέση έχει αυτό με την ιστορία μας, για την Εργίνα γράφτηκε»;
«Δεν ξέρω αν γράφτηκε αποκλειστικά για την Εργίνα, αλλά είμαι σίγουρος ότι γράφτηκε για όλα τα κορίτσια, τις γυναίκες, τις αρραβωνιαστικιές ή τις μάνες που έχουν δικούς τους που τους δέρνει η θάλασσα και τους παίρνει και τους κάνει δικούς της, κλείνοντας τα σπίτια τους».
«Και η Εργίνα, το παιδάκι της, τι απέγιναν αυτοί»; Ρώτησα.
«Ακολούθησαν τη μοίρα όλων των γυναικών και των παιδιών που έχασαν στη θάλασσα τους άντρες ή τους γονιούς τους. Τη μοίρα όλων των κατοίκων των νησιών μας, που το άγονο χώμα τους τους στέλνει στην υγρή αγκαλιά της θάλασσας. Δώσανε στο παιδί το όνομα του πνιγμένου. Η Εργίνα μετά το θάνατο των πεθερικών της, που δεν άργησε μετά το χαμό του παιδιού τους, πήρε την επιχείρηση στα χέρια της, ως να μεγαλώσει ο γιος της ο Βαλάντης, να την πάρει στα χέρια του».
Είχε αρχίσει να χαράζει η μέρα και ήταν ώρα να μαζέψουμε τα παραγάδια. Μαζέψαμε τα αποφάγια και τα σκουπίδια μας, πηδήξαμε στο καΐκι και ανοιχτήκαμε στο πέλαγος.
ΤΕΛΟΣ
Σημειώσεις
*κολαουζέρης = αυτός που ερχόταν σε επαφή με το δύτη, μέσω του κολαούζου, που ήταν ένα σχοινί για να συνεννοείται ο δύτης με το καΐκι
**Αρμαστός =αρραβωνιαστικός
· *** πλιάτικα = προκαταβολή
· **** δοιάκι = τιμόνι του πλεούμενου
· ***** μηχανή = το σκάφανδρο
Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.